Μπόρχες, Κατακόκκινη Σημαία ο Ήλιος στα Νερά της Κυματίζει


 Luis Jorge Borges  [Λούις Χόρχε Μπόρχες]



      ______ Ποιητική τέχνη

     «να σκύβεις πάνω στο ποτάμι, που είναι από χρόνο και νερό.
     Και να λες πως ο χρόνος είναι κι αυτός με τη σειρά του ένα ποτάμι,
     Αφού χανόμαστε σαν το ποτάμι που χάνεται
     Και περνά ένα πρόσωπο σαν περαστικό νερό.»
     «Να δοκιμάζεις την αγρύπνια σαν έναν άλλο ύπνο
     Που ονειρεύεται χωρίς όνειρα και πως ο θάνατος
     Που φοβάται το σώμα είναι αυτός ο ίδιος ο θάνατος
     Της μιας και της άλλης νύχτας που ονομάζουμε ύπνο.»
     «Να βρίσκεις μέσα στη μέρα ή τη χρονιά ένα σύμβολο
     Κάθε μέρας, κάθε μήνα του ανθρώπου ή κι όλων του των χρόνων
     Και ωστόσο να πλάθεις από την προσβολή των χρόνων
     Μια μουσική, μια βουή, ένα σύμβολο»
     «Μέσα στο θάνατο να βλέπεις τον ύπνο· μέσα στο ηλιοβασίλεμα
     Να βλέπεις ένα πένθιμο χρυσάφι: τέτοια και η ποίηση,
     Που είναι αθάνατη και φτωχή. Η ποίηση
     Που ξανάρχεται σαν την αυγή και σαν τη δύση…»
     μτφ. Πέτρος Παπαδόπουλος





      ______ Ποίημα στους φίλους

     δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις,
     για όλα τα προβλήµατα της ζωής,
     ούτε έχω απαντήσεις
     στις αµφιβολίες ή τους φόβους σου,
     αλλά µπορώ να σε ακούσω
     και να τα µοιραστώ µαζί σου.

     Δεν µπορώ ν' αλλάξω
     το παρελθόν σου ούτε το µέλλον σου.
     Αλλά όταν µε χρειάζεσαι
     θα 'µαι δίπλα σου.

      Δεν µπορώ ν' αποτρέψω
      να µη σκοντάψεις.
      Μόνο µπορώ να σου προσφέρω το χέρι µου,
      για να κρατηθείς
      και να µη πέσεις.

      Οι χαρές σου.
      Οι θρίαµβοί σου
      κι οι επιτυχίες σου
      δεν είναι δικά µου.
      Αλλά χαίροµαι ειλικρινά
      να σε βλέπω ευτυχισµένο.

      Δεν κρίνω τις αποφάσεις
      που παίρνεις στη ζωή.
      Περιορίζοµαι στο να σε στηρίζω,
      να σε παροτρύνω
      και να σε βοηθώ όταν µου το ζητάς.

      Δεν µπορώ να σου χαράζω όρια
      που µέσα τους οφείλεις να κινείσαι,
      αλλά σου προσφέρω αυτό το χώρο,
      τον απαραίτητο για ν’' αναπτυχθείς.

      Δεν µπορώ να αποτρέψω τον πόνο σου
      όταν κάποια λύπη σου σχίζει την καρδιά,
      αλλά µπορώ να κλάψω µαζί σου
      και να µαζέψω τα κοµµάτια,
      για να τη φτιάξω από την αρχή.

      Δεν µπορώ να σου πω ποιος είσαι
      ούτε ποιος θα όφειλες να είσαι.
      Μονάχα µπορώ να σ' αγαπώ όπως είσαι
      και να 'µαι φίλος σου.

      Αυτές τις ηµέρες σκέφτηκα
      τους φίλους και τις φίλες µου.


      Δεν ήσουν ψηλά ούτε χαµηλά ούτε στη µέση.
      Δεν ήσουν στην αρχή
      ούτε στο τέλος της λίστας.
      Δεν ήσουν το νούµερο ένα
      ούτε το τελικό,
      ούτε διεκδικώ να 'µαι πρώτος,
      δεύτερος ή ο τρίτος στη δική σου.

       Φτάνει που µε θες για φίλο.
       Ευχαριστώ που 'µαι αυτό.


       ______  Μαθαίνεις

   μετά από λίγο μαθαίνεις
      την ανεπαίσθητη διαφορά
      ανάμεσα στο να κρατάς το χέρι
      και να αλυσοδένεις μια ψυχή.

      Και μαθαίνεις πως Αγάπη δε σημαίνει στηρίζομαι
      Και συντροφικότητα δε σημαίνει ασφάλεια

      Και αρχίζεις να μαθαίνεις
      πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια
      Και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις

      Και αρχίζεις να δέχεσαι τις ήττες σου
      με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα
      Με τη χάρη μιας γυναίκας
      και όχι με τη θλίψη ενός παιδιού

      Και μαθαίνεις να φτιάχνεις
      όλους τους δρόμους σου στο Σήμερα,
      γιατί το έδαφος του Αύριο
      είναι πολύ ανασφαλές για σχέδια
      …και τα όνειρα πάντα βρίσκουν τον τρόπο
      να γκρεμίζονται στη μέση της διαδρομής.

      Μετά από λίγο καιρό μαθαίνεις…
      Πως ακόμα κι η ζέστη του ήλιου
      μπορεί να σου κάνει κακό.

      Έτσι φτιάχνεις τον κήπο σου εσύ
      Αντί να περιμένεις κάποιον
      να σου φέρει λουλούδια

      Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις
      Και ότι, αλήθεια, έχεις δύναμη
      Και ότι, αλήθεια, αξίζεις
      Και μαθαίνεις… μαθαίνεις
      …με κάθε αντίο μαθαίνεις



      ______ Εσύ

   μονάχα ένας άνθρωπος γεννήθηκε, μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε σ’ ολόκληρη 
     τη γη.
     Υποστηρίζοντας το αντίθετο, κάνεις απλώς στατιστική, μια ανέφικτη προέκταση.
     Ανέφικτη, σα να εξισώνεις τη μυρουδιά της βροχής με το χτεσινοβραδινό σου όνειρο.
     Ο άνθρωπος αυτός είναι ο Οδυσσέας, ο Άβελ., ο Κάιν, ο πρώτος άνθρωπος που
     ταξινόμησε τους αστερισμούς, κείνος που ύψωσε την πρώτη πυραμίδα, αυτός που 
     έγραψε τα εξάστιχα του βιβλίου των Αλλαγών, ο σιδεράς που χάραξε τα ρουνικά στο 
     σπαθί του Χένγκιστ, ο τοξότης Ειναρ Ταμπάρσκελβερ, ο Λουίς δε Λεόν, ο βιβλιοπώλης 
     που γέννησε τον Σάμιουελ Τζόνσον, ο κηπουρός του Βολταίρου, ο Δαρβίνος στην
     πλώρη του Beagle, ένας Εβραίος στο θάλαμο αερίων και, με τον καιρό, εσύ και εγώ.
     Μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε στην Τροία, στον Μέταυρο , στο Χέηστινγκς, στο 
     Άούστερλιτς, στο Τραφάλγκαρ, στο Γκέτττισμπεργκ.
     Μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε στα νοσοκομεία, στα καράβια, σ’ αβάσταχτη ερημιά 
     ή στην κρεβατοκάμαρα της ρουτίνας και των ερώτων .
     Μονάχα ένας άνθρωπος κοίταξε την απέραντη αυγή.
     Μονάχα ένας άνθρωπος αισθάνθηκε στον ουρανίσκο του τη δροσεράδα του νερού, 
     τη   γεύση των καρπών και της σάρκας.
     Μιλάω για τον έναν, τον μοναδικό, αυτόν τον πάντα μόνο.



      ______ Ύμνος στη θάλασσα   (απόσπασμα)


     έναν ύμνο λαχτάρησα στη θάλασσα σε ρυθμούς απλωμένους σαν τις κραυγές των
     κυμάτων˙
     στη θάλασσα όταν ο Ήλιος στα νερά της σαν κατακόκκινη σημαία κυματίζει˙
     στη θάλασσα όταν φιλά τα χρυσαφένια στήθη των παρθένων ακτών που καρτερούν
     διψασμένες˙
     στη θάλασσα καθώς ουρλιάζουν οι ορδές της κι εξακοντίζουν οι άνεμοι τις βλαστήμιες 
     τους˙
     όταν αστράφτει μέσα στ' ατσάλινο νερό η λαμπερή και αιμόφυρτη σελήνη˙
     στη θάλασσα όταν πάνω της διαχέει την απροσμέτρητη πίκρα του το Κύπελλο των 
     Άστρων.

     Σήμερα κατηφόρισα απ' το βουνό στην κοιλάδα

     κι απ' την κοιλάδα στη θάλασσα.
     Ο δρόμος τράβαγε μακρύς όσο κρατάει ένα φιλί.
     Οι μυγδαλιές σκορπούσαν τις γαλανές σκιές των κορυφών τους 
     πάνω στο μονοπάτι
     και στην κορφή της κοιλάδας, 
     ο ήλιος τινάζει τις ολόχρυσες Γολκόνδες του στο γλαυκό σου δάσος: 
     Θάλασσα!
     Μητέρα, Αδελφή, Ερωμένη...!

     Μπαίνω μες στους απέραντους κήπους των νερών σου και κολυμπώ μακριά από τη
     στεριά.
     Τα κύματα έρχονται, με τους εύθραυστους θυσάνους των αφρών και χάνονται μες 
     στη βουή.
     Προς την ακτή.
     Με τις κοκκινωπές βουνοκορφές της
     με τα γεωμετρικά της σπίτια
     με τις φοινικιές της, έρμαια του ανέμου
     που τώρα έχουν γίνει πελιδνά και παράλογα 
     σαν αποκρυσταλλωμένες μνήμες!
    ____________________________
    Luis Jorge Borges
    Μτφρ: Δημήτρης Καλοκύρης   
    ____________________________________________


*  Χ.Λ. Μπόρχες, 

   Από όλο του το έργο που προσποιείται πως το κοιτάζει ακατάδεχτα, ο Μπόρχες αγαπά κυρίως την ποίηση του. Γιατί μπορεί να την απαγγέλλει στον εαυτό του· είναι κάτι που δεν γίνεται με τα πεζά του, τυφλός όπως είναι. Και η ποίηση του έχει κάτι από έναν Γκονγκορά κι έναν Βαλερύ του καιρού μας.

   Εδώ και δεκατέσσερα περίπου χρόνια, ρώτησα μια μέρα τον Μπόρχες γιατί, αφού λίγο πολύ είχε εγκαταλείψει —ή παραμελήσει— την ποίηση, ξαναγυρνούσε σ' αυτήν την με κάποια επαυξημένη όρεξη. Μου απάντησε: «Χάνω το φως μου και μου τυχαίνει να θέλω να ξαναδιαβάσω κάτι δικό του, να το ξαναδιορθώσω, ν’ αντιμετωπίσω ξανά ένα δικό μου κείμενο που να μπορώ είτε να το ταλαιπωρήσω είτε, αντίθετα, να το θαυμάσω. 

   Αυτή η άσκηση ναρκισσισμού δύσκολα εφαρμόζεται σε πεζό κείμενο. Την ποίηση την συγκρατεί κανείς πιο εύκολα. 
   Γράφω λοιπόν ποίηση και την απαγγέλλω στον εαυτό μου: την αποστηθίζω και την χαίρομαι πιο πολύ από το πεζό». Πρέπει λοιπόν να συμπεράνουμε πως αν στα νιάτα του η ποίηση ήταν μια από τις μορφές της τέχνης του, με άνισα αποτελέσματα, μετά τα εξήντα του γίνεται μια από τις πιο συγκινησιακές και αναμφισβήτητες εκφράσεις του τρόπου του. 
   Δεν μας αφηγείται ιστορίες αέναης σχετικότητας μέσα απ' αυτήν· πρόκειται για εξομολογήσεις γύρω από τη φθορά και το μεγαλείο αυτής της σχετικότητας που τη δοκιμάζει στον εαυτό του πια, με μια παραδοσιακή μορφή που όλο την ξαναρχίζει και την τελειοποιεί.

   Δεν βρίσκουμε κλειδιά —μήτε κλειδωνιές— στα ποιήματα του Μπόρχες, αλλά αρμαθιές αναρίθμητες από κλειδιά που μερικές θυμίζουν παγίδες, κι άλλα παιχνίδια, που ανοίγουν πόρτες αέρινες όσο και απατηλές. 
   Σε καθεμιά από τις τρεις πιο γνωστές συλλογές του ποιητικού του έργου, μπορούμε ν’ αντλήσουμε κομμάτια που εξηγούν τι είναι ο ίδιος και τι γράφει, πεζό ή στίχους έτσι που τα ποιήματα του δείχνουν να μοιάζουν με συνταγές πεζών του (θα του άρεσε σίγουρα αυτή η παραδοξολογία). 
   Στους στίχους του, τους λιγότερο περίπλοκους, τους πιο φυσικούς, τους πιο αυθόρμητους, μας λεει πως τίποτα δεν δίνεται μια για πάντα, ούτε με σιγουριά, όσο κι αν το νομίζουμε· σαν να θέλει να τονίσει καλύτερα πόσο δεν υποφέρει τη σαφήνεια, την επιλογή και την ευκολία:

«Λίγο πριν το ψυχοράγημα
η κόλαση και η δόξα μας δίνονται
είναι αυτή τη στιγμή εδώ, στο Μπουένος Άιρες
αυτή την πόλη που για το ξένο του όνειρού μου
—τον ξένο που ήμουν κάτω από άλλα άστρα—
είναι μια συνέχεια από αβέβαιες εικόνες
πλασμένες για τη λήθη».


   Αυτό το απόσπασμα, με την αθωότητα και τη γαλήνη του, χαρακτηρίζει ό,τι μπορεί να σκέφτεται ο Μπόρχες, όχι μόνο για τον άνθρωπο μέσα στην ταλαίπωρη ψυχολογία του, αλλά και για τον ίδιο του τον εαυτό, απεικονίζοντας το πιθανό κι όχι το πραγματικό, το ονειρευτό κι όχι το βίωμα. 
   Διάδοχος τόσο του Κάφκα όσο και του Πιραντέλο, είναι με τον τρόπο του ένας υπαρξιστής της άρνησης, που δεν ικανοποιείται ούτε από την κλασσική —κάπως— απελπισία του υπαρξισμού, ούτε από την κατάσταση της απόγνωσης που ακολουθεί. 
   Ακόμα περισσότερο, δουλειά του δεν είναι ούτε η αυταπάτη, ούτε ο μύθος ή η φτηνή διαφυγή. Επωμίζεται τις αντιφάσεις του, τις περιπαίζει και παραμένει —σαν Φερνάντο Πεσσόα, έναν άλλο από τους πνευματικούς του προγόνους— για πάντα τραυματισμένος.

   Ο Μπόρχες ωστόσο έχει τα θεραπευτικά του μέσα: πρώτα πρώτα ένα πολύ επιμελημένο και σχολαστικό παραλήρημα της ψεύτικης ταυτότητας που με κάθε τρόπο υποκαθιστά την πραγματική. Η μεταμφίεση, η απουσία και το λάθος, για ό,τι αφορά τους άλλους και τον ίδιο, γίνονται μόνιμες καταστάσεις: αυτό είναι πολύ πιο εντυπωσιακό στα ποιήματά του απ' ότι τα πεζά του. 
   Θα μπορούσαμε μάλιστα να προτείνουμε την παρακάτω άποψη: Ας υποθέσουμε πως ο Ζεράρ ντε Νερβάλ, θύμα μιας παθολογικής κατάστασης, έγραψε, χωρίς να το έχει καταλάβει καλά καλά, το σονέτο «El Desdichado»· ο Μπόρχες, αντίθετα, ξαναζώντας ψυχρά την ίδια παραίσθηση, την μετατρέπει σε αρχή της φιλοσοφίας του· γι' αυτόν σημασία έχει, πριν απ' όλα να είναι ο στερημένος, ο απαρηγόρητος, ο θλιμμένος, έστω κι αν αυτό πληρώνεται με μια διανοητική αλλοτρίωση που τον ξεγελά αδιάκοπα με τους πιο απρόβλεπτους τρόπους· ένα μόνο απαιτεί: να ξαναγίνεται, κάθε φορά, ο απόλυτος κύριος αυτής της κατάστασης:

«Νομίζω πως ακούω απόμακρους ήχους να παραδέρνουν,
Άτακτες αναχωρήσεις μέσα σ' ομιχλιασμένη ανατολή·
Ένα πλήθος με ξεχνά αφού μ' αγάπησε
Ιδού ο χρόνος, το διάστημα και ο Μπόρχες που με παρατούν».


   Ένας Γκόνγκορα, ένας Βαλερύ του καιρού μας, όσο αναζητά μια τελειότητα μορφής, το αντίθετο από τους παράφορους και ορμητικούς μεγάλους ισπανούς ποιητές, σαν τον Νερούντα. Ο Μπόρχες υποχρεώνει τον εαυτό του να βλέπει τις ίδιες του τις ψυχώσεις σαν ένα καλλιτεχνικό και εξαίσιο παιχνίδι. 
   Όσο περισσότερο αμφιβάλλει για το αξιόπιστο των αποδείξεων, όποιες κι αν είναι αυτές, τόσο φροντίζει να μας χαρίζει τις άπειρες αναλαμπές τους. Η ασυγχώρητη διάλυση, όπου οι μάσκες όχι μόνο κρύβουν την αλήθεια, αλλά σιγά σιγά την αντικαθιστούν· δεν πρέπει ουσιαστικά να υπάρχει ούτε τελειωτικό πρόσωπο, ούτε συναίσθημα που ν' αποκτάται χωρίς συζήτηση, αφού το γιατί και το πώς, αναλλοίωτα για πάντα, παρουσιάζονται σαν οι πιο υγιείς εγγυήσεις για μια αδιάκοπη ενδοσκόπηση:

«Εγώ που είμαι το Είμαι, το Ήμουνα και το Θα είμαι
καταδέχομαι ακόμα τη γλώσσα
που είναι χρόνος διαδοχικός και έμβλημα».


Θα ήταν αστείο ν' αρχίσουμε να αμφιβάλλουμε:
Ο Μπόρχες, ο πιο βαθύς και ο πιο εξαίσια απελπισμένος —αυτός είναι ο ισπανικός αταβισμός του— βρίσκεται μέσα στα ποιήματά του πιο πολύ ακόμα από ότι στα πεζά του. Αυτό το μυαλό, όποτε θέλει, αποχωρίζεται ή ξαναβρίσκει τον εαυτό του μ' ένα σωρό τεχνάσματα· και αφού απαλλαγεί από τους νόμους του αφηγηματικού λόγου, ξεχωρίζει μέσα στη λάμψη εκείνου που δεν θέλει να είναι καθόλου, αλλά που είναι ουσιαστικά: μια ρώσικη ρουλέτα από ομοιώματα που από την πιο τρυφερή του νεότητα πήραν τη θέση της πραγματικότητας.



____ περιοδικό, Διαβάζω, τχ. 79 (19 Οκτ. 1983) 42] _________________



Scholeio.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: