Κοσμογονία 6ο, Γυναίκα



        ΓΥΝΑΙΚΑ   (πράξη 6η)
        Βάνω υδρομέλι και χολή στο ίδιο το αρχαίο χρυσοτάσι,
        Να φκιάσω κράμα λέξεων,   γλυκόπιοτο μιας μέθης καταπότι
        Να βρέξω εικόνες - κρούσταλλα,   με λέξεις - καταρράχτες,
        Να σκαρφαλώσω στ' άπαρτα,  μαύρου γρανίτη κάστρα,
        Νάβρω κεντίδια πλουμιστά,  χρυσοκλωστές του νου μου,
        Νάβρω βελόνες αργυρές,  τα στήθεια να ματώσω,

490. Νάβρω ατσάλινο καμβά,  τελάρο από τις σάρκες...
        Να κάνω αχρεία κουμπαριά,  στου σατανά τον πύργο...
        Ν' απλώσω τις πραμάτειες μου στ' ανθρώπινο αλώνι...
        Να γένω ίσκιος του ίσκιου μου,  σ' ασέληνα νυχτέρια...
        Να γίνω Ρήγας της τρυφής,  σε γήινες Βαλχάλες...
        Να γίνω σκλάβος της τροφής,  η σάρκα μου αλυσίδα....
        Λύρες γυμνές τα δάχτυλα,  κι ο νους πρωτολυράρης.
        Φωνή σπασμένη,  αργόσυρτη,  τραγούδια με κουράγιο,
        Πάλιν η ώρα έφτασε...   Σωπάτε...   Αφουγκραστείτε...
        Πώς αναδύθη κάποτε,    στον έρημο της εξορίας πλανήτη,
500. Το γέννημα το υπέροχο,  στη σκέψη μέσα χιλιαφέντρα.
        Του Άντρα η συντρόφισσα,  υγρή φωτιά,   Γυναίκα...

        Τούτ' η αρχοντοδιακόνισσα,   λαβύρινθου σοκάκι,   Ειμαρμένη...
        Σκληρόκαρδου  Μινώταυρου μονιά,   πρωτανθός του κρίνου...
        Λωτός πανίερος στα ύψη του Παμίρ,   του Άδη βάραθρο σκοταδεινό.
        Πρωτοβλογιά,   Κατάρα κι όλεθρος,  πρώτη πληγή,  και πρωτονασεμός...
        Των Κύριων του Σύμπαντος η πρωτοκαντηλήθρα φλόγα...
        Πρωτόβγαλτη,  πρωτόγευστη,  Συνείδηση,  Ασύνειδη οντότη,
        Μήτρα - Μητέρα  θεϊκιά,  ουράνιων σπασμών σπερματοκούπα,
        Του πλούτου περιδέραιο,  της φτώχειας ψίχουλο ακριβό,
510. Η πόρνη - έχιδνα,  πανώρια λιονταρίνα,  στο ξεροβούνι εκλησιά,
        Εικονοστάσι του Έρωτα,   κι οι εικόνες σου,   δρωτοχυμένα μύρα...
        Κι οι εικόνες σου φουρτούνιασμα,  της θάλασσας η αντάρα.

        Ο Αφέντης - Άντρας κάθουνταν,  ξαπόσταινε θωρώντας τα προικιά του,
        Ζερβά νερό,  δεξιά φωτιά,  πιο 'κει θεριά το μουγκριτό να σμίγουν,
        Σε μια ανάσας ήρεμης,  τη μετρημένη αύρα...
        Ευωδανθοί ολόγυρα,   τα χρώματα του κόσμου να κεντάνε.
        Όμως...  Μισορφανός θαρρείς,  απ' ομορφιά ετούτος ο πλανήτης.
        Όπως αφέντης πλούσιος,   με σπόρους και με ζωντανά πλήθος να εξουσιάζει,
        Λεφούσια οι δουλοπάροικοι,  βαθιά να προσκυνάνε,
520. Με πλήθος τα πετρόχτιστα,  παντέρημα κονάκια,
        Που κάθεται,   σαν κόκκινο,   ξερό κρασί έχει χορτάσει,
        Κι από τα γένια στάζοντας,  το αίμα της μοναξιάς του...
        Τρύπες μετρώντας στο χαλί,   τρύπες και στην καρδιά του,
        Για της γυναίκας η σκιά,  'πο δίπλα του απολείπει...
        Μόνε αργοτρέμουν ψιθύρους,  γέροντες παλαντίνοι,
        Του αφέντη τους τις πεθυμιές,    να τρέξουν,    να εχτελέσουν,
        Κι είναι νεκρές οι αίστησες,   σάβανα οι μαντύες.

        Έτσι χαμένος κείτονταν,  στο βραχοκάστρι του μπροστά ο Άντρας καρφωμένος..
        Εντός του μ' άγριο ουρλιαχτό,  χρησμοδοτούσαν οι αλλόκοτες φιγούρες της
        σιωπής...
530. Κι αν ήταν νερουλάτορας,  κι αν του κορμιού του έσβηνε τη λάβα στο νερό,
        Κι αν τη ματιά του κάρφωνε,  στο ηδονικό πλατάγισμα της γλώσσα τη φωτιάς,
        Κι αν τα θεριά υποταχτικά,  ομπρός στα πόδια κούρνιαζαν,  γρυλίζαν με χαρά,
        Κι οι φυλλωσιές στον ίσκιο τους,  καλωσορίζαν δροσερά τον ξαναμένο Άντρα,
        Ήμερο καταφύγιον από του δίσκου της φωτιάς,  τ' ανήμερο κυνηγητό,
        Αχόρταγες οι αίστησες,   κορφολογάνε τους βλαστούς του σάρκινου αμπελώνα,
        Αχόρταγο το πνέμα του,  της φαντασίας τα παντζούρια μαστιγώνει...
        Και η φαντασιά,  παντάνασσα,  που κλείνει στην αγκάλη της των άνθρωπων
        τα πάθια,
        Ορμά στου Άντρα το μυαλό,   τ' ατείχιστο,  το νιόβγαλτο,  το νιοπελεκημένο,
540. Τον κατακλύζει ολάκερο,  σαν την καλοκαιριάτικη τη μανιοκαταιγίδα
        Και του γεννάει οράματα,  ταξιδευτής του άπαντου,  με φτερούγες τρισδιάστατες.
        Το δώμα περεχύνονταν,  στο φως που σκόρπιζαν μενεξελί γύρωθε μενεξέδες,
        Τριζοκροτούσαν καστανιές,  που το κορμί τους άναβε φωτιά στο παραγώνι,
        Διηγόντουσαν μυστήρια,  και ιστορίες παράξενες φερμένες απ' τους θρύλους,
        Γεννήματα πανάρχαιων καιρών,  τότε που εροβόλαγε ο χρόνος και γεννούσε...
        Τότε που πρωτοχαράξαν,  τις στράτες τις ουράνιες του Σύμπαντος οι Αφέντες.
        Άλλωστε τούτη τη στιγμή,   τη φαντασιά δε στείλανε οι Αφέντες στο μυαλό του,
        Να ζωγραφίσει ζωντανή,  τη γυναικεία φιγούρα,  το μέγιστο τους το προικιό ;
        Γυναίκα κι Άντρας...  Της γης και τ' Ουρανού ταιριάσματα και γέννες,
550. Το αμάλγαμα της Νόησης,   της βούλησης η προσταγή,  να νιώθουν πως
        υπάρχουν.
        Η σάρκωση της ύπαρξης,  αν τούτοι  'δω οι Κύριοι είχανε σάρκα κι αίμα...
        Μα ήσαν Φως...  Και για κορμί,  το Φως της απεραντοσύνης...
        Κι από της μάζας της πλατιάς, του Πνέματος ασύνορη τη χώρα,
        Μια πινελιά χαρίσανε...  Φτωχούς,  αχνούς χρωματισμούς μιας Γνώσης
        ξελογιάστρας,
        Των άλλων των διαστάσεων φρουροί κι Αφέντες δυνατοί,  αϊτοί τους στον
        αιθέρα...
        Διαστάσεις απλησίαστες...    Με πύλες απροσπέραστες από του Άνθρωπου
        το νου.
        Και ξέραν,  την απόχτηση μιας Γνώσης σα δωρίζαν,
        Αντάμα θάρχονταν σ' αυτούς,  έπαρση μάταιης δόξας...
        Και του Καλού οι κυματισμοί,  Ωκεανοί στο Σύμπαν,
560. Θάχαν ν' αντιπαλαίψουνε,  με του Κακού τα γρανιτένια βράχια
        Κι αλλοίμονο στου Άνθρωπου - Σπορέα οι σπορές του...
        Τι το Κακό ριζώνεται,  βαθιά στα σωθικά του,
        Στο σφιχτοσυναγκάλιασμα της έπαρσης,  της ηδονής,  της μάταιης σαΐτας.
        Τι το κακό του αργορουφά το ακριβό της λογικής μεδούλι
        Κι αφήνει τον πεντάρφανο από ανθρωπιάς τη διάφανη ομορφάδα...
        Κουρελιασμένο απ' τις αγνές,  του βιού της μικροκαλωσύνες,
        Που θρέφουν το ανεξέργαστο,  διαμάντι της Αγάπης...
        Το ματωμένο λάβαρο,  στητό στης ύστερης της μάχης το πεδίο...
        Στης φαντασιάς του τ' άγγιγμα,   ο Άντρας βρέθηκε μεμιάς στο μυστικό το δώμα,
570. Κι είχε θαμπούρια στην καρδιά, θολούρα στο Εργαστήρι...
        Γκρίζα καπνιά μιας λησμονιάς, να σέρνει το χορό της...
        Εφτάπεπλη μια μάγισσα, να σβήνει τ' άσπρα εφτακέρια.

        Κι  έτσι ν' απομακρύνονται, να σβιούνε οι φιγούρες ντελικάτες,
        Του Νου τα πεταρίσματα...  Γυναίκειες φευγαλέες οπτασίες...
        Συντρόφισσες, διαβόλισσες...  Κι οι θεϊκές οι δούλες - δεσποσύνες...
        Παράξενες κι ιδιόμορφες,  των Κύριων τα πλουμιστά πλάσματα φαντασίας...
        Εκείνες που απλώνανε τάσια με άκρατο κρασί, να πιεί, να ξεδιψάσει,
        Να αιστανθεί στα σπλάχνα του,  το αίμα,  κοχλασμένο καταρράχτη
        Και να γέμισ'  η σκέψη του,  ως ξέχειλα παλμούς Δημιουργίας..
580. Εκείνες,  που ανοίγανε των κόρφων τους τη σύμμετρη αρμονία,
        Να πνίξουνε με δύναμη,  τη δύναμη του Άντρα την περίσσια,
        Την κεφαλή να γείρει του,  ο Άντρας,  ο χαροκόπος του ντουνιά,
        Το πνέμα ν' ανασκουμπωθεί,  να ζυγιαστεί ισοδύναμα,  με τη φωτιά της σάρκας.

        Κι οι αίστησες γιοφύρα τους,  'πο κάτω η ποτάμια ζωή να σεργιανίζει...
        Εκείνες, που ορθάνοιχτες, υγροσταλάζουνε της Γης τις μήτρες - ρίζες
        Και προσκαλούν χρυσοβροχή,  το γόνο,  τ' Ουρανού το σπέρμα....
        Φιδιών αυγά πιτσιλωτά και λιονταρίσες βρουχητές οι πρωτομάννες
        Γεννήματ' απειρόχρωμα,  πρωτόφαντων κυττάρων πανσπερμίες...
        Εκείνες,  οι απαράμιλλες,  των φαλλικών υφάντρες μυστικών σπασμών,
        Αιδοιφόροι πλαστουργοί,  κι οι κοραλλένιες φυλλωσιές κεντήστρες
        Οπού κεντούνε μες στο Νου μ' ατελείωτες τις βελονιές του πόνου.
        Τα πλάσματα τα θαυμαστά,  τα λαμπερά τ' αστέρια Θείας Γνώμης...
        Μάνες και Βρώμες γνήσιες, στου Σύμπαντος τα ημίθεα πορνοτόπια...
        Είναι Αυτές !
        Κι ο Άντρας ορθοπόδησε, στην έρμη μπρος την τρύπα του πλανήτη
        Κλάμα και γέλιο παντρειά...  Γυμνός,  ψυχή γυμνή,  'πα στου βουνού το φρύδι.
        Η σκέψη γίνεται κραυγή,  της φαντασιάς η ζωγραφιά,   μετάνοια...
        Στο σπήλαιο του στόματος, αρχιτεχνήτρα γλώσσα να χορεύει,
        Φθόγγους να χτίζει αρχινά,  τα χείλια του οι χτιστάδες,
600. Ο Λόγος,  πύργος λαξευτός,  απ' του μυαλού τη σμίλη λαξεμένος,
        Σκίζει,  λεπίδι,  το φραγμό,  και κομματιάζει το μετάξι της σιωπής.
        Ιεροφάντης σκυφτουλός στων Κύριων ομπρός την παντοδυναμία,
        Σ' ετούτη την πρωτολαλιά ο Αφέντης - Άντρας ταπεινά έτσι μιλεί και λέγει:

       "Ω, σεις, οι χιλιοβλόγητοι,  αιθέρινοι του Σύμπαντος οι Αφέντες,
        Σεις,  που πρωτοφυσήξατε στης ύπαρξης το σάλεμα την αύρα σας πνοή,
        Στης Νόησης και του Φωτός τ' ανείπωτα,  τ' απόκρυφα εργαστήρια,
        Το φυσερό σας μου άναψε,  αυτόν εδώ του βίου μου το δυνατό σπινθήρα.
        Τ' αμόνι σφυρηλάτησε,  του Νου μου την ασκούριαστη λεπίδα.
        Σεις,  που τ' απαλοχάδι,  σας ονείρατα γεννά μα κι εφιάλτες...

610. Που ορίζετε ασταμάτητα, των κόσμων τις αέναες πορείες
        Κι αέναα πορεύεστε, στου χάους τους ζωοδότες Γαλαξίες...
        Των τέσσερων διαστάσεων διαφεντευτές,  των άλλων οι Ρηγάδες,
        Ακούστε μου,  του Άνθρωπου,  τον τιποτένιο ψίθυρο,  το μικροπαρακάλιο...
        Σταλμένο ξέμακρο κι αχνό,  από το ύστερ' όριο,  της εξορίας πλανήτη
        Τώρα, που στείλατε νερό,  φωτιά,  τρανά σας δείγματα της άφατης φροντίδας,

        Κατέχω τώρα κι οδηγώ τα δυο της ύπαρξης στοιχιά,  τις δύο υποστάσεις.
        Του πύρινου ο τεχνουργός και του υγρού ο Κύρης,  εδούλωσα,  κατέχω τα...
        Θωρώ φωτιά κι αγάλλομαι,  ρουφώ νερό και στέργω...
        Μα  στον κατρέφτη του νερού  θωρώ με μοναχό μου...
620. Το τρίτο δώρο, τ' ακριβό της ζήσης μαργαρίτη, του Άντρα του απολείπει...
         Ζητώ γυναίκας τη θωριά,  ζητώ σας ταίρι μου άφταστο,  ζητώ τ' άλλο μισό μου...
         Ζητώ σας συντρόφισσα, να γενώ Ένας πάλι..."

         Και φθέγγοντας τα λόγι' αυτά,  του Άντρα η δύναμη θεριεύει...
         Κι αγριρέμα χύνεται,  τα σωθικά το κύματα φουσκώνουν...
         Μες στο μυαλό σωριάζονται,  γκρεμίζουνε το φράγμα...
         Οι αφρισμένοι φθόγγοι του ξεσκίζουν τον αιθέρα:

         "Ζητάω τ' ακατέργαστο,  τ' ασύνετο,  το πάνσοφο πετράδι,
          Μπρος - πίσω η σκέψη μόφερε της φαντασιάς εικόνα...
630.   Σα θάρρεψα πως γένηκα ο μόνος παντογνώστης...
          Και για ποινή μου τώρα,  να !   Μονάχος μου προβαίνω
          Στης εξορίας το μακρινό,   τον άχαρο πλανήτη...
          Χωρίς γυναίκας τη σκιά,   γλυκιάς γυναίκας κατευόδι...
          Χωρίς αυτήν η ζήση μου,  άνυδρος καταρράχτης...
          Πούναι τα βράχια του ξερά, κρανία ξασπρισμένα...
          Χωρίς αυτήν ο βίος μου,  φλόγα που αργοπεθαίνει,
          Πυρσός νεκρός,  κατάμαυρος,  της νύχτας μου τ' αδέρφι...
          Πάρτε το πίσω το νερό !   Πίσω και τη φωτιά σας !
          Αν ίσως,  καρδιοκτόνοι εσείς,  δε δώστε μου γυναίκα...
          Κι αν προσβολή το πάρετε,  το θράσος μου ετούτο,
          Να ξέρετε Γεννήτορες,  του Νου μου και της σάρκας,
          Το θράσος σεις μου δώσατε, μαζί με τ' άλλα πάθια...
          Το Νου μου σεις φορτώσατε, αν τώρα παραλέω..."
          Είπε και ξεκαθάρισε...   Πίσω δεν πήρε λεξη...

          Στον πικροβόγγο της καρδιάς   ο Ουρανός ξανοίγει,
          Τ' αστέρια τρεμουλιάζοντας,   το μέγα μήνυμα γροικούν...
          Των κόσμων  οι Πραματευτές  το βγάνουν στο σεργιάνι
          Μες στα σεντούκια τ' ακριβά,  πραμάτεια στις κυράδες,
          Να την πουλήσουν ακριβά, χωρίς φτηνά παζάρια...
650.   Γιατί στα παζαρέματα θαμπώνει το διαμάντι...
          Σκύφτοντας την περήφανη, την κεφαλή ο Άντρας, του Λόγου τ' ακριβό
          σεντούκι...
          Προσμένει με απαντοχή των Κύριων του Σύμπατος  το κοφτερό πελέκι
          Γιατί μικρός κι αδύναμος κι ο πόθος του ηχεί σαν αμαρτία...
          Είναι αργά τα λόγια του,  πίσω να πάρει τώρα,  μα ούτε και το στέργει...
          Νογάει μέγιστο κακό εκείνα πούπε ν' αναιρέσει...
          Τι  οι Κύριοι του Άπαντου μικρόψυχο το κρίνουν το μπρος - πίσω...
          Κι ασήκωτο λιθάρι στην ψυχή ο κολασμός της ελαφριάς διχογνωμιάς...
          Επήρανε την πρόσκληση Εκείνοι, στ' ασύνορο του Σύμπαντος το λίκνο
          αχνογερτοί,
          Σ' αόρατων βασίλειων τους θρόνους,  στις άσπιλες φωτοκαθίστρες...

660.   Στη λάμψη μιας ψυχαστραπής στο βροντερό το μουγκρητό της Γνώσης,
          Βγάζουνε την απόφαση της μοίρας του Άνθρωπου...
          Μέσα στο φέγγος του αχνού,  που σφίγγει στη αγκάλη του τα όντα,
          Τ' άϋλο χέρι απλώνεται αγγιχτό,  στο χέρι του Άνθρώπου,
          Και μπρος στα πόδια του ακουμπά λουλούδι ασπροφλογάτο...
          Τ' Ανθοπετάλια κάτασπρα κι ο ύπερος θαλασσινή πορφύρα,
          Ο μίσχος,  φιδογυριστός χορός,  μούσκιο καφτό το ακρορίζι...
          Ζαλάδα γλυκορούφηχτη ο ανασεμός,  και θεϊκοί χρωματισμοί την όψη !
          Απόδειπνου ηλιοπερεχυτού τα βλοημένα σήμαντρ' αντηχούνε...
          Μπρος στον ανθό,   Ο Άντρας αυτός εκστατικός  διπλώνει, γονατίζει,
670.   Στο ξέμακρο αντιχτυπούν πνιγμένοι βόγγοι των θεριών...
          Καψώνει του το πρόσωπο η ανάσα της φωτιάς του...
          Και με τραγούδια σβήνουνε ρυάκια στα ρουμάνια...
          Σίμωσ' η ώρα του άπαντου  κι ο χρόνος σταματάει...

          Ο Άντρας μπρουμητιάζεται και των ματιών οι όψεις υγροτόπια,
          Με το ακροδέρμα των χειλιών προσκύνημ' αποθέτει στον ανθό,
          Σφιχτές γροθιές τα χέρια του,   κύμβαλο η καρδιά του,
          Κι είναι βαριά τα στήθα του γρανιτοπλακωμένα...
          Ο πόθος του αργοκυλά,   δρωτάρι αρμύρας στο λαιμό του...
          Κάνει τον τρόμο δύναμη,   το βλέμμα του ορθανοίγει,
680.   Γέρνει τη μαύρη κεφαλή τ' ανθί για ν' αντικρύσει...
          Το λούλουδο εχάθηκε !   Σκιρτάει ο Νους του Άντρα !
          Κι είναι το πρώτο σκίρτημα της σκέψης και της σάρκας !
          Σαν ανταμώνει ο Δαμαστής την Ακριβή Γυναίκα !

          Εκείνη, των ονείρων του την άφταστη, κυματιστή την αυταπάτη !
          Το θροϊσμα το εφτάπεπλο στων πέντε του αιστήσεων τον άκρατο σπασμό !
          Εκείνη,  πούγλυφε απαλά κούπας χρυσής το στόμιο,  με υγραμένη γλώσσα !
          Κι αργά χυνόταν το πιοτί με γιορτινό μουρμουρητό στο ανθεστήρι μέσα...
          Εκείνη, φλόγα κορμοτυλιχτή, σε θρύλων ερωτιάρικους ταχυρρυθμούς !
          Πούκαιγε, ταξιδιάρισσα,  στο παγωμένο το κορμί θεόχτιστου νεφρίτη !
690.   Νερό !  Φωτιά !  Γη !  Ουρανός και Χώμα !  Φως των πεφωτισμένων !

          Φωτιά !   Νερό !   Γη  κι  Ουρανός !  Στο Ένα !  Της φαντασίας φόνισσα
          υφάντρα !
          Εκείνη, που ετσάκισε των νοητών ιδανικών τα κάστρα 'πο γρανίτη !
          Εκείνη, που πορπάτησε στους φοβερούς λαβύρινθούς στους τόπους του
          κρανίου !
          Φάσμα της άπιαστης του Νου,  της θείας λαγνουργίας !
          Πλάσμα της άπιστης του Νου,  της θείας μυσταγωγίας !
          Χερόπιασμα πόθων κρυφών,   του Έρωτα το υπέργειο εργαστήρι !
          Νέε, πρωτόπλαστε λυγμέ,   πρωτόσκαστο αχνογέλι...

          Στηλώνεται ο Κυνηγός...   Του δίνει αντιγυριστά την πρώτη την ματιά της...
          Τα χείλια μισανοίγουνε,  οι γλώσσες παταρίζουν  και  τρεμοσβήνει η φωτιά...
          Πάνω στα  δόντια γράφονται ρυθμοί χαμένων στίχων πεπρωμένων,
          Τα χερι' απλώνονται δειλά ν' αγγίξουνε τους σάρκινους ναού,
          Εκεί, στο φρύδι του βουνού, την πρώτ' η νύχτα λειτουργιά στέλνει ως
          τα Ουράνια...


"Από το βιβλίο "Η Λεζάντα της Ζωής"  μία έμμετρη καταγραφή της φαντασίας για την "Δημιουργία"  του Β. Ι. Βερνάρδου, το έργο δεν έχει εκδοθεί.  



  Scholeio.com 

Δεν υπάρχουν σχόλια: