...αλλά στο άμεσο περιβάλλον του
συνέντευξη στην Αστραπέλλου Μαριλένα
Δεν ήταν μια οποιαδήποτε μέρα, το προηγούμενο βράδυ είχε σημειωθεί έκρηξη σε ένα αυτοκίνητο παγιδευμένο με εκρηκτικά έξω από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Καθώς παράγγελνε το ούζο του στο καφέ του Ιανού, πιστός στη συνήθειά του να δοκιμάζει τις γεύσεις κάθε τόπου τον οποίο επισκέπτεται, σκέφτηκα ότι ως συγγραφέας που έχει την τάση να γοητεύεται από μακρινούς πολιτισμούς και παραδέχεται ότι η εμμονή του είναι «ο καθημερινός φασισμός και η σχέση του με τον νεοφιλελευθερισμό» θα μπορούσε να γράψει ένα πολύ καλό αστυνομικό μυθιστόρημα για την Ελλάδα, δεν είναι έτσι;
«Με την ιστορία που έχετε από τον πόλεμο και μετά, τη δικτατορία, και τη σημερινή κατάσταση, σίγουρα υπάρχει πολύ ζουμί για ένα δυνατό βιβλίο» παραδέχτηκε.
Η καταστροφή της Αργεντινής
Από αρκετές απόψεις, όμως, θα ήταν σαν να ξαναέγραφε το «Μαπούτσε» (εκδ. Αγρα), το επιτυχημένο αστυνομικό μυθιστόρημα που αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Εκεί, ξεκινώντας από μια βίαιη αστυνομική ιστορία, ξεδιπλώνει τη μεγαλύτερη εικόνα της εγκληματικής Ιστορίας που κατέστρεψε την πλούσια χώρα που ήταν η Αργεντινή.
Η καταστροφή της Αργεντινής
Από αρκετές απόψεις, όμως, θα ήταν σαν να ξαναέγραφε το «Μαπούτσε» (εκδ. Αγρα), το επιτυχημένο αστυνομικό μυθιστόρημα που αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Εκεί, ξεκινώντας από μια βίαιη αστυνομική ιστορία, ξεδιπλώνει τη μεγαλύτερη εικόνα της εγκληματικής Ιστορίας που κατέστρεψε την πλούσια χώρα που ήταν η Αργεντινή.
Από τις πρώτες γραμμές αντιλαμβάνεσαι τη συνάφεια. «Η νεοφιλελεύθερη πολιτική του Κάρλος Μένεμ (σ.σ.: πρόεδρος την περίοδο 1989-1999) είχε εγκλωβίσει τη χώρα σ' έναν θανατηφόρο μηχανισμό, μια ωρολογιακή βόμβα: αύξηση του χρέους, μείωση των δημοσίων δαπανών, ευέλικτο ωράριο εργασίας, απολύσεις, ύφεση, μαζική ανεργία, υποαπασχόληση, μέχρι το μπλοκάρισμα των τραπεζικών καταθέσεων και τον περιορισμό εβδομαδιαίων αναλήψεων σε μερικές εκατοντάδες πέσος».
Αυτό το τελευταίο δεν το ζήσαμε, «δεν γίναμε τελικά Αργεντινή», ούτε βεβαίως βιώσαμε τις πτήσεις θανάτου, μια πρωτοτυπία του καθεστώτος Βιντέλα, κατά τη διάρκεια των οποίων νέοι και νέες αντίθετοι «με τον τρόπο ζωής της Αργεντινής» στη δικτατορία απάγονταν και μπουκωμένοι με Πεντατόλ κατέληγαν στον πάτο του Ρίο ντε λα Πλάτα. Η Αργεντινή είναι μια χώρα μακρινή, πολύ διαφορετική από την Ελλάδα, στο κάτω κάτω το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της μετά τον πόλεμο ήταν ίσο με αυτό της Αγγλίας.
Το καταφύγιο των Ναζί
Είναι μια χώρα που υπέθαλψε διαβόητους ναζιστές, όπως ο Μένγκελε, ο Μπόρμαν και ο Αϊχμαν, και «ασήμαντους» αξιωματικούς Ναζί οι οποίοι μεταλαμπάδευσαν τα μυστικά της δράσης τους σε στρατιωτικούς και αστυνομικούς στα στρατόπεδα του Βιντέλα (1976-1981), ας είναι καλά ο Χουάν Περόν που είχε πουλήσει 8.000 διαβατήρια σε πράκτορες του Αξονα.
Είναι μια χώρα εξωτική, όπου 30 χρόνια μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος οι «Γιαγιάδες της πλατείας Μαΐου» επιμένουν να συγκεντρώνονται κάθε Πέμπτη στη φερώνυμη πλατεία προσπαθώντας να εντοπίσουν ή να προσεγγίσουν τα εγγόνια που αρπάχτηκαν από τα «αγνοούμενα» παιδιά τους και δόθηκαν σε στείρα ζευγάρια που βρίσκονταν κοντά στην εξουσία.
Αυτά τα ιστορικά γεγονότα καθορίζουν τις τύχες των ηρώων του Φερέ. Μιας ινδιάνας Μαπούτσε, μέλους μιας φυλής η οποία με τη σειρά της εξολοθρεύτηκε από τους ευρωπαίους αποικιοκράτες, και ενός αστυνομικού που βασανίστηκε φρικτά αλλά τον άφησαν να ζήσει για «να αφηγηθεί όσα είχε δει και ζήσει», όσο παρεμπιπτόντως στο στάδιο Ρίβερ Πλέιτ ο κόσμος ζητωκραύγαζε τη νίκη της Αργεντινής επί της Ολλανδίας. Μουντιάλ του '78. Η Αργεντινή έφυγε από το γήπεδο τροπαιούχα.
Η σχέση με την Ελλάδα
Τώρα, τι σχέση έχουν όλα αυτά με την Ελλάδα; Τα βασανιστήρια, οι ομαδικοί βιασμοί, το «indulto» του Μένεμ που έβγαζε λάδι τους βασανιστές και τους συνενόχους τους λίγα χρόνια αργότερα, οι ύποπτες εξαφανίσεις μαρτύρων όταν ο Νέστορ Κίρχνερ κατάργησε τους νόμους περί αμνηστίας και άρχισε τις δίκες των στρατηγών και των ναυάρχων; Καμία. Αλλά και μεγάλη.
Τι να κάνουμε, η μαραζωμένη Αργεντινή, πτωχευμένη από τον Φερνάντο ντε λα Ρούα το 2001, βρέθηκε πρώτη στον δρόμο του. Με τις παιδικές μνήμες από το επίμαχο Μουντιάλ του '78 έντονες, καθώς ο εντεκάχρονος τότε Φερέ είχε ως ίνδαλμα τον επιθετικό της ηττημένης Ολλανδίας, Τζόνι Ρεπ, και μια αναπτυγμένη για την ηλικία του διαίσθηση ότι ο Βιντέλα είχε χρησιμοποιήσει το ποδόσφαιρο ως κορυφαίο μέσο προπαγάνδας, ταξίδεψε τελικά στη χώρα το 2008 και έγινε flâneur στο Μπουένος Αϊρες για έναν μήνα.
Αυτό το τελευταίο δεν το ζήσαμε, «δεν γίναμε τελικά Αργεντινή», ούτε βεβαίως βιώσαμε τις πτήσεις θανάτου, μια πρωτοτυπία του καθεστώτος Βιντέλα, κατά τη διάρκεια των οποίων νέοι και νέες αντίθετοι «με τον τρόπο ζωής της Αργεντινής» στη δικτατορία απάγονταν και μπουκωμένοι με Πεντατόλ κατέληγαν στον πάτο του Ρίο ντε λα Πλάτα. Η Αργεντινή είναι μια χώρα μακρινή, πολύ διαφορετική από την Ελλάδα, στο κάτω κάτω το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της μετά τον πόλεμο ήταν ίσο με αυτό της Αγγλίας.
Το καταφύγιο των Ναζί
Είναι μια χώρα που υπέθαλψε διαβόητους ναζιστές, όπως ο Μένγκελε, ο Μπόρμαν και ο Αϊχμαν, και «ασήμαντους» αξιωματικούς Ναζί οι οποίοι μεταλαμπάδευσαν τα μυστικά της δράσης τους σε στρατιωτικούς και αστυνομικούς στα στρατόπεδα του Βιντέλα (1976-1981), ας είναι καλά ο Χουάν Περόν που είχε πουλήσει 8.000 διαβατήρια σε πράκτορες του Αξονα.
Είναι μια χώρα εξωτική, όπου 30 χρόνια μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος οι «Γιαγιάδες της πλατείας Μαΐου» επιμένουν να συγκεντρώνονται κάθε Πέμπτη στη φερώνυμη πλατεία προσπαθώντας να εντοπίσουν ή να προσεγγίσουν τα εγγόνια που αρπάχτηκαν από τα «αγνοούμενα» παιδιά τους και δόθηκαν σε στείρα ζευγάρια που βρίσκονταν κοντά στην εξουσία.
Αυτά τα ιστορικά γεγονότα καθορίζουν τις τύχες των ηρώων του Φερέ. Μιας ινδιάνας Μαπούτσε, μέλους μιας φυλής η οποία με τη σειρά της εξολοθρεύτηκε από τους ευρωπαίους αποικιοκράτες, και ενός αστυνομικού που βασανίστηκε φρικτά αλλά τον άφησαν να ζήσει για «να αφηγηθεί όσα είχε δει και ζήσει», όσο παρεμπιπτόντως στο στάδιο Ρίβερ Πλέιτ ο κόσμος ζητωκραύγαζε τη νίκη της Αργεντινής επί της Ολλανδίας. Μουντιάλ του '78. Η Αργεντινή έφυγε από το γήπεδο τροπαιούχα.
Η σχέση με την Ελλάδα
Τώρα, τι σχέση έχουν όλα αυτά με την Ελλάδα; Τα βασανιστήρια, οι ομαδικοί βιασμοί, το «indulto» του Μένεμ που έβγαζε λάδι τους βασανιστές και τους συνενόχους τους λίγα χρόνια αργότερα, οι ύποπτες εξαφανίσεις μαρτύρων όταν ο Νέστορ Κίρχνερ κατάργησε τους νόμους περί αμνηστίας και άρχισε τις δίκες των στρατηγών και των ναυάρχων; Καμία. Αλλά και μεγάλη.
Τι να κάνουμε, η μαραζωμένη Αργεντινή, πτωχευμένη από τον Φερνάντο ντε λα Ρούα το 2001, βρέθηκε πρώτη στον δρόμο του. Με τις παιδικές μνήμες από το επίμαχο Μουντιάλ του '78 έντονες, καθώς ο εντεκάχρονος τότε Φερέ είχε ως ίνδαλμα τον επιθετικό της ηττημένης Ολλανδίας, Τζόνι Ρεπ, και μια αναπτυγμένη για την ηλικία του διαίσθηση ότι ο Βιντέλα είχε χρησιμοποιήσει το ποδόσφαιρο ως κορυφαίο μέσο προπαγάνδας, ταξίδεψε τελικά στη χώρα το 2008 και έγινε flâneur στο Μπουένος Αϊρες για έναν μήνα.
Περπάτησε στο Σαν Τέλμο με τα πολυκαιρισμένα κτίρια και τα παλαιοπωλεία, στο Παλέρμο με τις κομψές μπουτίκ και τα τρέντι εστιατόρια, στην τουριστική Λα Μπόκα όπου ζευγάρια με φτηνά κοστούμια χορεύουν τάνγκο για τους περαστικούς κάτω από τη σκιά του σταδίου των θρυλικών Βoca Juniors.
Ως λογοτεχνικός ταξιδευτής που είναι, όμως, βγήκε εκτός των τουριστικών δρομολογίων και επισκέφτηκε τον χώρο των βασανιστηρίων που περιγράφει στο βιβλίο, τη Σχολή Μηχανικών του Ναυτικού (ESMA). Φεύγοντας, ο ταξιτζής έσκυψε και του ψιθύρισε: «Ξέρετε, τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι...».
Το πώς έγιναν ακριβώς φρόντισε να το μάθει μέσα από τα βιβλία αλλά και τις συναντήσεις του με αργεντινούς πρόσφυγες στη Γαλλία, καθώς και από τους λιγοστούς εναπομείναντες Μαπούτσε, οι οποίοι υπήρξαν κάποτε η τρίτη πολυπληθέστερη φυλή Ινδιάνων της Νότιας Αμερικής.
Μα τι δουλειά έχει με τις ξεχασμένες ιστορίες και τις αφανισμένες φυλές (το προηγούμενο βιβλίο του ήταν για τους Ζουλού της Νότιας Αφρικής) αυτός ο μικροσκοπικός Γάλλος που γεννήθηκε το 1967 στη Ρεν από μητέρα που διατηρούσε ένα μικρό αρωματοπωλείο και πατέρα που δούλευε σε μια πολυεθνική η οποία παρήγε είδη αμπαλάζ;
«Τα βιβλία μου είναι βίαια γιατί είναι ο κόσμος βίαιος»
«Πάντα ένιωθα μια έλξη για τις χώρες με βαριά Ιστορία. Πάντα υποστήριζα τους καταπιεσμένους. Από παιδί ήμουν με τους Ινδιάνους και όχι με τους καουμπόηδες. Με θλίβει να βλέπω να καταστρέφονται η ομορφιά του κόσμου και οι ιδιαιτερότητές του» εξηγεί. Ποιος ξέρει, μπορεί να φταίει και το φορτισμένο όνομά του. Καρίλ, από τον Κάριλ Τσέσμαν, έναν αμερικανό εγκληματία που καταδικάστηκε - όχι και τόσο δίκαια - σε θάνατο το 1960 και για την περίπτωση του ο Nicolas Peyrac έγραψε ένα πολύ όμορφο τραγούδι. Τίτλος του, «So Far Αway».
Παρόλη την αποπνικτική βία που βγάζει στα βιβλία του - το «Μαπούτσε» ξεκινάει με τη δολοφονία ενός τραβεστί που βρίσκεται με τα γεννητικά όργανα κομμένα και καταλήγει στις τελευταίες σελίδες σε ένα σπλάτερ κρεσέντο -, ο Φερέ διευκρινίζει ότι δεν τον συναρπάζει η βία. «Τα βιβλία μου είναι βίαια γιατί είναι ο κόσμος βίαιος.
Για παράδειγμα, δεν επινόησα κανένα από τα βασανιστήρια που περιγράφω, είναι όλα βασισμένα σε μαρτυρίες».
Το θέμα είναι, λοιπόν, γιατί συναρπάζει τόσο πολύ τον κόσμο το αστυνομικό μυθιστόρημα, γιατί βιβλία όπως το «Μαπούτσε» γίνονται ανάρπαστα; «Γιατί σε αυτή την κρίση, μια βαθιά κρίση αξιών, ο κόσμος νιώθει ότι έχει στερηθεί το μέλλον του, η ανθρωπότητα έχει χάσει την εμπιστοσύνη της στους πολιτικούς, υπάρχει διάχυτος φόβος. Από τη μία, λοιπόν, ο κόσμος στρέφεται σε πράγματα που τον διασκεδάζουν για να αποσπάται η προσοχή του.
Στη Γαλλία, για παράδειγμα, αυτή η τάση είναι πολύ δημοφιλής, ο περισσότερος κόσμος θέλει να βλέπει κωμωδίες. Από την άλλη, υπάρχει ανάγκη για κάθαρση και το αστυνομικό μυθιστόρημα λειτουργεί ως υποκατάστατό της. Η βία τελειώνει κάποια στιγμή, τιμωρείται, την τινάζεις από πάνω σου και νιώθεις πιο ανάλαφρος».
Το βιβλίο του Φερέ, με την καταιγιστική, κινηματογραφική δράση, τους δίνει ακριβώς αυτό που ζητάνε. Είναι εύκολο να φανταστείς το «Μαπούτσε» να γίνεται ταινία και η αλήθεια είναι ότι η κινηματογραφική διασκευή του βρίσκεται στα σκαριά, μολονότι το προηγούμενο βιβλίο του, «Ζουλού», δεν είχε καλή πορεία στις αίθουσες ως «Το ακρωτήρι της βίας», με πρωταγωνιστές τον Φόρεστ Γουιτάκερ και τον Ορλάντο Μπλουμ.
Το βιβλίο του Φερέ, με την καταιγιστική, κινηματογραφική δράση, τους δίνει ακριβώς αυτό που ζητάνε. Είναι εύκολο να φανταστείς το «Μαπούτσε» να γίνεται ταινία και η αλήθεια είναι ότι η κινηματογραφική διασκευή του βρίσκεται στα σκαριά, μολονότι το προηγούμενο βιβλίο του, «Ζουλού», δεν είχε καλή πορεία στις αίθουσες ως «Το ακρωτήρι της βίας», με πρωταγωνιστές τον Φόρεστ Γουιτάκερ και τον Ορλάντο Μπλουμ.
Πώς να μεταφέρεις στη μεγάλη οθόνη το γοητευτικό συνονθύλευμα των επιρροών που τρυπώνουν στο κείμενο του Φερέ; Γιατί, εκτός από τον Τζέιμς Ελρόι ή την Αγκαθα Κρίστι, δηλώνει μεταξύ άλλων αθεράπευτος οπαδός του Γκοντάρ και της μουσικής του Ζακ Μπρελ.
Μυστήριο, αγριότητα, ελλειπτική αφήγηση ντυμένα με ένα λυγμικό σάουντρακ.
Οσον αφορά τους ανθρώπους που δεν αρκούνται να καταναλώνουν βία μέσα από τα βιβλία ή τον κινηματογράφο αλλά γίνονται οι ίδιοι εγκληματίες, ο Φερέ πιστεύει ότι είναι εξαρτάται από την αντοχή του πολιτισμικού περιβλήματος.
Μυστήριο, αγριότητα, ελλειπτική αφήγηση ντυμένα με ένα λυγμικό σάουντρακ.
Οσον αφορά τους ανθρώπους που δεν αρκούνται να καταναλώνουν βία μέσα από τα βιβλία ή τον κινηματογράφο αλλά γίνονται οι ίδιοι εγκληματίες, ο Φερέ πιστεύει ότι είναι εξαρτάται από την αντοχή του πολιτισμικού περιβλήματος.
Οταν αυτό διαρραγεί, τα ένστικτα βγαίνουν από το μαντρί και ξαμολιούνται λυσσασμένα. «Ο Μπρέιβικ είναι σίγουρα ψυχασθενής, όμως εκείνοι που διέπραξαν τα εγκλήματα στην Αργεντινή ήταν καθημερινοί άνθρωποι που αποκτηνώθηκαν μόλις πήραν εξουσία στα χέρια τους» λέει ο Φερέ.
«Ο κόσμος δεν εξεγείρεται ενάντια σε αυτούς που τον καταπιέζουν, σε ένα αφεντικό ή σε μια δικτατορία που τον καταδυναστεύει, αλλά στο άμεσο περιβάλλον του.
«Ο κόσμος δεν εξεγείρεται ενάντια σε αυτούς που τον καταπιέζουν, σε ένα αφεντικό ή σε μια δικτατορία που τον καταδυναστεύει, αλλά στο άμεσο περιβάλλον του.
Ενας άντρας στη γυναίκα του, για παράδειγμα, ή στα παιδιά του. Με τη σειρά του, εκείνος που είχε δεχθεί βία όταν ήταν μικρός συχνά την ανταποδίδει στα παιδιά του μεγαλώνοντας. Είναι λυπηρό να την πληρώνει πάντα ο πιο αδύναμος, αλλά αυτό δυστυχώς δεν αλλάζει ποτέ, παρά την πρόοδο του πολιτισμού ή την καλλιέργεια που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Πάντα θα υπάρχει η στιγμή που θα ξεσπάσεις σε κάποιον που είναι πιο αδύναμος. Οπότε, την πληρώνουν οι γυναίκες, οι τραβεστί, τα παιδιά του δρόμου, οι καταπιεσμένοι άνθρωποι».
Οπως η Μαρί Τρεντινιάν, κόρη του γνωστού ηθοποιού Ζαν-Λουί. Την ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου ο σύντροφός της Μπερτράν Καντά, τραγουδιστής του συγκροτήματος Noir Desir και φίλος του Φερέ από τις ροκ μέρες του, την ύπαρξη των οποίων μαρτυρούν το μαύρο δερμάτινο και το σκουλαρίκι στο αφτί του.
Οπως η Μαρί Τρεντινιάν, κόρη του γνωστού ηθοποιού Ζαν-Λουί. Την ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου ο σύντροφός της Μπερτράν Καντά, τραγουδιστής του συγκροτήματος Noir Desir και φίλος του Φερέ από τις ροκ μέρες του, την ύπαρξη των οποίων μαρτυρούν το μαύρο δερμάτινο και το σκουλαρίκι στο αφτί του.
Ο Φερέ αδυνατεί να βρει μια εξήγηση για την πράξη του. «Τον Μπερτράν τον γνώριζα από μικρό, απ' όταν ήμασταν έφηβοι. Είχε μια σαμανική δύναμη, ήταν σύμβολο επανάστασης για πολύ κόσμο, και για μένα φυσικά, είχε τη δύναμη να μας συσπειρώνει γύρω από το πρόσωπό του. Ολος ο κόσμος τον αγαπούσε. Οταν σκότωσε την Τρεντινιάν, όλη η δύναμη αυτού του συμβόλου εξανεμίστηκε. Διαλύθηκε εν μέρει η ελπίδα μας».
_____________________________________________
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino, η συνέντευξη δόθηκε στην Αστραπέλλου Μαριλένα
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino, η συνέντευξη δόθηκε στην Αστραπέλλου Μαριλένα
Scholeio.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου