Κοσμογονία 2ο, Πριν




       ΠΡΙΝ ...   (πράξη 2η)

       Ζυμάρι άπλαστο, βαρύ, κι η ζύμη του ανύπαρχτη, αβάσταχτη κενότη...
40.  Χάος το λέγαν οι παλιοί, άβησσο κάποιοι άλλοι, για να του δώσουν ορμηνειά.
       Το εχρειάζουνταν μαθές οι μυαλωμένοι τότε, να λεν να τους πιστεύουνε
       Η απλοϊκή πλεμπάγια, νάχουνε να θαρρεύουνε μόνοι δεν ήταν τάχα...
       Μα...  πως από το τίποτα βουλήθηκε μια ιδέα,  που "νοητόνιο"  τη λεν
       Βουλήθηκε ξεκίνημα να δώσει στη μαυρίλα, να φτιάνει τόσα θαυμαστά...
       ...  Είναι άλλη ιστορία...  Και όρκο παίρνω να την πω σαν το θελήσ' ο χρόνος...
       Προς τώρα έχω να ειπώ, για όταν γαλαξίες σκορπίσανε αμέτρητοι,
       Γιόμισε το καλάθι... Κι ατέρμονες των αστεριών οι κύκλοι εχόρευαν
       Κι η αρμονία μαεστρικά κράταγε τη μπαγκέτα... Θεία κι ουράνια μουσική !
       Τ' αστέρια να τρυγάνε, να βράζει ο μούστος της ζωής, κάθ' άστρο και βαρέλι...


50.  Και κάθε ήχος πούβγαινε στρογγύλευε σφαιρίδι...
       Στη διαδοχή χρόνων φωτός, πλανήτες τ' άπειρα σφαιρίδια...
       ...  Και μελετούσαν μερικοί της πρώτης μήτρας τα πρωτοβλαστάρια,
       Της κάθε σφαίρας ταπεινής ποιό θάν' το ουράνιο μονοπάτι.
       Εκείνοι... που από τα παλιά όλ' οι σοφοί γερόντοι, οι ονειροπαρμένοι,
       Σα με άδειο βλέμμα τους σ' άγνωστα πλάτη ταξιδεύουν...
       Κι εδώ... Είναι παντού... Ξεδιπλωμένα σύννεφα σ' ανέμων τις βογγιές πνοές...
       ... "Κυρίους" τους βαφτίσανε, όλ' οι σοφοί των κόσμων οι γερόντοι...
        Αυτοί  'ναι οι Κυρίαρχοι... που διαφεντεύουν απαρχής τους κόσμους, τις ουσίες...
        Αυτοί  'ναι που σαρκώσανε του Νου την πεμπτουσία, την ντιβίνα...
        Οι Κύριοι του Άπαντου... Των σύμμετρων ενεργειών οι μόνοι αρχηγέτες.
        Και κύλησε στις μοίρες του, εκείνο το σφαιρίδι...
        Άπειρο μες στο άπειρο, κόκκος στην άρατη αμμουδερή... Μικρό σημάδι, σπίθα...
        Πάνω που άναρχοι παλμοί κι ασύμμετρες ανάσες - εφιάλτες...
        Όπως μουσκίδι στη νυχτιά στριφογυρνά τη σκέψη του ο ιδρωμένος άντρας
        Τον πόθο του αναμετρά για το γυμνό εκείνης...  Κι ο πόθος εφιάλτης...

        Έτσι στριφογυρίζανε οι άμορφες ιδέες, πάνω σ' εκείνο το μικρό σφαιρίδι,
        το αστέρι...
        Μπερδέματα, σκιρτήματα, δυνάμεις απροσδιόριστες, που θέλανε να δείξουν...
        Και να δειχτούν σα σχήματα... Τελειώματα... Ανάγλυφες εμπνεύσεις
        φευγατάρες...
        Όπως παλεύει ο ποιητής, στους καταρράχτες λέξεων να βρει, να ξεδιαλέξει,
70.   Κείνες τις λέξεις - ζωγραφιές, που οικοδομούν στο νου του
        Το πάθος και τον όλεθρο, τον έρωτα, το μίσος, τους έξοχους  συγκλονισμούς...
        Έτσι παλεύαν στην αρχή, 'πα στο φτωχό και τ' άγριο σφαιρίδι,
        Κείνες οι πρώτες δύναμες να βγούνε, ν' απλωθούνε, κορμιά πάνω σε λίκνο...
        Ξεμήτησαν ! Κι απλώθηκαν ! Ξεπόρτισαν και υψώθηκαν λευτερωμένες, λάβρες !
        Γέννηκαν άγρια βουνά, χαράδρες, γκρεμοβράχια, κορφές εγίναν άπαρτες.
        Βαθιές γυμνές κοιλάδες, ατελείωτες οι ξερικές της Γης οι απλωσούρες...
        Και άλλο τι ; Του τίποτα η θανατερή βουβή μεγαλωσύνη...
        Αυτό δεν ήταν ζωγραφιά, δεν ήταν στίχος μαγικός, να φέρει τη ζωντάνια...
        Η βουβαμάρα ρήγισσα...  Μιας εξορίας αυστηρής το κρύο σταυροτόπι...
80.   Όμως εκείνοι θέλησαν αλλιώς...

        Κι όμως κακότυχος, φτωχός, αλήτης ξεσπιτιάρης,
        Που τονε φτύνει η μοίρα του, τον δέρνουν οι κατάρες,
        Που τριγυρνάει σ' άστοχους της περιφρόνιας κύκλους,
        Προσμένοντας καμπουριαστά, το ύστερο να φάει χώμα...
        Κ' άξαφνα ένα πρωινό, ζωή χτυπάει του το νου, φέρνοντας μεγαλεία,
        Απρόσμενα, πρωτόδεχτα, της μαγικής στιγμής τα δώρα κι ο βίος του αλλάζει...
        Έτσι εκείνο το πρωί, μοίρα ριζώθηκ' η ζωή στο σκέλεθρο τ' αστέρι...
        Πέφτει απ' τον γκρίζο ουρανό !   Ακούστε, όπως το λέγω...
        Σα χέρι, που κρυφά ελεεί με στρογγυλό χαλκό τον κουρελιάρη,
90.   Να μη το δουν και παρευτύς παγώσουνε της πράξης το κουράγιο,
        Καταμεσής στον αφαλό της ξερικής πεδιάδας
        Ρίχτει ζωή !... Κι άλλη ζωή ! Σ' ενός βουνού τα βράχια !
        Κι άλλη  'πο πίσω ακολουθεί, μες στο βαθύ ρουμάνι !
        Ζωές κάπως αλλόκοτες...  Θεριόμορφες δειλοπερπατητές, πρωτάρες...

        Πούθ'  έρχονταν δεν ήξερες...   "Σκουπίδια"  κάπως φάνταζαν...
        Από εργαστήρι μυστικό.   Κείνα που άχρηστα πετούν, με μίσος στους
        χειμάρους...
        Αλλού για να βρομίσουνε...   Και να τα πάρουν οι καιροί και να λησμονηθούνε...
        Τ' απόβλητα πολιτισμών, φερμέν'  απ' άλλους γαλαξίες...
        Μπορεί και νάταν δοκιμές αγνώστων τεχνητάδων...
100. Του πνεύματος των πλαστουργών, των άπιαστων αφέντων...
        Παράδοξα τετράποδα... Όψεις αδρές και τρομαγμένες...
        Όπως τρομάζει τ' άγριο, σαν του περνάς το χαλινό, άλογο γκριζονύχι.
        Όγκοι αργοπερπάτητοι, αργόστροφοι, οκνοί κι ευκίνητ'  άλλα ζούδια,
        Μπόι μικρό κι ασήμαντο, κουνούπι' ακρίδες, κατσαρίδια...
        Τώνα το άλλο αντίκρυσε και δείξανε τα δόντια...
        Κι αρχίνεψε τ' αρχέγονο κυνήγι σάρκας τρυφερής, για χόρταση της πείνας...
        Το χώμα πρωτορούφηξε με δίψα του λυσσάρη, το πρώτο, το γλυφό υγρό...
        Είναι το ίδιο το υγρό, που χύνεται απ' της σάρκας τις πηγές, το γιοματάρι...
        Κάθε που στέκουν αντικρύ άνθρωποι και φερμάρουν...
110. Το ποθητό τους θήραμα, για σάρκα, για χρυσάφι, καταμεσής που κείτεται...
        Κι εκεί, στο φρύδι του βουνού, στης ερημιάς τ' απάτητο λημέρι,
        Ρίχτηκε ζώο υστερνό, πάνω σε βράχο κοφτερό ετσουβαλιάστη...
        Απόμεινε ακούνητο, κρέας γυμνό, κουβαριαστό, κείνη την πρώτη τη στιγμή...
        Αργά, με τρέμουλο πρωτόγνωρο δισταχτικά σαλεύουν τα πλατάρια,
        Οι ώμοι τεντωθήκανε, τινάχτη το κεφάλι πάνω,
        Από το στόμα σφύριξε, θερμή η πρωτάνασα,
        Τα χέρια ξελασκάρισαν, τα πόδια τεντωθήκαν
        Ρυθμός ζωής στο στέρνο του, παίρνει μπροστά, σαλεύει,
        Τα μαύρα μάτια παίξανε, στις στρογγυλές φωλιές τους,
120. Σάλεψαν ανυπόμονα, ρουθούνια κοιμισμένα, σαν ξυπνήσαν απ' τις οσμές,
        Τα χείλια μισανοίξανε, ασπρίσανε τα δόντια
        Κι η γλώσσα του χορεύοντας, στου ένστιχτου την πρώτη συλλαβή
        Έχτισε μούγκρισμα τρανό !

        Ήταν το πρώτο μουγκρητό, η πρώτη αγωνία...
        Κυματισμός κι αντίλαλος ως κάτω, στην πεδιάδα,
        Όρθωσαν το κεφάλι τους τ 'αγρίμια σπουδαγμένα,
        Και στείλαν την απάντηση στο κάλεσμα του Άντρα...
        μ' ανείπωτη τρομάρα του, το μάτι γυροφέρνει ολούθε,
        Κυττά ψηλά, στον ουρανό, σαν αστραπή το βλέμμα χαμηλώνει,
130. Θωρεί αντίκρυ, κάτω του, τους πρώτους αντιπάλους...
        Το πλήθος των τετράποδων, το μάτι του αγκαλιάζει...
        Τροφή, για τάχα συντροφιά ;  Ο εγκέφαλος πρωτοπροστάζει...
        Αγάλια, αργοέρποντας, σαν λέαινα που αναμετρά το δόλιο θήραμα της,
        Έτσι κι η σκέψη -λέαινα, να προσμετρά τον Άντρα, ορέγεται μεμιάς...
        Τα κύτταρα σαλέψανε... Κίνησε η πανίερη, παράξενη του νου μυσταγωγία
        Κι ήταν εκείνη η στιγμή, της ύπαρξης το άπαρτο νοητικό καστέλι...
        Σκέψη γέννησε τη σκέψη, του μυστηρίου μάρτυρας το πρώτο μουγκρητό,
        Αφούγκρασμα του κινδύνου, όραση, οσμή, αιστήσεις...
        Το πρώτο βήμα στο βουνό, ξετίναγμα της κρίσης !
140. Εικόνα πούφερνε πνοές, τρόμος και γενναιότη...
        Το πρώτο βήμα, υπόγραψε κανόνα εξουσίας...
        Το πρώτο αχνάρι, σφράγισε των πάντων κυριαρχία.
        Στα δυο του μπράτσα μούσκουλα, στους δυο μηρούς αγώνας !
        Εκεί τον επερίμενε της μοίρας του η παλαίστρα...
        Τον Άνθρωπο... (Αλλού, κάποιοι προσβλέπαν...)
        Τον Άνθρωπο, τον κυνηγό, τον σαρκοφάγο κι αιμοπότη...
        Τον Άνθρωπο Κανόναρχο, το υπέρλαμπρο θηρίο...
        Τον Άνθρωπο, Άντρα μοναχό, αφέντη του μυαλού του...
        Τον Άνθρωπο - Τρόπο, τον Άνθρωπο - Τρόμο, το κτήνος, το πνεύμα,
150. Τον τυχερό, τον άτυχο, τον πρώτο, όχι και τον υστερνό...

"Από το βιβλίο "Η Λεζάντα της Ζωής"  μία έμμετρη καταγραφή της φαντασίας για την "Δημιουργία"  του Β. Ι. Βερνάρδου, το έργο δεν έχει εκδοθεί.
 
  Scholeio.com 




Δεν υπάρχουν σχόλια: