Ζωή Καρέλλη
Της σελήνης
Αργυρόηχη, μελίχροη, χρυσορόδινη,
μειλιχόμειδη ερωμένη, ασύλληπτη.
Ηδονή ομιχλώδης η χάρη σου, η καλλονή
πάρα πολύ σιωπηλή,
βασίλισσα
στο μαβί, στιλπνό στερέωμα,
του σκοταδιού αργυρή αρχόντισσα, μακρινή.
Είναι το φως σου παράξενα οδυνηρό
και μαγικό, σαν τη σκιά
εκείνων που αγαπήσαμε τρυφερά
και ξανάρχονται να μας ψιθυρίσουν,
να πουν για τ' ανύπαρχτα, για τα φανταστικά,
για κείνα τα μυστικά,
που μόνο οι ανήσυχες ψυχές
έχουν μέσα τους.
Παρηγοριά εκείνων που γνωρίζουν τη μοναξιά,
την πλήρη ονείρων κατάσταση
που το φως σου ξυπνά,
καθώς τις σκιές διαπερνά,
δίχως να τις κυνηγά να φύγουν.
Τόσο υπερήφανη, ασυγκίνητη στην εμορφιά σου
λάμψη διαβρωτική, ύπουλα διαπεραστική
εντός μου σταλάζεις
τα μυστικά της νύχτας.
από τη συλλογή Το πλοίο
Η άνθρωπος
Εγώ γυναίκα, η άνθρωπος,
ζητούσα το πρόσωπό Σου πάντοτε,
ήταν ως τώρα του ανδρός
και δεν μπορώ αλλιώς να το γνωρίσω.
Ποιος είναι και πώς
πιο πολύ μονάχος,
παράφορα, απελπισμένα μονάχος,
τώρα, εγώ ή εκείνος;
Πίστεψα πως υπάρχω, θα υπάρχω,
όμως πότε υπήρχα δίχως του
και τώρα,
πώς στέκομαι, σε ποιο φως,
ποιος είναι ο δικός μου ακόμα καημός;
Ω, πόσο διπλά υποφέρω,
χάνομαι διαρκώς,
όταν Εσύ οδηγός μου δεν είσαι.
Πώς θα ιδώ το πρόσωπό μου,
την ψυχή μου πώς θα παραδεχτώ,
όταν τόσο παλεύω
και δεν μπορώ ν' αρμοστώ.
«Ότι δια σου αρμόζεται
γυνί τω ανδρί.»
Δεν φαίνεται ακόμα το τραγικό
του απρόσωπου, ούτε κι εγώ
δεν μπορώ να το φανταστώ ακόμα, ακόμα.
Τι θα γίνει που τόσο καλά,
τόσο πολλά ξέρω και γνωρίζω καλλίτερα,
πως απ' το πλευρό του δεν μ' έβγαλες.
Και λέω πως είμαι ακέριος άνθρωπος
και μόνος. Δίχως του δεν εγινόμουν
και τώρα είμαι και μπορώ
κι' είμαστε ζεύγος χωρισμένο, εκείνος
κι' εγώ, έχω το δικό μου φως,
εγώ ποτέ, σελήνη,
είπα πως δεν θα βαστώ απ' τον ήλιο
κι' έχω τόσην υπερηφάνεια
που πάω τη δική του να φτάσω
και να ξεπεραστώ, εγώ,
που τώρα μαθαίνομαι και πλήρως
μαθαίνω πως θέλω σ' εκείνον ν' αντισταθώ
και δεν θέλω από κείνον τίποτα
να δεχτώ και δεν θέλω να περιμένω.
Δεν κλαίω, ούτε τραγούδι ψάλλω.
Μα γίνεται πιο οδυνηρό το δικό μου
ξέσκισμα που τοιμάζω,
για να γνωρίσω τον κόσμο δι' εμού,
για να πω το λόγο δικό μου,
εγώ που ως τώρα υπήρξα
για να θαυμάζω, να σέβομαι και ν' αγαπώ,
εγώ πια δεν του ανήκω
και πρέπει μονάχη να είμαι,
εγώ, η άνθρωπος.
Από τη συλλογή Αντιθέσεις
Μωσαϊκό
Ο βίος περνά κι εγώ τον περιμένω.
Να μη γνωρίζω, νομίζω
πουθενά να χαρώ δεν χωρώ.
Προβαίνω έξαφνα τρέχω.
Απ' τον δικό μου φεύγω καιρό.
Υπάρχει πολύ κρύο
διασπαρμένο παντού, ακόμα
και μες στην αγκάλη του ήλιου
ο χρόνος γίνεται θάνατος,
όταν απρόσιτοι περιμένουμε.
Περιμένω τον εαυτό μου
επίμονα με λογική εγκαρτέρηση.
Δεν μπόρεσα σήμερα
ούτε αύριο, χτες, όλες οι μέρες
χάνονται, δεν μπορώ ποτές,
καθώς περιμένω την παρουσία
του ακέραιου.
Αναμνήσεις
Ημέρες...
ή μάλλον ώρες της ζωής μου
δεμένες με βάρος, ξανάρχονται
εμπρός μου, γύρω μου δε φεύγουν.
Φαντάσματα του χρόνου,
του εκείνου δικού μου καιρού,
ανήσυχες ψυχές από στιγμές
που μείναν ανάρμοστα οδυνηρές,
δίχως απάντηση, στο γιατί της οδύνης.
Ώρες δίχως εγκαρτέρηση κι υπομονή,
δίχως παραδοχή, δεν λησμονούνται
τούτες οι πληγές που ανοιχτές μένουν
στο σώμα του χρόνου εκεί,
εκείνου που αγάπησα παράφορα,
οι αναμνήσεις επιμένουν επίπονες.
από τη συλλογή Φαντασία του χρόνου
Ηδυπάθεια
Στο χέρι κρατούσε ένα ρόδο ανοιγμένο,
ένα ρόδο πολύ ανοιχτό.
Στο πρόσωπό της είχε το στόμα
μισοανοιχτό και τα χείλη ανοίγαν
στη θήκη γεμάτη χυμό
των δοντιών, τα ρόδινα ούλα
έφεγγαν, κοκκίνιζαν χωρίς ντροπή,
όπως το σπασμένο ρόδι, τ' ανοιχτό ρόδο.
Οι ωραίες γυναίκες είναι
λουλούδια και καρποί μαζύ.
Μη ζητάς πιο πολύ,
όταν η ζωή σού χαρίσει
το ένα και τ' άλλο.
Η ανάμνησή τους είναι
που ξυπνάει την αγιάτρευτη στέρηση.
Απ' αυτήν θρέψε την ακούραστη
ψυχή, ανθρώπινη,
της φαντασίας.
από τη συλλογή Κασσάνδρα κι άλλα ποιήματα
Ψυχή, μη λησμονείς την έπαρση
Ψυχή, μη λησμονείς την έπαρση.
Το άσπονδο που τρέφεις,
σαν έρωτας σκληρότατος υπάρχει
και εισχωρεί ως το μεδούλι του σκελετού,
που συγκρατεί του σώματος την ύψωση.
Μη λησμονείς την έπαρση,
φαρμάκι αδυσώπητο, φάρμακο δυνατό
κρατάει την έκφραση άκαμπτη
και δυναμώνει η γνώση του χωρισμού.
Ποιος χωρισμός θα σε βαστάξει ανένδοτη
κι ακέρια; Πώς ειμπορεί
μια τέτοια να συγχωρήσει προσφορά;
Ω συμφορά, τα χέρια της αγάπης παραλύουν
και προχωρεί στο δρόμο της πορείας,
εξόριστος ο άνθρωπος.
Δίχως της συγκατάβασης τη χάρη,
στεγνών' η δύναμη την ευφορία του σώματος.
Σα θάνατος αδιέξοδος η δύναμη της έπαρσης,
σπάνιο, απαίσιο χάρισμα της μοναξιάς αγέρωχης.
Μη λησμονείς την έπαρση.
Μονάχα, όταν σου γίνει δοκιμασία, ψυχή,
θα μάθεις τη σημασία
της άκρατης, σφοδρής υπερηφάνειας
το ακόρεστο μυστικό.
από τη συλλογή Της μοναξιάς και της έπαρσης
Μουσικότητα
Έμορφη μουσικότητα των φθινοπωρινών
ημερών στη Θεσσαλονίκη,
όταν η βροχή πέφτει πότε πυκνή,
αραιώνει κι' ύστερα πάλι
πυκνώνει η ασημένια βροχή,
των πρώτων φθινοπωρινών ημερών,
διάφανη και λεπτή τόσο, σαν
σιγανή μουσική ομιλία γυναικών
στο φθινόπωρο της ζωής των.
Εκείνων των γυναικών που μένουν
ήσυχες και σιωπηλές, μοιάζουν,
λιγάκι περήφανες ή μελαγχολικές
και κάποτε, όταν μιλήσουν,
βιάζονται να πουν εκείνο
που ζητούν ίσως να λησμονήσουν.
από τη συλλογή Παραμύθια του κήπου
Scholeio.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου