Κοσμογονία 7ο, Τρεις Δυνάμεις I




ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ  I   - πράξη 7η

703. Μικρό θρονί, παίρνω σκαμνί και τις ξεκούρντιστες τις μνήμες μου κιθάρες,
        Εγώ ! Των θρύλων των παλιών, των ροζιασμένων τραγουδιών ο μενεστρέλος,
        Που αγναντεύω σκεφτικός του Άνθρώπου την τρομερή, την άρατη πορεία...
        Στα μονοπάτια της φωτιάς, στους δρόμους τους υγρούς, τους μουσκιωμένους,
        Μέσ' από βλέμμα θηλυκιάς, μιας λιόντισσας, μιας δράκαινας, μιας μικροπριγκηπέσας,
        Που απ΄το πυργί της δύναμης του Άντρα τα παλαίματα περιγελά...
        Και στη χλωμάδα του μικρού αποσπαρίτη τον ξαποσταίνει, λόγια τρυφερά...

710. Θέλω να κάτσω να σας πω, στων χρόνων τα υπόγεια βουτηγμένος,
        Αυτά που γένηκαν μετά... Όταν ο Άντρας θάρρεψε διαφεντευτής πως είναι...
        Τάχατες κείνος κυβερνά τα φοβερά των Κύριων τα δώρα...
         Νερό,   Γυναίκα και   Φωτιά, που αντιμάχονταν στο φτωχό της εξορίας πλανήτη.
         Μακριά απ' τα κέντρα του Φωτός, που υφαίνανε τη Γνώσης τους ιστούς,
         Μακριά απ΄τις μήτρες -  Κύριους, που ξεγεννάν ατέρμονες δονήσεις,
         Και κάθε δόνηση ρυθμός, του νέου Γαλαξία τις ανάσες να ρυθμίζει...
         Τούτα κι εκείνα τ' αγνοούν, κι η έπαρση τους κυβερνά, του Νου τους η οδηγήτρα,
         Τους άνθρωπους...  που θάρρεψαν μοναδικοί πως είναι,
         Μοναχικοί ταξιδευτές των υπερκόσμιων δρόμων...
720.  Και τώρ' αλαζονεύονται, ρουφώντας με ηδονή χρυσοπραμάτειες,
         Και τώρα κανακεύονται, κλωσσώντας τα πιτσιλωτά τ' αυγά του φθόνου,
         Σκάβουν βαθιούς τους χάντακες και μέσα 'κει τη ζήλεια τους σωρεύουν,
         Οι ανόητοι...  Που τράνεψαν και γένηκαν του μίσους θεριστάδες...
         Με λύσσ' αντιπαλεύουνε, να κουρελιάσουν το πανί της Αρμονίας...

         Γυρίζω πίσω τον καιρό !     Και τραγουδώ τα δρώμενα της Μεσοχώρας,
         Του Άντρα το βασίλειο !   Που κάτεχε τους τρεις, τους ακριβούς συντρόφους...

         Είχε νερό, της όψης του τον κρύσταλλο κατρέφτη της απάτης,
         Που τούσβηνε τη δίψα του, με κατρακύλα δεοσερή γλύστραγε στο λαρύγγι,
         Πούκανε να θεριεύουν, ν' αποζητούνε τα ψηλά, τα δεντρολούλουδά του,

730.  Είχε φωτιά, και κάτεχε του αναπαμού τον σύντροφο, τον θερμοδότη,
         Της δύναμης και του χαμού τ' ανίκητο καφτό φλογολεπίδι.
         Φωτιά !    Της μαύρης νύχτας διαλυτή, της μέρας καντηλέρι,
         Να φτύνει ανάσες πύρινες, τα λόγια της ελπίδας που χαράζουν
         Πάνω στο στέρνο το πλατύ, στου βράχου πάνω το παλιό βιβλίο,
         Που ιστοράει τους καϋμούς των χρόνων περασμένων...
         Που καίει τ' αμαρτήματα και της ντροπής το έκτρωμα σκορπίζει,
         Μαζί με στάχτες φτέρουγες, που σβήνονται στης μνήμης το κελάρι...

         Γυναίκα είχε ο Δαμαστής αστεροφώς κι αστροφεγγιά στο Νου του,
         Των σκοτεινών των σκέψεων πυρσό, των ίσκιων τη γεννήτρα..
740.  Γιατί χωρίς τους ίσκιους μας, που γνέφουνε στου τρόμου μας τον ίσκιο,
         Που συντροφεύουνε πιστά του θράσους την ανθρώπινη την κάμα,
         Ανύπαρχτος ο άνθρωπος...  Σβουρίζει μεσ' στις δίνες των ελπίδων...
         Ατός του ελπιδοφονιάς...  Απόκοσμη του πάθους μαριονέττα...

        Γυναίκα !  Σάρκα ροδαλή !  Στη σάρκα του αγκάθι δολερό, και τεχνουργό καμίνι,
        Το βλέφαρο πλανεύτρα υποταγή, και τα βυζιά βουνοκορφές, βελούδα !
        Ν' αναρριχιέται ο Δαμαστής, να ξεδιψάει γλύφοντας τη ρώγα του βελούδου !
        Το βλέμμα της ραβδί χρυσό, μιας τύραννης αφέντισσας βουκέντρα παγωμένη...

750. Κι Εκείνος...  Ταύρος ζήτουλας, να σκίζει με το υνί το καρπερό χωράφι...
        Να ξεθρασαίνει ο Άρχοντας, στον μακρινό της ουτοπίας πλανήτη...
        Και να πετάει τη Φωτιά, της γλωσσολάγνας πόρνης γητευτής - βασάλος...
        Και να δαμάζει το Νερό, το υγρό κορμί του θάβοντας γουλιές στο λάρυγγα του ...
        Και να μερώνει Εκείνηνε, τ' απύθμενου μυαλού το άπατο ρουφηχτήρι...
        Όπως...  Αφέντης, βασιλιάς, στο μάλαμα του θρόνου θρονιασμένος,
        Κι ολόγυρα του μπιστικοί, χαραδρωμένα πρόσωπα στις μάχες χαροκόπων,
        Που φτύνουνε τις συμβουλές, της πείρας τους τη βρόμικη γαργάρα...
        Και γαργαρίζουνε θεσμούς, των παρωπίδων τους κανόνες της σοφίας...
        Κι ο άρχοντας βαρυγκομά κι αποκοιμιέται στου χρυσού την κουνουπιέρα...
760. Αυτό 'ναι το αλαζονικό, της πολεμίστρας χώρας το περήφανο πρωτάτο...
        Που απαξιώνει τον οχτρό, τον κάνει στάχτη, τον σκορπάει...
        Κι ο βασιλιάς της Λιονταρής !  Τα νύχια του τα άπληστα, μ' όνειρα τ' ακονίζει...
        .... Έτσι κι ο Άντρας - Δαμαστής ποθεί τον κόσμο του, τον δανεικό να διαφεντέψει,
        Τους, νέους, τους πρωτόδοτους, τους θησαυρούς, τα δώρα τα μοναδικά...
        Όμως αλλιώς τα εργάζονταν κι αλλιώτικα διαστρέψαν τα σημάδια...
        Γιατί σαν παίρνεις σιγουριά από εκείνους που θαρρείς τους δούλους,
        Και ξαπατάς την κρίση σου κι η δύναμη τους σε γελά, τους κρένεις τιποτένιους,
        Κι απολαμβάνεις το θρονί, από της δύναμης τις μάσκες γελασμένος,
        Δεν ξέρεις τ' άλλο χάραμα, ξημερωμένο θα σε βρει στο θρόνο ριζωμένο...

770. Πήρε ζωή το άχρωμο Νερό και λάβα μες στον πορφυρό θυμό του,
        Ορθώνεται ομπρός στου Δαμαστή στην τρομαγμένη όψη
        Στρουφογυρνώντας ρέματα, γεννώντας περηφάνειας καταρράχτες,
        Το υγρό, πελώριο κύμα του κορμί, τάφρος και καστροτείχι,
        Που πάνω του τσακίζονται τα κόκαλα γενναίων...
        Που καταπίνει την αντρειά, ρουφάει τους αλαζόνες,
        Βγάνει βραχνή σπηλιοκραυγή, λουφάζει στο ουρλιαχτό του ο πλανήτης...
        Όπως συννεφοσύναξη στων ουρανών τους δρόμους σαν καλπάζει
        Και της βροντής οι σάλπιγγες της καταιγίδας μάνητες σαλπίζουν,
        Και το κατόπι κεραυνοί, του πόνου βόοι και οιμωγές, ψυχών που υποφέρουν...
780. Ψυχές που αλητεύουνε στις ζοφερές κοιλάδες του Αιθέρα...
        Έτσι μιλάει το Νερό και λύνεται τρομάζοντας του Δαμαστή το πνέμα:

        Άνθρωπε, είμαι το νερό, σκλάβος πιστός...  είμαι κι Αφέντης,  ξέρε...
        Δούλος πιστός, που σβήνω σου στα σωθικά τη δίψα,
        Δούλος πιστός,  θεριεύω σου τις ρίζες,  τα σπαρτά σου,
        Δούλος πιστός,    χαράζω σου πρωτόγνωρες πορείες στον πλανήτη,
        Δούλος πιστός, και πνίγω τες τις σαρκοφάγες φλόγες,
        Σαν και τολμήσουν,    φιδωτές, να γλύψουν το κορμί σου,
        Σα χαϊδεύουνε σούρτα της θεοσφράγιστης Γυναίκας σου τη σάρκα...
        Αφέντης είμαι φοβερός !   Το βιος σου αφανίζω άμα το στέρξω,
790. Αφέντης είμαι !  Πνίγω σε και χάνω σε μες στην υγρή μου αγκάλη
        Αφέντης είμαι !  Σ' οδηγώ,  σα θάλασσα σα ποταμός,  στα πέρατα της γης σου
        Νάβρεις τις χώρες του Βορρά και του Νοτιά τις μουσκεμένες χώρες,
        Νάβρεις στη Δύση τα προικιά,    κι Ανατολής πλανεύτρας τα καλούδια...
        Εγώ σου βρέχω το κορμί και το κορμί σου  'γώ  'μαι !    Δάκρυο,  αίμα...
        Εγώ με τα τραγούδια μου,    τις νύχτες σου τις σάρκινες χαϊδεύω
        Σα γέρνεις με το λιόγερμα,  στης θηλυκιάς σου τη φωλιά να ξαποστάσεις
        Σαν έρχεσαι,  ω Κυνηγέ,  να συλλαβίσεις λόγους περηφάνειας,
        Να δείχνεις σέβας Δαμαστή...  Και πρώτο σου μηνάω να με βάνεις,
        Μέσ'  στου Νου  σου το θρονί,  στης μνήμης το βαθύσκιωτο,
800. Πιο δυνατό απ' τη φωτιά, και το πιο υγρό απ΄της Γυναίκας το φιλί,
        Σαν τρέχω απάνω σου καφτό,  τρώγε και ροκανίζω σου το κρέας,
        Και σαν γλυστρώ στον κόρφο σου,   Γυναίκας ή απαλάμη λες σ' αγγίζει...
        Και να το ξέρουν,  μήνα τους,   Εγώ είμαι πάνω στη σειρά το Πρώτο...
        Κι η μάνητά μου θύελλας καρφιά,  η οργή μου ο μέγας χαλασμός τους...

        Είπε κι ευτύς,   σκλάβος πιστός,   κατρακυλάει χαϊδευτά
        Στου Άντρα του αμίλητου τ' ατσάλινα ποδάρια...
        Δειλό ρυάκι, ταπεινό, κι ο ψίθυρος του χάνεται τραγουδιστά...
        Τρομάζει Κείνος...  Το σύγκορμο το τρέμουλο τον οδηγά στο σπήλιο,
        'Κει νάβρει καταφύγι του ο Νους,  απ' της φωτιάς το χάδι το υπνωμένο...
810.  Διπλώνεται στης θράκας μπρος το κόρφο,  το στόμα πυρωμένο...
         Στο βάθος,  ήρεμη πνοή,  τον ύπνο της Γυναίκας συντροφεύει,
         Ρίχτει και τρέφει τη Φωτιά,  με δέντρου ξεραμένου τα κλωνάρια,
         Βυθίζεται στη σκέψη του, τα ορθόκοφτα τα λόγια του Νερού θυμώντας,
         Φουντών' γλώσσα της Φωτιάς  κι οι πυρωμένες φλόγες τονε σκιάζουν !
         Πέπλα κιτρινοπόρφυρα !   Το χάδι τους θανατικό,  οι σπίθες άγριες ματιές !
         Στο ανάδεμα των πέπλων του,  το πύρινο στοιχείο ζωντανεύει !
         Κι απ' το καμίνι του πυρός,   βαθιά φωνή,  λαρυγγωτή,  μουγκράει και γροικιέται:

        'Άνθρωπε, είμαι η φωτιά! Σκλάβος πιστός...  είμαι κι Αφέντης, ξέρε...
         Δούλος πιστός, που ανάβω σου, θερμαίνω το κορμί σου σαν ριγά...
820.  Δούλος πιστός,  των αγριμιών,  για να χαρείς,  εγώ τη σάρκα καίω τηνε,
         Δούλος πιστός,  που λυώνω σου τα μπρούτζινα λιθάρια,  νάχεις όπλα,
         Δούλος πιστός,  χαράζω σου,  τα καρπερά χωράφια της σποράς σου,
         Δούλος πιστός,   που στου πυρσού την κεφαλή, τ' αγρίμια εγώ τα σκιάζω,
         Δούλος πιστός,  που λιάζω σου,  τ' ανήλιαγο,  το σκοτεινό σου σπήλιο,
         Σε κάθε πρόσταγμα σκυφτός,  με υποταγή προσφέρω την καρδιά,
         Και στους παλμούς της σάρκας σου,  τη θηλυκιά στον πόθο συντροφεύω...

         Αφέντης είμαι φοβερός ! Στο διάβα μου τα πάντα καταπίνω...
         Αφέντης είμαι !  καίω σε και το κορμί σου το σκορπώ στάχτες στα πεντανέμια...
         Αφέντης είμαι !    Σου ρουφώ,  της ποταπής σου ύπαρξης την ύστερη ανάσα...
830.  Αφέντης είμαι !  Δαμαστής ! Της φύσης Δράκος, Όλεθρος,  Καταστροφέας...
         Αφέντης είμαι !   Χάνω σου το βιος,  ξωπίσω μου το έχει σου ρημάδι...
         Αφέντης είμαι !  Των οχτρων σκορπάω δειλιασμένα τα φουσάτα...
         Μ' εμένανε κυρίαρχος !  Της Δύσης,  της Ανατολής ο καπιτάνος...
         Κι απ' το Βοριά ως το Νοτιά,  θα υψώνω φλάμπουρο άσβηστο τη μέγα δύναμή σου...

         Σε κάνω τον Κυρίαρχο !  Τον πρωτομάστορα της Γης,  τον τεχνουργό Αφέντη...
         Και σ' ανεβάζω στο θρονί του Ρήγα του ανίκητου,  του Αρχοντα της φλόγας...
         Πιο δυνατός απ' το Νερό,  κι απ' τη Γυναίκα πιο καφτός...  Το νου σου !
         Το άγγιγμα μου είναι ζωή,  ξολοθρεμός συνάμα κι εφιάλτης...
         Η γλώσσα μου απαλόχαδο,  κι ατσάλινο λεπίδι πυρωμένο...
840.  Η φλόγα μου στη σκέψη σου, έμπνευση θεία και βλαστήμια...
         Να τους μηνύσεις τ' όρντινο, πως είμ' Εγώ ο Πρώτος !
         Νερό,  Γυναίκα,  πίσωθε...  Δούλοι στο πρόσταγμα μου...
         Κι η μάνητα μου, θάνατος...  η οργή μου,  χαλασμός τους..."
         Είπε κι ευτύς, σκλάβος πιστός,  του Άντρα τα ποδάρια χαϊδεύει...
         Κι ως την καρδιά η θέρμη της...  Τ' απαλοχάδι της  Φωτιάς περκάλι...
         Πνίγει του τρόμου βογγητό,  ο Δαμαστής καρφώνοντας το μάτι,
         Τεντών' αυτί,  ν' αφουγκραστεί,  το βραχνολάλημα τ' ανήμερου θεριού.
         Μα η Φωτιά εσίγησε...  Μόνε δυο σπίθες ξεκίνησαν το μουρμούρι...

850.  Πάνω στο στήθος το φαρδύ, γέρνει, πικρή φιγούρα, το κεφάλι...
         Σφιχτοκλειστά τα μάτια του...  κι ο Νους, ο ιδεοδότης, ορφανός..
         Να ξεθαμπώσει αγκομαχά, της σκέψης τη μακρόσυρτη θολούρα...
         Ανήμπορα τα κύτταρα,  ν' αδράξουνε μια φωτεινή,  μια σύμμετρη ιδέα...
         Που να ξηγάει παρευτύς,  πως γένηκε την κεφαλή οι δούλοι να ορθώσουν...
         Οι δυο του υποταχτικοί,  των Κύριων του Σύμπαντος τ' ατίμητα ρεγάλα...
         Πώς του μηνύσαν σεβασμό...   Την έπαρση του Άνθρωπου, πώς την ποδοπατήσαν...
         Πώς μάτωσάν του την καρδιά,  πώς θρυμματίσανε μεμιάς την περηφάνεια...
         Κι αν την αλήθεια φτύσανε ;  Αν τίποτα δεν είναι δίχως τούτα ;
         Γιατί ξεθαρρεύεται,  Αφέντης,  τάχα,  στιβαρός και Ρήγας του πλανήτη ;
         Στιγμές να ονειρεύεται,  που τονε θρέφουν τη νυχτιά,  με την αυγή λακίζουν;

860.  Κι έτσι όπως εκάθουνταν και ύφαινε συφοριασμένων σκέψεων ιστούς,
         Ακούει τ' ανακλάδισμα από τους ίσκιους τους βαθιούς του σπήλιου.
         Εξύπνησε το ταίρι του...  Στο τέντωμα οι αρμοί της τραγουδούσαν...
         Σηκώθηκε και πρόβαλε, ν' αντιφεγγίζει η φωτιά 'πα στο γυμνό κορμί της...
         Της σάρκας χαλκοτέχνημα...   Πάνω στα χείλια δυο σταγόνες χαμόγελο...
         Και άθελα τ' αρσενικού σκιρτούν τα σωθικά στ' αντίκρυσμά της...
         Της όμορφης συντρόφισσας...  Τα στήθια ώριμοι καρποί, ο κόρφος της μποστάνι...
         Σιμώνει, δίπλα κούρνιασε, την απαλάμη του αρπά μέσα στην απαλάμη,
         Κι είναι το δέρμα τ' απαλό στο χέρι του αδούλευτο μετάξι.
         Σαν το μετάξι πούφερναν της τύχης και του χρόνου οι εμπόροι
870.  Και τ' απλώναν γονατιστοί, στα πόδια των κυράδων το απιθώναν,
         Και 'κείνες με το γέλιο τους να ξεσηκώνουν αιστήσες, πόθους και φαντασίες...
         Τηνε κυττάζει απόμακρος...  Κι αν η ψυχή της πεθυμά ερωτικό παιχνίδι,
         Ανήμπορος να παίξει το ...  Η ώρα είναι δύσκολη κι οι αιστήσεις θολωμένες...
         Τότ' η Γυναίκα σφίγγει του το χέρι τ' ατσαλένιο, λες και ζητάει προσοχή,
         Ανακαθίζει ο Κυνηγός, τις όψεις της καρφώνει και την προστάζει νεύοντας...
         Κι Εκείνη φέρνει δύναμη και πιότερο την απαλάμη σφίγγει...
         Και τούδειχν' έτσι πράττοντας,  μια βούληση ακατάλυπτη που κύλαγε στη φλέβα...
         Και το αίμα ταξιδεύοντας,  μ' απόφαση την έστελνε ως τ' άκρα κύτταρά της...
         Και στο μυαλό της κόχλαζαν του θηλυκού του Νου οι ακριβόκορες σκέψεις...
880.  Εκείνες που θα χάραζαν αδρό το πέρασμά της, πάνω στης Γης τ' αυριανά...
         Πετάρισ' απ' το στόμα της λαλιά,  που χάϊδεψε,  αύρα γλυκειά,  του Άντρα
         τις αιστήσεις.
         Έτοιμες να καλμάρουν το θυμό και την ορθόκριτη φωνή εντός του να συγχύσουν:
         "Είσ' ο Αφέντης,   Άντρας μου,  κι εσύ που μούδωσες πνοή,   μπορείς και να
          την πάρεις,
         Τι εγώ ανήμπορη να ζω χωρίς Εσύ να πεθυμάς δίπλα να με κατέχεις...
          Ίσκιος πισ' απ' τον ίσκιο σου,  ζώο πιστό σαν κυνηγάς,  να φέρεις την τροφή μας...
          Και σαν στον ύπνο αποζητάς του μόχθου ένα ξαπόσταμα γλυκό στην αγκαλιά μου...
          Η αγκαλιά μου λίκνο σου,   το χάδι μου νανούρισμα μες του μυαλού τα βάθη...
          Και το κορμί μου στα όνειρα,  καφτή φωτιά στα μέλη σου ν' ανάβει...
          Κι από τα χείλη το φιλί στο στόμα σου,  κρυστάλλινη πηγή να ξεδιψάσεις...
890.  Τόσο τρανή η αγάπη μου, και τόσο με κατέχεις, εντός μου Αφέντη ακριβέ...
         Και άλλο τόσο ακόμα...  Αν το προστάξεις παρευτύς και αν το πεθυμήσεις...
         Δίχως εσέ,  θάμουν λωτός,  στο φρύδι πάνω του βουνού,  άχρηστος,  πεθαμένος...
         Και άγγιγμα σου,  Δαμαστή,  Γυναίκας μούδωσε κορμί,  ο ανθός μου ανθισμένος...
         Να σε μεθάει μ' ευωδιές,  να μου τρυγάς των πετάλων το τρυφερό βελούδο...
         Γι αυτό κι εγώ σ' ευχαριστώ...   Το ευχαριστώ μου δίνω σου,   δίπλα σου καθισμένη...
         Κι άκουσε απ' της Γυναίκας σου,  τα λόγια, καρδιάς ολόθερμους συλλαβισμούς...
         Δεν είχα ύπνο ήρεμο κι η σάρκα μου εζήταε της σάρκας σου το άγγιγμα καφτό...
         Και αγωνία μ' έδερνε πότε θε νάρθεις να γευτείς τη φλόγα του κορμιού μου...
         Όταν υψώθη το Νερό,  υψώθη κι η Φωτιά μας,  πήραν ανθρώπινη λαλιά και είπαν...
900.  Κι εσένα, τον Κυρίαρχο, μ' άσκεφτες φράσεις, ποταπές, ντροπή σε πλημμυρίζαν...
         Εσένα,  τον περήφανανο,  τον άτρομο τον Κυνηγό,  του κόσμου ετούτου τον Αφέντη...
         Εσένα, που στη φούχτα σου,  θλίβεις και σπας ενός Νερού το τιποτένιο σώμα...
         Σ' εσένα,  πούναι μπορετό να πυρπολήσεις της Φωτιάς το άσαρκό της σώμα...
         Εσένα, που εδάμασες του ποταμού το ρέμα τ' αγριεμένο...
         Εσένα,  πούσβηνες φωτιές,  σαν έσφιγγες στα μπράτσα σου το πύρινο κορμί μου...
         Ποιοι θάρρεψαν πως έγιναν ;  Και πώς τολμήσαν να ορθώσουν το κεφάλι...
         Σ' εσένανε,  τη μόνη κεφαλή,  όπου κλωσσάει και γεννά του κόσμου τις ιδέες ;
         Εσύ,  που με τα χέρια σου,  κάνεις αυτόν,  τον ταπεινό της εξορίας πλανήτη,
         Κέντρο των κόσμων να γενεί...  Κι ακοίμητος φρουρός των πεπρωμένων...
910.  Και τον υψώνουμε κι οι δυο, εγώ...  ίσκιος αμίλητος στο εύρωστο πλευρό σου...
         Έτσι με ξόρκια γνώμης μάγισσας,  τον Άντρα εκστασίαζε η φτερωτή Γυναίκα...
         Του φούσκωνε τα στήθια του,  και την καρδιά του όπλιζε με κοφτερά λεπίδια...
         Όπως λεπίδι ατσάλινο,  αποχωρίζει απ' το κορμί της γνώσης την κορώνα...
         Και το κορμί στου θάνατου,  μέσα στους ύστερους σπασμούς, κινάει για το βασίλειο...
         Και το κεφάλι του γλυστρά,  γνώση νεκρή κι απόμακρη,  στων τάρταρων τον κόσμο...
         Έτσι οι λεπίδες της καρδιάς χωρίσανε την Κρίση απ' το μυαλό του...
         Την έρριξε παραπέρα...  στ' αποκαΐδια της φωτιάς στερνό αποκαΐδι...
         Το χέρι της τον έδεσε... και το κορμί της το γυμνό του τύφλωσε την όψη...
         Κι Εκείνη τ' όρθωσε στητό,  κι απ' τους πόρους της ερωτικό ποτάμι...
920.  Κι από τα μάτια λίμνες της,  η φλύαρή της σιωπή τον Άντρα να μαγεύει...
         Και η μαγεί' απλώθηκε, αντάρα πες, στων σκέψεων το απόμακρο εργαστήρι,
         Σαν την ομίχλη την πηχτή,  που ξαπατά τα βήματα του τάλαινα οδοιπόρου...
         Τον βγάνει από τον δρόμο του,  σε μονοπάτι ζοφερό σοφά τον ξεστρατίζει...
         Και 'κείνος χάνει τους ρυθμούς της όμορφης,  της σύμμετρης πορείας...
         Βογγά,  περιδινίζεται, όπως αδέξιος χορευτής ψάχτει τα βήματα του...
         Θαμπώθηκε,  ανταριάστηκε,  τα μούσκουλα της νόησης μαράθηκαν και σπάσαν...
         Κι από το φράχτη των δοντιών, πετάρισαν οι άσκεφτες, οι φτερωτές κουβέντες:
        "Τί να το κάνω το Νερό,  σαν τους χυμούς γεύομαι,  Γυναίκα ονειρεμένη ;
        Τί να την κάνω την Φωτιά,  όταν το άγιο σου κορμί,  εστία με θερμαίνει ;
930. Τί να το Νερό, όταν ρουφάω τη ζωή απ' τ' αρμυρό δρωτάρι ;
        Τί να την κάνω την Φωτιά,  όταν αγγίζω σου κορμί,  ηφαίστειο ξυπνημένο ;
        Τί να το κάνω το Νερό,  σαν των χειλιών σου η πηγή τη δίψα μου χορταίνει ;
        Τί να την κάνω την Φωτιά,  όταν η φλόγα γλώσσα σου χαϊδεύει το κορμί μου ;
        Τί να το κάνω το Νερό,  σαν γλύφω από τα μάτια σου το δάκρυ σου,  τη λάβα ;
        Φωτιά,  Νερό,  είν' άχρηστα....  κι η δύναμή τους μερμηγκιού,  μπροστά
        εις τη δική σου...
        Εσύ μου δίνεις τη χαρά, εσύ την ευτυχία...
        Είσ' η φωτιά μου η άσβηστη, κι η αστέρευτη πηγή μου είσαι !
940. Χωρίς εσένα,  ο βασιλιάς,  ρήγας χωρίς βασίλειο...
        Χωρίς εσένα,  ο Κύριος,  Αφέντης δίχως στέμμα...
        Μ' εσένα πλάι μου Εγώ, ο Κύριος του κόσμου θα γενώ...
        Μ' έσενα δίπλα μου Εγώ...
        ... Όμως δεν πρόκανε τον λόγο τον κενό ο Άντρας ν' αποσώσει...


"Από το βιβλίο "Η Λεζάντα της Ζωής"  μία έμμετρη καταγραφή της φαντασίας για την "Δημιουργία"  του Β. Ι. Βερνάρδου, το έργο δεν έχει εκδοθεί. 




  Scholeio.com 

Δεν υπάρχουν σχόλια: