Νερούντα, Ψάξτε με εκεί που δεν είμαι





Pablo Nerouda


        Αγάπη

πως να γίνει, αγάπη μου, αγαπημένη μου

δεν ξέρω πως αγαπούν οι άλλοι

δεν ξέρω πως αγαπήθηκαν άλλοτε.

Εγώ σε κοιτάζω και σ' ερωτεύομαι

κι έτσι ζω, φυσικότατα ερωτευμένος.


Μ' αρέσεις κάθε βράδυ και πιο πολύ.

Άραγε που είναι; συνέχεια ρωτάω
αν λείψουν ένα λεπτό τα μάτια σου.
Πόσο αργεί! σκέφτομαι και σε πειράζει.
Νοιώθω φτωχός, θλιμμένος και ανόητος
και φτάνεις εσύ κι είσαι θύελλα
που φτερούγισε μέσ' απ' τις βερυκοκιές.

Γι' αυτό Σ' αγαπώ κι όχι γι αυτό.
Για τόσα πράγματα και τόσο λίγα.
 Έτσι πρέπει νάναι ο έρωτας,
μισόκλειστος και γενικός,
ξεχωριστός και τρομαχτικός,
ξεχωριστός και τρομαχτικός,
σημαιοστόλιστος και πενθοφορεμένος,
λουλουδιασμένος σαν τ' αστέρια
και δίχως μέτρα κι όρια σαν το φιλί.




          Ο Εχθρός

κάποιος εχθρός που είχα
λέτε να ζει ακόμα;
Ήταν ένας ισόβιος Βαραββάς
πάντα ένθερμος και μηχανορράφος.
Στεναχωριέμαι που δεν ακούω
τις μαύρες απειλές του
και τα ατελείωτα παράπονα του.

Συνεχώς πρέπει να παροτρύνω
για να μη παραμελήσει τα πυρά του,
θα μου άρεσε ένα νέο του βιβλίο
με συγλονιστικά επιχειρήματα.
Μόνο έτσι θα τελείωνε μια για πάντα μαζί μου.

Γιατί, τι θ' απογίνω χωρίς φαύλο;
Κανένας δε θα νοιάζεται για μένα.
Αυτό το συμφεροντολόγο υποκείμενο
με παραφύλαγε καθώς γεννιόμουνα
και μόλις πήγα να πάρω αναπνοή
έβαλε σκοπό να με ξεκάνει
ακολουθώντας με ύπουλα
σε γη και θάλασσα,
σε πρόζα και σε στίχο.

Με πείσμα αξιοθαύμαστο
κουβαλάει τα χρόνια του και τα δικά μου
και πάνω στην αλήτικη ψυχή του
κατάγραψε όλες τις αμαρτίες μου,
κι αυτές που έκανα
κι αυτές που δεν έκανα,
κι όσες δεν έχω στο νου μου να κάνω, 
και νάτος ο φτωχός ανθρωπάκος με τη λίστα του,
και το βαρύ του σάκκο
ν' ασχολείται μόνο με μένα
και με τις κακές μου πράξεις.
Αχ! Τι ανεπρόκοπος πλησίον!

Μ' αυτή την περίεργη εργασία
έγινε προαγωγός των απογόνων του
έκανε φριχτά χρέη
κι οι φύλακες τον έβαλαν στο μάτι
αλλά αυτός δεν φοβήθηκε:
Η υποχρέωση που ανέλαβε
ήταν πολύ σοβαρή,
γι αυτό γύριζε με το σάκκο του
σαν παράξενος καμπούρης
προφητεύοντας το χαμό μου
και τη σίγουρη κατάρρευσή μου.

Πιστούς οπαδούς του έκανε και τους γαμπρούς του
που τον ακολούθησαν στην ίδια γραμμή,
κι όση ώρα εκείνοι μάχονταν
εκείνος τρύπαγε τις τσέπες τους
αλλά σήμερα δεν τον ακούω.
Τι να συμβαίνει;

Απότομα σταματάει να σφυρίζει το καμάκι
και τα ολέθρια σαγόνια
κρατάνε μια πεπρωμένη σιωπή.

Γαμπροί του κροκόδειλου και Συ κροκόδειλε
σκουριασμένοι αστυνόμοι,
βρίσκομαι εδώ, ζωντανός
σε δράση και στο φως το λαμπερό.
Τι απέγιναν εκείνα τα δόντια;
Πως μπόρεσαν να μ' αφήσουν ήσυχο;
Αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή
να χυμήξουν στα περιοδικά
με πένσες, τανάλιες και μαχαίρια.
Σας παρακαλώ προσθέστε κι άλλα.
Εμπρός. Στη μάχη τα ταμπούρλα!

Αυτός ο ολέθριος εχθρός που είχα
τράβηξε τα πόδια του απ' το πιάτο
με σιωπή μοιραία!
Όμως εγώ είχα συνηθίσει πια
αυτή τη σκιά με τον εξοντωτικό φθόνο
και τα άγαρμπα, σαν πνιγμένου, δάχτυλά του.

Περιμένω να δω μήπως τον δουν και τον πιάσουν
να πίνει βενζίνη ή ξύδι
και να ανασταίνεται η μανία του
που δίχως αυτή, υποφέρω και χλωμιάζω 
και δεν μπορώ να φάω πέρδικες.



          Ασάλευτη Ώρα

θέλω να μη γνωρίζω τίποτα
και να μη ονειρεύομαι.
Μπορεί κανείς να με διδάξει να μην είμαι;
Μπορεί κανείς να με κάνει να ζω
χωρίς να συνεχίσω νάμαι ζωντανός;

Πώς συνεχίζει το νερό;
Ποιός είναι τάχα ο ουρανός των λιθαριών;
Ακίνητη, μέχρι να σταμτήσουν
οι αποδημίες το απόγειό τους
κι ύστερα να πετάξουν με τα βέλη τους
μέχρι το παγωμένο αρχιπέλαγος.
Ασάλευτη, με ζωή μυστική
σαν υποχθόνια πολιτεία
για να γλυστράν οι μέρες
σα στάλες αδέσμευτες,
τίποτα δεν καταστρέφεται κι ούτε πεθαίνει
μέχρι της ανάστασή μας
μέχρι που να γυρίσει με τα βήματα
της νεκρής άνοιξης
αυτού που βρισκόταν χαμένο,
τελείως ακίνητο,
και που τώρα ανεβαίνει από το μη είναι
για να γίνει ένα ολάνθιστο κλωνί.


          Η Κακή μου Ανατροφή

ποιός ξέρει τί είναι συμπεριφορά;
Ποιός ξέρει ποιο είναι το ποιό;
Ποιός ξέρει ποιό είναι το πως;

Πόσο ανέμελα και φυσικά είναι τα ψάρια!
Ποτέ δε μοιάζουν ξένα.
Στη θάλασσα βρίσκονται προσκαλεσμένα
κι ε΄ναι ντυμένα άψογα
χωρίς ούτε ένα λέπι περισσότερο
ή λιγότερο,
στολισμένα απ' το νερό.

Εγώ κάθε μέρα βάζω
όχι μονάχα το πόδι μου μέσ' στο πιάτο
αλλά και τους αγκώνες, τα νεφρά,
τη λύρα, την ψυχή, το δόρυ.

Δεν ξέρω τι να κάνω τα χέρια μου
και σκέφτηκα να τα παρατήσω κάπου.
Που θα βάλω όμως το δαχτυλίδι μου;
Τι φοβερή αβεβαιότητα!

Και μετά, δε γνωρίζω κανέναν.
Δε θυμάμαι κανένα επίθετο.
- Νομίζω ότι εσάς σας γνωρίζω.
Εσείς δεν είστε λαθρέμπορος;
Και σεις κυρία μου νομίζω ότι είσθε
η ερωμένη του μεθύστακα ποιητή
που δίχως σκοπό σεριάνιζε στις μαρκίζες, δεν είστε;
-  Πέταξε γιατί είχε φτερά.
-  Κι εσείς επιμένετε νάστε εδώ στη γη;
Θά 'θελα να την έχω ρίξει σαν ινδή χήρα
σε μια μεγάλη φωτιά,
δε θα μπορούσαμε να την καίγαμε τώρα;
Θα ταν απίθανο!

Κάποτε σε μια πρεσβεία
μια όμορφη μελαχροινή ερωτεύθηκα.
Όμως δεν ήθελε να γδυθεί εκεί,
εγώ όμως την προκάλεσα σκληρά:
-  Αγαλματένιο μου κορμί, είσαι τρελλή;
Πως μπορείς να γυρνάς με ρούχα;
Μ' έδιωξαν απαίσια κι απ' αυτήν
κι απ' άλλες συντροφιές.
Κι αν κατά λάθος έκανα πως πλησίαζα
έκλειναν  πόρτες και παράθυρα.

Αποφάσισα λοιπόν να πάω με τσιγγάνους,
με ταχυδακτυλουργούς,
με ναύτες δίχως πλοίο,
με ψαράδες δίχως ψάρια,
όλοι τους όμως είχαν κανονισμούς,
πρωτόκολλα ακατανίκητα,
κι η απαίσια ανατροφή μου
μού 'φερε άσχημες συνέπειες.

Κι έτσι τελικά δεν πάω κι ούτε έρχομαι,
δεν ντύνομαι κι ούτε κάθομαι γυμνός
πεταξα μακριά και πηρούνια
και κουτάλια και μαχαίρια.

Χαμογελώ μόνο στον εαυτό μου
δεν κάνω ερωτήσεις αδιάκριτες
όταν κάποιος με καλεί με μεγάλες τιμές 
σε δεξιώσεις,
στέλνω το κουστούμι μου, το καπέλο μου,
το πουκάμισό και τα παπούτσια μου,
αλλά κι ούτε έτσι ευχαριστιούνται:
ξέχασα να στείλω και τη γραβάτα μου!
και για να βγω απ' τις ανφιβολίες μου
αποφάσισα να ζήσω τίμια ζωή 
της πιο δραστήριας τεμπελιάς,
εξάγνισα τις προθέσεις μου,
έβγαινα για φαγητό μονάχος μου
κι έτσι σε λίγο απόμεινα μουγγός.

Και κοιμάμαι μόνος, χωρίς όρεξη
μην τυχόν κάνω λάθος δωμάτιο.

Σας αποχαιρετώ, μόλις έφτασα.
Καλώς σας βρίσκω, φεύγω βιαστικά.

Κι όταν σας χρειαστεί να με βρείτε
τώρα σας είναι εύκολο:
Ψάξτε με εκεί που δεν είμαι.
Κι όταν έχετε χρόνο για κουβέντα
τώρα ξέρετε:
μπορείτε να μιλάτε με τη φωτογραφία μου.


          Θάλασσα

έχω ανάγκη τη θάλασσα γιατί με διδάσκει,
δεν ξέρω αν μου δίνει μουσική η συνείδηση,


Δεν γνωρίζω αν είναι κύμα μονάχα, ή πλάσμα βαθύ,
ή μονάχα βραχνή φωνή,  ή θαμβωτική εικασία
ιχθύων και καραβιών.

Γεγονός είναι ότι και κοιμισμένος ακόμα
με κάποιο μαγνητικό τρόπο
κυκλοφορώ
στην παγκοσμιότητα των κυμάτων.

Δεν είναι μονάχα τ' άλλοιωμένα κοχύλια,
σα ν ανάγγελνε κάποιο αργό θάνατο
τρεμουλιάρης πλανήτης,
όχι, με τη λεπτομέρεια ανοικοδομώ την ημέρα,
με μια ριπή αλατιού το σταλακτίτη,
και με μια κουταλιά τον άπειρο θεό.

Διατηρώ ό,τι με δίδαξε.
Τον αγέρα, τον αδιάκοπο άνεμο, το νερό και την άμμο.
Μοιάζει ελάχιστο για τον νέο
που' ρθε εδώ να ζήσει με τις πυρκαγιές του,

αυτός ο παλμός όμως που κατερχόταν
κι ανέβαινε στην άβυσσο του,
το ψύχος του γαλάζιου που κροτάλιζε καιγόμενο,

και η στείρωση του άστρου,
το τρυφερό ξεκαθάρισμα του κύματος
που σπαταλάει το χιόνι με τον αφρό,

η ειρηνική κι ασάλευτη εξουσία
σαν πέτρινος θρόνος στα βάθη,

αντικαταστήσανε τον περίβολο
που μεγάλωνε η πεισματάρικη θλίψη,
συσσωρεύοντας λησμονιά,
κι άλλαξε ξάφνου η ύπαρξη μου:
Προσχώρηση στην καθάρια κίνηση.


                                                 P.Νeruda

* Ο Πάμπλο Νερούδα, φιλολογικό ψευδώνυμο του Νεφταλί Ρικάρδο Ρέγιες Μπασοάλτο (12 Ιουλίου 1904 - 23 Σεπτεμβρίου 1973) ήταν Χιλιανός συγγραφέας και ποιητής. Θεωρείται ο σημαντικότερος ποιητής του 20ού αιώνα στη Λατινική Αμερική. Του απονεμήθηκε το 1971 το Νόμπελ Λογοτεχνίας, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις λόγω της πολιτικής του δραστηριότητας.
Εξέδωσε ποιητικές συλλογές ποικίλου ύφους, όπως ερωτικά ποιήματα, έργα που διέπονται από τις αρχές του σουρεαλισμού,  ακόμα και κάποια που θα μπορούσαν να θεωρηθούν πολιτικό μανιφέστο. Τον Απρίλιο του 2013, ακριβώς 40 χρόνια μετά το θάνατό του, άρχισε η εκταφή του πτώματός του, με σκοπό να διακριβωθεί αν ο Νερούδα είχε πέσει θύμα δολοφονικής επίθεσης (δηλητηρίαση) από πράκτορες του δικτατορικού καθεστώτος.

Scholeio.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: