Τ. Μ. Κέυνς, Πώς Περνάμε από τη Στέρηση στην Αφθονία?


Η Ανεπάρκεια της Ζήτησης είναι το Βασικό Πρόβλημα
του Καπιταλιστικού Συστήματος ? 
    
   Με αφορμή την οικονομική κρίση που διανύουμε, ακούγεται το όνομα του Κέυνς, ίσως πιο συχνά από παλαιότερα και ο όρος κεϋνσιανισμός, κάτι σαν αντίδοτο και αντίβαρο στο φαινόμενο των κρίσεων και του «νεοφιλελευθερισμού». 

   Είναι ακριβείς αυτές οι εκτιμήσεις κι αν ναι... πόσο ?
   Ο Αγγλος οικονομολόγος το 1936 έγραψε τη «Γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος». Η εποχή είναι οικονομικά τουλάχιστον ασταθής και κάτω από το βάρος των συνεπειών της κρίσης '29-'33 διεπίστωσε... «ανακάλυψε» καλύτερα, ότι το βασικό πρόβλημα του καπιταλιστικού συστήματος και ο λόγος που προκαλούνται οι περιοδικές οικονομικές κρίσεις, οφείλεται αποκλειστικά στην ανεπάρκεια της ζήτησης.
Δηλαδή μία αντικυκλική πολιτική θα οδηγούσε στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, χωρίς τις οικονομικές κρίσεις, οι οποίες πάντα συνοδεύονταν από τη χρεοκοπία τμημάτων της άρχουσας τάξης, ενώ πολύ συχνά απαιτούνταν πολύς χρόνος για την εκ νέου αποκατάσταση της απρόσκοπτης κερδοφορίας των επιχειρήσεων.

   70 χρόνια μετά με τη βοήθεια 
της Κοινωνιοψυχολογίας

        Γιατί η Γερμανία καταστρέφει μαζί με την Ευρώπη και τον εαυτό της.
Η Γερμανική πολιτική στην Ευρώπη βρίσκεται εκτός κάθε έννοιας οικονομικής αντίληψης. Καταστρέφει το ευρωπαϊκό όραμα και, αν συνεχιστεί, θα οδηγήσει σε κρίση και την ίδια τη Γερμανία.

   Το τραγικό είναι ότι το δίδυμο Μέρκελ- Σόϊμπλε, εφαρμόζει αυτήν την καταστρεπτική πολιτική χωρίς να υπάρχει αντίπαλο δέος. Χωρίς, δηλαδή, να υπάρχει μια διαφορετική πρόταση ούτε στο εσωτερικό της Γερμανίας, ούτε, διεθνώς. Δεν υφίσταται, δηλαδή τις εσωτερικές ή διεθνείς ισχυρές πιέσεις που απαιτούνται για να αλλάξει ρότα. Το αδιέξοδο φαίνεται, πια, στον ορίζοντα.

   Τότε, πως εξηγείται αυτή η εμμονή του καταστρεπτικού διδύμου και γιατί βρίσκει τέτοια μεγάλη απήχηση στο εσωτερικό της χώρας;
   Το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί παρά μόνο με όρους κοινωνιοψυχολογίας.
   Αποτελεί οικονομικό δόγμα το οποίο γνωρίζουν και οι πλέον άσχετοι με τα οικονομικά ότι σε περιόδους κρίσης το χειρότερο που έχεις να κάνεις είναι να βάλεις τάξη στα οικονομικά σου. Τάδε έφη Κέινς, αν δεν κάνω λάθος.

   Αφού αφαίμαξε και εκμεταλλεύτηκε την Ευρώπη, η Γερμανία βρήκε εναλλακτική λύση στην Κίνα, κυρίως, και σε άλλες χώρες εκτός ευρωζώνης προς τις οποίες εξάγει τα εμπορεύματά της δημιουργώντας πρωτοφανή πλεονάσματα στην οικονομία της, της τάξεως των 200 δις ευρώ φέτος, δηλαδή 7% του ΑΕΠ της. Από το πλεόνασμα αυτό τα 130 δις προέρχονται από χώρες εκτός Ε.Ε. Αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη δεν έχει, πια, για να καταναλώσει.

   Η πολιτική αυτή, όμως, δημιουργίας πλεονασμάτων από εξαγωγές έχει υψηλό βαθμό αβεβαιότητας. Η αβεβαιότητα επιτείνεται όταν η πολιτική αυτή υπηρετείται, όπως στην περίπτωση της Γερμανίας, χωρίς καμιά αναπτυξιακή λογική, με την παραδοσιακή λογική του μαστιγίου και χωρίς καμιά επένδυση στις υποδομές.

   Αντίθετη, ακριβώς, πολιτική από της Γερμανίας ακολουθεί η Κίνα, η οποία είναι η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και η πρώτη εξαγωγική δύναμη.

   Η Κίνα, έχει αυτήν τη στιγμή συναλλαγματικά πλεονάσματα 4 τρις $ περίπου προερχόμενα από τις εξαγωγές.
   Το Πεκίνο γνωρίζει, όπως και το Βερολίνο, ότι οι εξαγωγές δεν ελέγχονται και εξαρτώνται από το πολύ αβέβαιο διεθνές περιβάλλον. Και αρχίζει, έτσι, μια στροφή στην οικονομική του πολιτική προσανατολισμένη προς το εσωτερικό της χώρας.

   Αυτό, δηλαδή, που δεν θέλει να κάνει η Γερμανία, στρεφόμενη προς την εσωτερική αγορά της Ε.Ε. διότι μια τέτοια στροφή προϋποθέτει αλλαγή της αυστηρής πολιτικής λιτότητας. Για να μπορέσει να αγοράσει ο ευρωπαίος πολίτης πρέπει να έχει την οικονομική δυνατότητα να το κάνει. Πρέπει, δηλαδή, να χαλαρώσει την περιοριστική της πολιτική η Γερμανία. Αλλά αυτό το προφανές, το Βερολίνο δια του διδύμου Μέρκελ- Σόϊμπλε το αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι.

   Η μεγαλύτερη και σημαντικότερη, όμως, διαφορά στην πολιτική Γερμανίας και Κίνας είναι ότι η Κίνα αντιλαμβάνεται, διδασκόμενη από την μεταπολεμική Αμερική, πως αν δεν ξοδέψεις δεν θα κερδίζεις εσαεί. Και επενδύει. Ακολουθεί, δηλαδή, πολιτική καρότου, ή καλύτερα, αν θέλετε, εφαρμόζει ένα νέο Σχέδιο Μάρσαλ.

   Με προσεκτικό τρόπο δημιουργεί θεσμούς (κυρίως τραπεζικούς) μέσω των οποίων δανείζει αναπτυσσόμενες ή υπανάπτυκτες χώρες, ενώ έχει εφεύρει, τελευταία και το δόγμα εξωτερικής πολιτικής «η Ασία στους Ασιάτες», “Asia for Asians”.

   Εκτός από τα 140 δις $ δάνεια που έχει χορηγήσει σε 90 χώρες και τα 200 δις $ άμεσες επενδύσεις που έχει πραγματοποιήσει στην Αφρική από την οποία προμηθεύεται πρώτες ύλες, η Κίνα επιχειρεί να αλλάξει τις υποδομές της ασιατικής ηπείρου με σιδηροδρομικές αλλά και θαλάσσιες οδούς. 
   Είναι ο σιδηροδρομικός δρόμος του μεταξιού για την ενίσχυση του οποίου έχει δημιουργήσει την Asian Infrastructure Development Bank με αρχικό κεφάλαιο 50 δις. Βασικός στόχος της είναι να χειραφετηθεί, κατά το δυνατόν, ολόκληρη η Ασία για ευνόητους λόγους. Ως ασιατική δύναμη, με παγκόσμια εμβέλεια η Κίνα θα έχει προνομιακή θέση στις εξελίξεις της μεγάλης αυτής ηπείρου προς την οποία κατευθύνεται, πλέον, η παγκόσμια ανάπτυξη.

   Σε βασικό σύμμαχο της Κίνας εξελίσσεται η Ρωσία, ιδιαιτέρως μετά την υπόθεση της Ουκρανίας. Είναι, γνωστή η συμφωνία που υπέγραψαν Πεκίνο και Μόσχα για την παροχή φυσικού αερίου στην Κίνα ύψους 400 δις δολαρίων.

   Η συμφωνία υπεγράφη πριν την ακραία εξέλιξη της ουκρανικής κρίσης αλλά, μια στοιχειωδώς προνοητική πολιτική εκ μέρους της Μόσχας, θα προέβλεπε, όπως και προέβλεψε, τις αρνητικές συνέπειες και θα αναζητούσε εναλλακτικές λύσεις.

Η Ρωσία, πράγματι, μετά την ουκρανική περιπέτεια, υφίσταται μια πίεση στην οικονομία της λόγω των δυτικών κυρώσεων.

   Αναζητεί, όμως, και βρίσκει οικονομικούς και πολιτικούς εταίρους. Όχι, μόνο, προς την Κίνα αλλά και προς την Ινδία, ακόμη και την Τουρκία. Δείχνει μια ευελιξία που τελικά, θα καταστήσει θύμα αυτής της κρίσης τη Γερμανική πολιτική.

   Το τραγικό, για τους υπόλοιπους ευρωπαίους είναι ότι θα υποστούν και αυτοί τις επιπτώσεις της αποτυχημένης ανατολικής γερμανικής πολιτικής.

Η Ουκρανία, ίσως αποδειχθεί το Στάλινγκραντ της σημερινής Γερμανίας.

   Η ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία φθάνει στο 40%, η εκμετάλλευση των χωρών της τελευταίας διεύρυνσης στις οποίες εγκαταστάθηκαν γερμανικές επιχειρήσεις αντλώντας από την εγκατάσταση αυτή ανταγωνισμό, φθάνει στα όριά της και η εναλλακτική λύση της Κίνας, με την οποία η Γερμανία είχε συμπληρωματική οικονομία, επαναπροσδιορίζεται. Στο στάδιο που έχει φτάσει η κινεζική οικονομία δεν θα παράγει μόνο καταναλωτικά αγαθά αλλά και κεφαλαιουχικό εξοπλισμό. Και αυτό θα αποτελέσει καμπανάκι για τη Γερμανία.

   Εν ολίγοις, η Γερμανική πολιτική του διδύμου Μέρκελ- Σόϊμπλε είναι καταστροφική όχι μόνο για την Ευρώπη αλλά και για την ίδια τη Γερμανία αλλά οι ιδεοληψίες του διδύμου και η αίσθηση ότι το Ράιχ για πρώτη φορά κερδίζει δημιουργεί μια αλαζονική εμμονή στην πολιτική αυτή.

   Η κ. Μέρκελ, υπονόμευσε και την προσπάθεια που κάνει ο έμπιστός της, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο κ. Γιούνκερ, ο οποίος, απαλλαγμένος, προφανώς, από καταστροφικές ιδεοληψίες, αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα της ανάπτυξης και του τερματισμού της λιτότητας για τη σωτηρία της Ευρώπης αλλά και της ίδιας της Γερμανίας.

   Η άμεση αντίδραση του κ. Σόϊμπλε στο σχέδιο Γιούνκερ δεν αφήνει πολλά περιθώρια, προς το παρόν, να ελπίζουμε.




Οι μεγάλες οικονομικές κάμψεις είναι πάντοτε πιθανές
σε ένα αυτορρυθμιζόμενο σύστημα αγοράς,  οι κυβερνήσεις οφείλουν να αποτρέπουν το ενδεχόμενο αυτό.
Στη Βρετανία, αλλά ακόμη περισσότερο στις ΗΠΑ, ο Keynes αντιμετωπίζεται περίπου ως σοσιαλιστής. 
Η άποψη αυτή είναι λανθασμένη. Ο Keynes δεν ήταν υπέρμαχος των εθνικοποιήσεων, αλλά εν πολλοίς δεν ήταν ούτε και υποστηρικτής των ρυθμιστικών παρεμβάσεων στον οικονομικό τομέα. 
Δεν θα λέγαμε ότι εξυμνούσε τον καπιταλισμό, αλλά ασφαλώς δεν επιδίωκε και τον ενταφιασμό του. Πίστευε ότι, παρ’ όλα τα μειονεκτήματά του, ο καπιταλισμός αποτελούσε το καλύτερο οικονομικό σύστημα που έχει υπάρξει' το αναγκαίο στάδιο για τη μετάβαση από τη στέρηση στην αφθονία, από τη ζωή του μόχθου σε ό,τι αποτελούσε το «ευ ζην» για τον Keynes.

   Ο Keynes θεωρείται επίσης «απόστολος» των πάγιων ελλειμμάτων του προϋπολογισμού.
   Ωστόσο, η ρήση «Τα ελλείμματα δεν έχουν σημασία» δεν ανήκει στον Keynes, αλλά διατυπώθηκε το 2003 από τον Glen Hubbard, πρόεδρο της Επιτροπής Οικονομικών Συμβούλων (Council of Economic Advisers) του George Bush. Αυτό που μπορεί να προκαλέσει έκπληξη στους αναγνώστες είναι ότι ο Keynes υποστήριζε ότι σε φυσιολογικές συνθήκες οι κρατικοί προϋπολογισμοί θα πρέπει να είναι πλεονασματικοί. 
   
   Χαρακτηριστικό είναι ότι οι μεγαλύτεροι διασπαθιστές δημόσιου χρήματος στην ιστορία των ΗΠΑ είναι οι Ρεπουμπλικανοί πρόεδροι που....  επιδίδονταν σε κηρύγματα υπέρ της ελεύθερης αγοράς και ενάντια στον κεϋνσιανισμό, ενώ τα τελευταία τριάντα χρόνια ο πιο συντηρητικός πρόεδρος ως προς τις δημοσιονομικές δαπάνες είναι ο Δημοκρατικός Bill Clinton.

   Ο Keynes δεν ήταν ένθερμος υποστηρικτής ούτε του μοντέλου tax-and-spend που πρεσβεύει ότι τα φορολογικά έσοδα θα πρέπει να προσδιορίζουν το ύψος των δημόσιων δαπανών. Στο τέλος της ζωής του έφτασε στο σημείο να αναρωτιέται αν τελικά ήταν σκόπιμο ο δημόσιος τομέας να απορροφά περισσότερο από το 25% του εθνικού εισοδήματος.

   
Εκτός αυτού, ο Keynes δεν υποστήριζε ότι η ανεργία οφειλόταν σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις στη μείωση της συνολικής ζήτησης, αλλά αποδίδει μεγάλο μέρος της στους ανελαστικούς μισθούς και στις ανελαστικές τιμές, προσεγγίζοντας έτσι τις απόψεις του Milton Freedman. Ωστόσο, δεν πίστευε ότι αυτό ήταν το πρόβλημα τη δεκαετία του 1930. Η θέση του ήταν ότι, αν εξαιρέσει κανείς ορισμένες περιόδους ιδιαίτερης έξαρσης, θα εξακολουθούσε πάντοτε να υφίσταται ανεργία λόγω ανεπαρκούς ζήτησης, που μπορούσε να αντιμετωπιστεί από τον κρατικό τομέα με την εφαρμογή μέτρων για την επέκταση της ζήτησης.

   Ο Keynes δεν ήταν υπέρμαχος της άσκησης πληθωριστικής πολιτικής. Πίστευε στη σταθερότητα των τιμών, ενώ για μεγάλο διάστημα της επαγγελματική του ζωής υποστήριζε ότι οι κεντρικές διοικήσεις μπορούν να επιτύχουν σταθερότητα τιμών περιορίζοντας την προσφορά χρήματος - συγκλίνοντας και σε αυτό το σημείο με τις απόψεις του Freedman. Άλλωστε, πίστευε ότι, όταν οι τιμές και η παραγωγή είναι σε ελεύθερη πτώση, είναι βλακώδες να ανησυχεί κανείς για τον πληθωρισμό.

   Ως ένα βαθμό είναι λογικό να θεωρούμε τον Keynes οικονομολόγο των κρίσεων - δηλαδή αναλυτή μίας και μοναδικής οικονομικής συγκυρίας. Η κατηγορία που του προσάπτουν οι επικριτές του είναι ότι δεν έχει επινοήσει μια «γενική θεωρία», όπως ισχυριζόταν ο ίδιος, αλλά μια θεωρία των οικονομικών κρίσεων. Κατά την προσωπική μου άποψη, η παραπάνω κατηγορία είναι αβάσιμη για δύο λόγους.

   Ο πρώτος είναι ότι ο Keynes πίστευε πως οι μεγάλες οικονομικές κάμψεις ήταν πάντοτε πιθανές σε ένα αυτορρυθμιζόμενο σύστημα αγοράς και, γι’ αυτό, οι κυβερνήσεις όφειλαν να αποτρέπουν το ενδεχόμενο αυτό. Στον πυρήνα της οικονομικής του θεωρίας βρίσκεται η τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία ότι οι κρίσεις αυτές δεν αποτελούν «γεγονότα που συμβαίνουν μία φορά στα εκατό χρόνια», αλλά ένα ενδεχόμενο πιθανό ανά πάσα στιγμή.

   Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ο Keynes ήταν ηθικολόγος, με την ευρεία έννοια της λέξης. Πάντοτε στο πίσω μέρος του μυαλού του υπήρχε το ερώτημα: 

Ποιος είναι ο σκοπός των οικονομικών; 
Πώς η οικονομική δραστηριότητα συνδέεται με το «ευ ζην»; 
Πόση ευημερία χρειαζόμαστε για να ζούμε «συνετά, ευχάριστα και καλά»; 

   Το μέλημα αυτό εδραζόταν στην ηθική του G. E. Moore και τον κοινό τρόπο ζωής της Ομάδας Μπλούμσμπερι. Σε γενικές γραμμές, ο Keynes θεωρούσε ότι η οικονομική πρόοδος απελευθέρωνε τους ανθρώπους από τον σωματικό μόχθο, "μαθαίνοντάς τους να ζουν όπως «τα κρίνα του αγρού», αποδίδοντας περισσότερη αξία στο σήμερα παρά στο αύριο και απολαμβάνοντας τη φευγαλέα στιγμή. ……/…….. 

   Η εμβριθής σύλληψη της κοινωνικής ύπαρξης από τον Keynes τον φέρνει σε διάσταση τόσο με την οικονομική σκέψη της σημερινής εποχής όσο και με αυτή της εποχής του. Διατεινόταν ότι ο φόβος του αγνώστου διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση της θρησκείας, των τελετουργιών, των κανόνων, των δικτύων και των συμβάσεων της εκάστοτε κοινωνίας. 
   Για τον Keynes, τα συστήματα πεποιθήσεων και οι θεσμοί επιδιώκουν να εξοπλίσουν τους ανθρώπους με το σθένος που χρειάζονται για να αντιμετωπίσουν το άγνωστο και το ανεπίγνωστο. 
   Η αντίληψη αυτή πόρρω απέχει από την προσφιλή στους οικονομολόγους εικόνα του μεμονωμένου ατόμου που μεγιστοποιεί τα βασικά αγαθά του μέσα από μια, κατά κάποιον τρόπο, ενορατική φώτιση που αποφέρει απολύτως εύστοχες προγνώσεις.
……/……... 

   Στο επίκεντρο των πρώτων ερμηνευτικών προσεγγίσεων του έργου του δεν ήταν οι θέσεις του για τα αίτια της κρίσης (γιατί τα πράγματα πήγαν άσχημα), αλλά για τα αίτια της παρατεταμένης διάρκειάς της (γιατί εξακολούθησαν να πηγαίνουν άσχημα). 
   Ο Keynes, τεκμηριώνοντας τη δυνατότητα «ισορροπίας σε κατάσταση υποαπασχόλησης» (underemployment equilibrium), όπως λένε οι οικονομολόγοι, έστειλε ένα βαρυσήμαντο μήνυμα στους διαμορφωτές της οικονομικής πολιτικής της εποχής του, καθώς υποδείκνυε ότι η πολιτική παρέμβαση μπορούσε να οδηγήσει σε βέλτιστη ισορροπία. 

   Στις μέρες μας -και, για ευνόητους λόγους, στην παρούσα φάση της οικονομικής κατάρρευσης- έχουμε στρέψει το ενδιαφέρον μας στα αίτια της αστάθειας του χρηματοοικονομικού συστήματος.    
   Αυτό δεν αποτελεί το βασικό θέμα του έργου του General Theory of Employment, Interest and Money [Γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος] (1936), ενός έργου που γράφτηκε στο χαμηλότερο ή σχεδόν στο χαμηλότερο σημείο της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσης. 

   Ωστόσο, σε ένα βαρυσήμαντο κεφάλαιο του βιβλίου -το Κεφάλαιο 12- ο Keynes εξηγεί γιατί οι οικονομικές αγορές είναι ασταθείς, ενώ ένα χρόνο μετά, ανακεφαλαιώνοντας τις βασικές ιδέες της Γενικής Θεωρίας, έθεσε στο επίκεντρο της θεωρίας του τη χρηματοοικονομική αστάθεια. 

   Εδώ ο Keynes υποστηρίζει ότι η «ριζική αβεβαιότητα» είναι υπεύθυνη για την αστάθεια των οικονομιών και παρεμποδίζει τη γοργή ανάρρωσή τους από τις αιφνίδιες διαταραχές. 
   Η μετατόπιση της εστίασης του ενδιαφέροντος από τον Keynes της «ισορροπίας με υποαπασχόληση» στον Keynes των «αβέβαιων προσδοκιών» επιτρέπει την άμεση αντιδιαστολή ανάμεσα στις σύγχρονες θεωρίες του κινδύνου και της διαχείρισης του κινδύνου, από τη μια, και της κεϋνσιανής θεωρίας της αβεβαιότητας και της μείωσης της αβεβαιότητας, από την άλλη.

   Ο Keynes είχε μια πολιτική επιδίωξη. 

Υποστήριζε ότι, αν οι κυβερνήσεις δεν λάμβαναν μέτρα για να σταθεροποιήσουν τις οικονομίες της αγοράς σε μια κατάσταση πλήρους απασχόλησης, το αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα των αγορών θα χανόταν, αφήνοντας έτσι ελεύθερο πολιτικό χώρο σε ακραία στοιχεία που θα προσφέρονταν να επιλύσουν το οικονομικό πρόβλημα καταργώντας τις αγορές, την ειρήνη και την ελευθερία. 

   Αυτή ήταν συνοπτικά η κεϋνσιανή «πολιτική οικονομία». Με την εξαιρετικά γόνιμη καθοδήγηση που μας παρέχει ο Keynes μπορούμε να κατανοήσουμε τη βαθιά ύφεση στην οποία βρισκόμαστε, να προτείνουμε πολιτικές εξόδου από αυτή, να διασφαλίσουμε -όσο αυτό είναι ανθρωπίνως δυνατόν- ότι στο μέλλον θα αποφευχθούν ανάλογες κακοτοπιές και, τέλος, να συλλάβουμε την ανθρώπινη κατάσταση. Αυτά είναι τα στοιχεία που καθιστούν επίκαιρο τον Keynes στις μέρες μας.
__________________


ΠΗΓΗ: Robert SkindelskyKEYNES επιστροφή στην διδασκαλία του, Κριτική, 2012, σελ 23-26 [http://www.kritiki.gr/index.php?page=shop.product_details&product_id=2543&category_id=68&flypage=flypage.tpl&option=com_virtuemart&Itemid=1]


* Τζων Μέυναρντ Κέυνς, Πρώτος Βαρώνος Κέυνς του Τίλτον (John Maynard Keynes, * 5 Ιουνίου 1883, † 21 Απριλίου 1946) ήταν Άγγλος οικονομολόγος, μαθηματικός, καθηγητής πανεπιστημίου, συγγραφέας και ανώτατος κρατικός υπάλληλος. Δημιούργησε, με τα έργα του και τους οπαδούς του, τη λεγόμενη κεϋνσιανή σχολή στην οικονομική επιστήμη. Ο Κέυνς και ο Μίλτον Φρίντμαν ήταν δύο από τους πιο σημαντικούς οικονομολόγους του 20ου αιώνα.

   Τα δύο πιο σημαντικά βιβλία που συνέγραψε ήταν "Οι Οικονομικές Συνέπειες της Ειρήνης" (1919) και "Γενική Θεωρία της Απασχόλησης του Τόκου και του Χρήματος"(1936). Με το πρώτο από τα παραπάνω βιβλία του υποστήριξε ότι η Γερμανία δεν είχε την ικανότητα να πληρώσει τις πολεμικές αποζημιώσεις που απαίτησαν από αυτήν οι νικήτριες δυνάμεις του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και ότι αυτό θα οδηγήσει στην επανάληψη του σε πιο μεγάλη κλίμακα. 
   Με το δεύτερο ότι, για να λυθεί το πρόβλημα της ανεργίας που αντιμετώπιζε ο δυτικός κόσμος μετά το κραχ της Νέας Υόρκης (1929), θα πρέπει να παρέμβει το κράτος και χρηματοδοτώντας την οικονομία και τις επιχειρήσεις να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας.

   Από τον Κέυνς έχει πάρει το όνομά της και η Κεϋνσιανή ρύθμιση, η αναδιανομή δηλαδή μέρους των κερδών του κεφαλαίου στις κατώτερες τάξεις, με τη μορφή κοινωνικών και άλλων παροχών, προκειμένου να αποφεύγεται η κοινωνική δυσαρέσκεια και οι αναταραχές. Μια τέτοια ρύθμιση δεν ήταν ποτέ στόχος του ίδιου του Κέυνς. 
   Ο Κέυνς πρότεινε την άνοδο των δημοσίων δαπανών σε περιόδους κρίσεων για να καλύψουν μέρος του ελλείμματος ζήτησης που υπό προϋποθέσεις μπορεί να οδηγήσει την οικονομία μακριά από μια θέση ισορροπίας πλήρους απασχόλησης. Οι δημόσιες δαπάνες μπορεί να ξοδεύονται ως επιδόματα ανεργίας κ.λπ., αλλά ο κύριος στόχος δεν είναι η αναδιανομή αλλά η επανόρθωση της ισορροπίας. Μάλιστα η αύξηση της φορολογίας σε περιόδους κρίσης είναι πλήρως αντίθετη στη νοοτροπία του Κέυνς ο οποίος ζητά αύξηση των ελλειμμάτων στις κρίσεις, τα οποία χρηματοδοτούνται από πλεονάσματα στις καλύτερες εποχές.
   Είχε παντρευτεί μία Ρωσίδα μπαλαρίνα, αλλά παρά τη θέληση και των δύο δεν απέκτησαν τέκνα. Είχε εντούτοις συγκεντρώσει πολλά χρήματα από την δραστηριότητά του στο χρηματιστήριο.


Scholeio.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: