Ορέστης Αλεξάκης
* Μ’ αυτές τις λίγες λέξεις που απομένουν
μ’ αυτές τις λίγες φλόγες που επιμένουν χτίζω το ταπεινό μου εντάφιο σπίτι
*…Του ανέλπιστου τυφλός κιθαρωδός Του ανύπαρκτου πλανόδιος τροβαδούρος
*…Ένας απλός διαβάτης των ωρών
Ένας τυφλός και μάταιος ιχνηλάτης
Των υπόγειων βλαστήσεων κηπουρός
Των άστρων ταπεινός
κανδηλανάφτης
*…Ζω τη μαγεία των υπόγειων χώρων
Αντλώ σοφία στη μήτρα των πηγών
Ιερουργός του μυστηρίου των λουλουδιών
Και της εκπυρσοκρότησης των σπόρων …
Η Τρίτη φάση
Στην πρώτη φάση ανύποπτοι προσέρχονται
Απολαμβάνουν τη ζωή
τη μουσική τον έρωτα τη φύση
Αυτή την άπεφθη ηδονή του υπάρχειν
Στη δεύτερη όμως φάση κάτι αλλάζει
Θαμπώνουν κάπως γύρω τους οι εικόνες
Γεύση φθοράς στα χείλη τους πικρίζει
Ένα περίεργο ρίγος τους διατρέχει
σαν κάτι να τους απειλεί
Νιώθουν λιγότερο οικείο τον κόσμο
Τέλος στην τρίτη φάση επισυμβαίνει
το μαγικό αναπότρεπτο. Αναβλύζει
μια μουσική απ’ τα βάθη της ψυχής τους
Νιώθουν να χάνουν το υλικό τους βάρος
Η σκέψη τους αδειάζει η βούλησή τους
ακινητεί σαν παγωμένη λίμνη
Τους έλκει το απροσδιόριστο
Τους προσκαλεί το «πέραν πάσης μνήμης»
Ακολουθούν μια μυστική βοή
Και κατεβαίνουν σιωπηλοί
τη σκάλα
Εμφάνεια
Εσύ
πάντοτε ανέγγιχτη απ’ το χρόνο
να με κοιτάς με το βαθύ σου βλέμμα
πίσω από ανταύγειες και κατοπτρισμούς
και ομίχλες βυθισμένων παρελθόντων
Και να –
προβάλλεις άξαφνα καθώς
πρώιμος ανθός σε παγωμένο κήπο
Φωτίζονται οι στιγμές
λαμπρές νησίδες
στον ωκεανό της απεραντοσύνης
λίγο προτού χαθούν
ξανά
στο μαύρο
Όνειρο τάχα; Ελπίδα; Ή μόνο μια
παροδική παραίσθηση
μια λάμψη
μια ταπεινή μεταγραφή σε οικείες εικόνες
του σκοτεινού μυστήριου που μας κλώθει;
Ο μεταμφιεσμένος χρόνος
μνήμη ποιητή Διομήδη Βλάχου
Τι περιμένεις όταν περιμένεις
το Τίποτα;
Το Τίποτα δε θα ‘ρθει
Το Τίποτα είναι εδώ σε περιβάλλει
φοράει λαμπρή στολή κι ωραία πλουμίδια
και τον θαυμάσιο κόσμο προσποιείται
Το Τίποτα είναι χρώματα και λάμψεις
σχήματα και μορφές
κενά και όγκοι
Μάτια που φέγγουν στοχασμό και ρέμβη
Χείλη που στάζουν ηδονή και λήθη
Σώματα που θροούν φωνές που ανθίζουν
Το τίποτα είναι το χαμόγελό σου
Το βλέμμα σου το σιωπηλό σου δάκρυ
Η δίψα της ψυχής σου που δεν σβήνει
Το άλλο σου πρόσωπο το βυθισμένο
που σε κοιτάζει από την καταχνιά του
Το Τίποτα είσαι Εσύ Το μαύρο σου αίμα
Της ύπαρξής σου το βαθύ πηγάδι
Η μόλις μουσική
Μην απορείς που δυσανασχετώ
ν’ ακολουθώ τα βήματά σου Μνήμη
Γνωρίζω την αλήθεια τι ωφελεί
αδιάκοπα σ’ αυτήν να μ’ επιστρέφεις;
Για ποιο σκοπό ο χορός των ερειπίων;
Η επαναβίωση τόσων χωρισμών;
Η εκταφή του ενταφιασμένου χρόνου;
Σώπασε … σώπασε .. η ψυχή κοιμάται
Μην την ξυπνάς … κουράστηκε να ελπίζει
Κουλουριασμένη μέσα στον εαυτό της
έχει αφεθεί στη μόλις μουσική
που η αίσθηση του μάταιου αναδίδει
Ο αχινός
Την ποίηση αν δεν υποχωρεί
μπορείς να τη βιάσεις
δεν είναι δα πρωτόβγαλτη παρθένα
έχει ασκηθεί στην πονηριά και την υποκρισία.
Χρόνια και χρόνια σου ορκιζόταν
αιώνια πίστη κι αφοσίωση
καταβροχθίζοντας κομμάτια απ’ τη ζωή σου
για μια παραίσθηση για μια παραφορά
που τελικά κατέληγε σε κλάμα.
Και τώρα
τάχα δε σ’ αναγνωρίζει
Σε προσπερνά γυρνώντας το κεφάλι
με αμούστακα αγοράκια χαριεντίζεται
ανύποπτες παιδούλες ξεμυαλίζει
Ου να χαθεί … δε θα της κάνω το χατήρι
δε θα την πιάσω απ’ τα μαλλιά
το αραχνοϋφαντό της δε θα σκίσω
Ξέρω τι ψέμα κρύβεται από κάτω
Τι ματαιότης εγκοσμίων σαρκάζει
ποια τρύπα καιροφυλακτεί
- ένδοξους κι άδοξους μεγάλους και μικρούς –
σαν μαύρος αχινός
να μας ρουφήξει
από τη συλλογή Το άλμπουμ των αποκομμάτων,
Ο υπηρέτης
Όχι, δεν είμαι εγώ καθώς νομίζεις
αυτός που κυβερνάει από τα βάθη
προκαθορίζοντας πορεία και στόχους
Ο άλλος είναι – ο αποκεκρυμένος
Εγώ – μα ποιος εγώ;- παγιδευμένος
«αιχμάλωτος μιας αποτρόπαιης μοίρας»
ο ποιητής Πι Δέλτα ή Γάμα Βήτα
ή Ορέστης Αλεξάκης τέλος πάντων
δεν είμαι παρά μόνον υπηρέτης
αγνώστου Αυθέντη που ποτέ δεν είδα
και που δεν έχω ακούσει τη φωνή του
γιατί τα μάτια μου είναι σφραγισμένα
τ’ αυτιά μου βουλωμένα και τα χέρια
δέσμια για να μπορούν να κάνουν μόνο
τις απολύτως αναγκαίες κινήσεις.
Μοίρα σκληρή – μα δεν παραπονιέμαι
Γιατί οι ενδείξεις συνεχώς πληθαίνουν
πως είναι κι ο Αυθέντης μου τυφλός
κωφός
βωβός
και με το στήθος άδειο …
δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πόρφυρας,
τεύχος 132, Ιούλιος – Σεπτέμβριος
Εν αναμονή
Ξέρω πως είσαι μέσα μου
κι ωστόσο
θαρρώ πως απ' τον έξω κόσμο θα 'ρθεις
Ακούω τα βήματά σου να πλησιάζουν
από τα βάθη μακρυνού διαδρόμου
Άλλοτε λυπημένα με κοιτάς
μέσ' απ' το φως φανταστικής οθόνης
μου δείχνεις ένα πέτρινο πηγάδι
κι ένα παιδί στο φιλιατρό
να κλαίει
Κάποτε σκοτεινιάζεις και γεμίζεις
τον ύπνο μου κεριά και μαύρα ρούχα
και σε φοβάμαι μέσα στην αγάπη
και σε φοβάμαι
μέσα στην ελπίδα
Όμως
καμιά φορά
χαμογελάς
με τόση τρυφερότητα με τόση
παιδική μνήμη
που άξαφνα
διακρίνω - κάπου στα βάθη των
διαλογισμών
κάπου στα μάκρη ενός
χαμένου κόσμου -
πρόσωπα που εξαγνίζονται στο φως
πράγματα που εξαχνίζονται
στη δόξα
Σαν να 'χει κάπου ο χρόνος σταθεί
Σαν να 'χει κάπου κι ο Θεός
πατρίδα
συλλογή Ο απόπλους
Ο Ληξίαρχος
Ίσως λοιπόν
πίσω από τόσους χωρισμούς
να βρεις κι εσύ το νόημα της ζωής σου
καρφώνοντας στην όχθη του αχανούς
βίγλα του ακατανόητου
τη σιωπή σου
Γιατί κι ο χρόνος γέρων είναι
και κυφός
κι όση σοφία θησαύρισες καπνός και σκόνη
Δε μένει παρά λίγο γκρίζο φως
Κι ο σκοτεινός Ληξίαρχος που ζυγώνει
Λεπτομέρειες για σπίτια που παλιώνουν
Κανείς δεν ξέρει πού
κοιτούν
τα σπίτια
μέσ' από τ' ανοιχτά παράθυρά τους
σαν προβολέα το βλέμμα περιφέρουν
φωτίζοντας ένα δικό τους κόσμο
Τα βράδια
κλείνουν πια τα βλέφαρά τους
βυθίζονται βαθιά στην ύπαρξή τους
νιώθουν κι αυτά το σώμα τους
ακούνε
τις πέτρινες τους φλέβες να φουσκώνουν
μέσα στα κύτταρά τους ξαναζούν
ψίθυροι των νερών
φωνές του ανέμου
Τα σπίτια μοιάζουν κάπως με τους τάφους
όπου νεκροί και ζώντες συνυπάρχουν
ο χρόνος τους ακινητεί
το παρελθόν τους και το μέλλον τους
χωρούν
μες στο πλατύ κι ασάλευτο παρόν τους
Όμως
πεθαίνουν κάποτε κι εκείνα
σωρεύεται στα στήθη τους σκοτάδι
σπάζουν τα κόκκαλά τους απ' το βάρος
και ξαφνικά
μια νύχτα
καταρρέουν
μ' ένα βαθύ λυγμό που συγκλονίζει
Μαρία ή το θαύμα της βροχής
Καθώς
εγώ
τη μυγδαλιά τινάζω
πέφτουν τ' αμύγδαλα βροχή
κι εσύ
πώς λάμπεις
μα δεν θυμώνεις
μόνο
με κοιτάζεις
και μου χαμογελάς
φεγγοβολώντας
Κι εγώ
τινάζω με
μανία το δέντρο
και Θε μου σε
φοβάμαι και
μ' αρέσεις
κι όλο βυθίζεσαι στο φως
και μέσα
στην εκτυφλωτική σου λάμψη
σβήνεις
Κι εγώ
τινάζω κλαίγοντας
- γελώντας
και κλαίγοντας -
το δέντρο
και
ξυπνώ
και πια
δεν είναι φως
δεν είναι δέντρο
μόνο δωμάτιο γκρίζο
βουρκωμένο
και τρέχει
βρέχει
και
δεν είσαι
κανείς δεν είναι πια
και με σκεπάζουν
άγρια θολά νερά
νερά
και χρόνια
Άγριο χιόνι
Κάποτε μες στο σπίτι μου
χιονίζει
γίνεται τότε η κάμαρα
λευκό τοπίο
σηκώνονται απ' το χώμα παγωμένοι
και με πλησιάζουν
οι νεκροί μου φίλοι
Τα ραγισμένα χέρια τους απλώνουν
ζητούν
τη θαλπωρή του σώματός μου
Δεν έχω σώμα πια δεν έχω
φλόγα
τίποτα δεν μπορώ να σας προσφέρω
μόνο να μοιραστώ την παγωνιά σας
στερνός κι εγώ στην αλυσίδα κρίκος
διασχίζοντας αυτή την άγρια στέππα
προς το βαθύ κι ανεξιχνίαστο μέλλον
από τη συλλογή Ο ληξίαρχος,
Η απρόσμενη
Όμως
ποια να 'σαι Εσύ που αιφνιδιάζεις
- με τόση λάμψη τόση μουσική -
το σκυθρωπό βασίλειο της σιωπής μου;
Που χείμαρρος φωτός εισβάλλεις ξάφνου
σ' αυτά τα ειρηνικά σκιόφωτα όπου
χρόνια και χρόνια τώρα συντηρώ
τις λιγοστές αναιμικές μου μνήμες;
Μ' αυτή την εκτυφλωτική ομορφιά; Μ' αυτή
την εκκωφαντική σου παρουσία;
Τι ανακαλεί το βλέμμα σου στη μνήμη;
Κι αυτό το αστραφτερό χαμόγελό σου
-σαν άξαφνη αστραπή σε μαύρο φόντο-
ποιο ανέφικτο υπαινίσσεται και ποιες
ακτές πέραν του χρόνου προφητεύει;
Στο φρύδι του γκρεμού με καρτερείς
και με χαμόγελο ήρεμο μου γνέφεις
ανύπαρκτα φτερά να εμπιστευθώ
παγιδευμένες πτήσεις να τολμήσω
δημοσιευμένο στο περιοδικό Εντευκτήριο,
τεύχος 66, Σεπτέμβριος
Δουλτσινέα
Έρχομαι από τα βάθη των καιρών
απ' τους βυθούς ενός χαμένου κόσμου
ματαιωμένος εξερευνητής
ιππότης νικητής
ανεμομύλων
'Έρχομαι
σέρνοντας τα πολύχρωμα κουρέλια μου
φορώντας
τα επινικελωμένα μου παράσημα
και πάνω στο κεφάλι μου
- κορώνα
και δόξα των ονείρων της ζωής μου -
την άχρηστη λεκάνη του μπαρμπέρη
Έρχομαι τσακισμένος οδοιπόρος
γονυπετής μπροστά στο θαύμα της αγάπης σου
φώτισε με το βλέμμα σου τα σκοτεινά τοπία μου
ρίξε τα χέρια σου γεφύρια στο αχανές μου
βοήθησέ με πάλι να υψωθώ
μέσ' απ' τη δίψα των ψυχών
και το πανάρχαιο ρίγος των σωμάτων
δημοσιευμένο στο περιοδικό Εντευκτήριο,
τεύχος 66, Σεπτέμβριος
Κι όπως θρηνούσα
Κι όπως θρηνούσα
σιωπηλά
στο μνήμα
μια ξαφνική
χαρά
με συνεπήρε
σα να 'χε κάπου
μόλις
ξημερώσει
από τη συλλογή Βυθός,
Ο πίδακας
Και πια
δεν έχω τίποτα να πω
- γι' αυτό
θυμάμαι -
κλείνω το πρόσωπό μου στη σιωπή
και λέω πώς πάλι
λυπημένος θάμαι
Κυλάει ο χρόνος ήρεμος κι αργός
σέρνοντας στο βυθό
τα θύματά του
- σπάσαν οι σωληνώσεις και το φως
πλημμύρισε τα υπόγεια του θανάτου -
Στάζουν τα χρώματα όνειρο
κανείς
το μυστικό δεν έχει φανερώσει
- σε σκοτεινό προθάλαμο οι πραείς
έχουν ενδώσει -
Μονολογώ και ξέρω πως ο αμνός
είναι το σκότος και το φως
του κόσμου
- προς της αιχμής την έκπληξη γυμνός
σαν πίδακας υψώνεται ο λαιμός μου
από τη συλλογή Αγαθά παιχνίδια,
Αντώνιος
Απολείπειν Κύριος …
Ωραία λοιπόν μας τα ‘πες Κωνσταντίνε …
Μες στο βαθύ μας πόνο να σταθούμε
περήφανοι καθώς ταιριάζει σ’ άνδρες
που η Μοίρα δεν μπόρεσε να καταβάλει.
Κι όπως θα ηχούν ψηλά οι αθέατες άρπες
«τα εξαίσια όργανα του μουσικού θιάσου»
δίχως κλαυθμούς και μάταιες ικεσίες
την πόλη αυτή που τόσον αγαπήσαμε
την πόλη αυτή που όλη η ζωή μας ήταν
όχι ασυγκίνητοι μα πάντως «ευπρεπείς»
για πάντα ν’ αποχωριστούμε.
Σάμπως ποτέ για μας να μην υπήρξε.
Όμως υπήρξε Κωνσταντίνε Υπήρξε
Με τα βαθιά της πάρκα τις μεγάλες
λαμπρές λεωφόρους με τα ωραία λουτρά της
τους αρωματισμένους της κοιτώνες
τα μαλακά σα χάδι ανάκλιντρά της
- μάρτυρες τόσων στεναγμών αγάπης …
Κι εξ άλλου δεν γεννιόμαστε ήρωες όλοι
Λίγοι έχουν σφραγισθεί μ’ αυτή τη βούλα
Οι άλλοι εμείς οι απείρως περισσότεροι
άνθρωποι απλοί του καθ’ ημέραν βίου
μεγαλωμένοι με το φόβο και τη στέρηση
και την ανίατη νοσταλγία για κάτι
που ωστόσο δεν γνωρίσαμε ποτέ
πώς να σταθούμε αράγιστοι μπροστά
στο φοβερό ναυάγιο των ονείρων;
Πώς να μη μας προδώσουν οι οφθαλμοί;
Να μη σαλέψει μέσα μας ο κόσμος;
δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πόρφυρας,
τεύχος 132, Ιούλιος – Σεπτέμβριος
σιωπηλά
στο μνήμα
μια ξαφνική
χαρά
με συνεπήρε
σα να 'χε κάπου
μόλις
ξημερώσει
από τη συλλογή Βυθός,
Ο πίδακας
Και πια
δεν έχω τίποτα να πω
- γι' αυτό
θυμάμαι -
κλείνω το πρόσωπό μου στη σιωπή
και λέω πώς πάλι
λυπημένος θάμαι
Κυλάει ο χρόνος ήρεμος κι αργός
σέρνοντας στο βυθό
τα θύματά του
- σπάσαν οι σωληνώσεις και το φως
πλημμύρισε τα υπόγεια του θανάτου -
Στάζουν τα χρώματα όνειρο
κανείς
το μυστικό δεν έχει φανερώσει
- σε σκοτεινό προθάλαμο οι πραείς
έχουν ενδώσει -
Μονολογώ και ξέρω πως ο αμνός
είναι το σκότος και το φως
του κόσμου
- προς της αιχμής την έκπληξη γυμνός
σαν πίδακας υψώνεται ο λαιμός μου
από τη συλλογή Αγαθά παιχνίδια,
Αντώνιος
Απολείπειν Κύριος …
Ωραία λοιπόν μας τα ‘πες Κωνσταντίνε …
Μες στο βαθύ μας πόνο να σταθούμε
περήφανοι καθώς ταιριάζει σ’ άνδρες
που η Μοίρα δεν μπόρεσε να καταβάλει.
Κι όπως θα ηχούν ψηλά οι αθέατες άρπες
«τα εξαίσια όργανα του μουσικού θιάσου»
δίχως κλαυθμούς και μάταιες ικεσίες
την πόλη αυτή που τόσον αγαπήσαμε
την πόλη αυτή που όλη η ζωή μας ήταν
όχι ασυγκίνητοι μα πάντως «ευπρεπείς»
για πάντα ν’ αποχωριστούμε.
Σάμπως ποτέ για μας να μην υπήρξε.
Όμως υπήρξε Κωνσταντίνε Υπήρξε
Με τα βαθιά της πάρκα τις μεγάλες
λαμπρές λεωφόρους με τα ωραία λουτρά της
τους αρωματισμένους της κοιτώνες
τα μαλακά σα χάδι ανάκλιντρά της
- μάρτυρες τόσων στεναγμών αγάπης …
Κι εξ άλλου δεν γεννιόμαστε ήρωες όλοι
Λίγοι έχουν σφραγισθεί μ’ αυτή τη βούλα
Οι άλλοι εμείς οι απείρως περισσότεροι
άνθρωποι απλοί του καθ’ ημέραν βίου
μεγαλωμένοι με το φόβο και τη στέρηση
και την ανίατη νοσταλγία για κάτι
που ωστόσο δεν γνωρίσαμε ποτέ
πώς να σταθούμε αράγιστοι μπροστά
στο φοβερό ναυάγιο των ονείρων;
Πώς να μη μας προδώσουν οι οφθαλμοί;
Να μη σαλέψει μέσα μας ο κόσμος;
δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πόρφυρας,
τεύχος 132, Ιούλιος – Σεπτέμβριος
Χαιρετισμός στην Κέρκυρα
Πώς να ξοφλήσω την οφειλή; Τι ν' αντιπροσφέρω;
Δεν έχω τίποτα δικό σου Χτυπώ την πόρτα σου
Σαν τον τυφλό οδοιπόρο που έχασε το σπίτι του
Σαν το ξυπόλητο παιδί που ψάχνει για τ' αστέρι του
Με δίδαξες την αλφαβήτα τής ομορφιάς
Το συναξάρι τής αγάπης
Τη μελωδία των ουρανών, την πέρα βοή των άστρων
Το μέσα φως των λουλουδιών
Τα έγχρωμα βάθη τού όνειρου
Με δίδαξες να περπατώ με δυο κλωνιά παρηγοριά
Να σκύβω ν' αφουγκράζομαι στα σφραγισμένα σπίτια
Ν' αποστηθίζω των μανάδων τη σιωπή
Ν' αναζητώ τ' αχνάρια των απόντων
Να μελετώ περικοπές λησμονημένων προφητών
Με δίδαξες να συντηρώ το ανθρώπινο ζυμάρι μου
Να φέγγω πάντα μέσα μου με το αρχικό λυχνάρι
Να μην αφήνω τα κλαδιά να μου σκεπάζουν το άστρο
Ν' αποκρυπτογραφώ σωστά τις δειλινές καμπάνες
Ν' ακούω το βήμα τού Χριστού στον έρημο ελαιώνα
Με δίδαξες ν' αναζητώ τον σπόρο και τη ρίζα
Ν' ακούω το ρήμα των καιρών και ν' αποκρίνομαι
Να βάζω επιστροφής σημάδια μολονότι ξέρω
Πως χάνομαι σε μια φυγή χωρίς ελπίδα νόστου
Μα πιο πολύ με δίδαξες να 'μαι έτοιμος
Δίχως κηλίδα ή ρίγος - σαν τα βράδια σου
Όλος μι' ανάερη μουσική, όλος σα φεγγαρόφωτο
Όλος αηδονολάλημα στα μαύρα κυπαρίσσια
Ήρθα λοιπόν Σαν άσωτος υιός Χτυπώ την πόρτα σου
Άφησε να περάσω το κατώφλι σου
Εκεί που δωδεκαετής είδα τα μάτια τού Θεού
Άσε να μπω στον κήπο των θαυμάτων σου
Να κατοικήσω μια στιγμή την πρώτη νιότη μου
Θέλω να πω
να θάψω εδώ
τα παιδικά μου σύνεργα
Θέλω να δω το πρόσωπό σου πριν θαμπώσει ο δρόμος
Θέλω ν' ακούσω τη φωνή σου πριν πετρώσει ο χρόνος
Θέλω να πιω από το νερό σου πριν το πάρει η στέρνα
Είμαι για πάντα το παιδί σου∙ ψάξε με
Κοίταξε μέσα στο αίμα μου∙ θα δεις το φως σου
Σκύψε βαθιά στο στήθος μου∙ θ' ακούσεις την ανάσα σου
Δώσ' μου ξανά τη ρίζα μου∙ διψώ Μητέρα
Είμ' έτοιμος Είμ' έτοιμος
Θα μείνω πάντα χώμα σου
Από τη συλλογή Η Περσεφόνη των γυρισμών
Ορέστης Αλεξάκης
Scholeio.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου