Σ. Γεωργιάδου, Άνεμος Ατάραχος Χαιδεύει τις Τρύπες του Σύμπαντος



Στέλλα Γεωργιάδου


     ____________ Λανθάνουσα ύπαρξη


     Συγγνώμη μα δεν ήξερα
     και νόμισα ότι αυτός ο κόσμος
     είναι τερτίπι
     μιας αρρωστημένης φαντασίας
     που δόλια εκφυλίζει
     το αγαθό σε μιαρό
     και υποθάλπει
     την έμφυτη στον άνθρωπο
     ροπή προς το κακό
     στην κάκιστη εκδοχή της


     Κι όλο κοιμόμουνα
     Κοιμόμουνα με πείσμα
     για ν' αποδείξω πως δε ζω
     παρά σε έναν εφιάλτη

     και ... πού θα πάει θα ξυπνήσω

     Περνούσανε οι μέρες
     σε ασάλευτη σιωπή
     κι ανάσα κρατημένη ως τα μύχια
     Σε μάταιη αναμονή φωτός

     Ώσπου στο τέλος πείστηκα
     πως μάλλον δεν υπάρχω


     Πως είμαι κάτοικος ονείρου
     προσώπου άγνωστης ταυτότητας
     Ευθύς με τρόμο διαπίστωσα
     πως η μονάκριβη ύπαρξή μου
     ζει την ελάχιστη διάρκεια
     ενός αμφίβολου ύπνου

     Και είπα ας προλάβω τάχα
     να καταγράψω τώρα το συμβάν
     Ίσως να με πιστέψουν κάποτε
     οι άλλες εικασίες
     πως ήμουνα κι εγώ εκεί
     σε ειρκτή ανάμεσά τους.




_______________ Ας


Ας ξαπλώσω απόψε
απ' της αλήθειας τη μεριά
- της δικής μου φυσικά -
Είναι προσωπικό στοίχημα η αλήθεια
κι αντιληπτή απ' τον καθένα
ανάλογα
με το σχήμα του κόσμου του


Ας θεωρήσω λοιπόν
ότι οι σκέψεις μου με συμπεριλαμβάνουν
στο βαθμό που τις υπακούω
σαν κατοικίδιο
ήμερο, στα όρια της ασφάλειάς του
έξυπνο, στα όρια της προέλευσής του
πιστό, στα όρια της αντοχής του

Ας υποθέσουμε τέλος
πως το ποίημα
είναι ο γενικός αποστακτήρας
αυτών που βίωσα
αγάπησα και μίσησα
ελπίζω ή φοβάμαι
ή
όσων νομίζω ότι βίωσα
αγάπησα και μίσησα
ελπίζω ή φοβάμαι

Ποιο να 'ναι άραγε εκείνο
το μαγικό συστατικό
που θα το κάνει κοινωνό
μιας έγκλειστης
- παράφορης σχεδόν -
ανάγκης για ουρανό

Λέξεις παυσίλυπες, λέξεις ασύλητες
ασύλληπτη για μένα αυτή η σκέψη
Ίσως στην έμβρυα μνήμη μου χαμένη
ή ανύπαρκτη

Ας είναι
Ας παραμείνει μυστική η έξοδος
ας μείνουνε τα μάτια σφαλιστά
κι ας τριγυρίζει εκείνο άηχο
ελεύθερο απ' τα δικά μου τα δεσμά

Ίσως αν ξαναγεννηθώ αθώα
θα μπορώ και να σωπαίνω.

__________________________ Στέλλα Γεωργιάδου

από τη συλλογή Μάσκα οξυγόνου





     ____________ Σαν προσευχή


     Μητέρα μου φύση
     Δεν είμαι παρά ένα απ’ τα πιο αδύναμα πλάσματά σου
     εγωκεντρικό απορριμματοφόρο, που προσπαθεί να σωθεί
     απ’ την πλεονεξία της ευφυΐας του
     κι από τη θλίψη που του προσφέρει
     ο κατατρεγμός της σιωπής σου

     Άφησε με να σε νιώσω, να νιώσω το αίμα που μας δένει
     Να βαδίσω μαζί σου κι όχι απέναντί σου
     Να ξαναβρώ την καταγωγή μου
     Γιατί δεν είμαι άμοιρος ευθυνών
     ούτε αθώος των προγονικών σφαλμάτων
     Μα σ’ αγαπώ και σε χρειάζομαι
     όπως ο άντρας την αγάπη της γυναίκας του
     όπως η ανάσα μας, το οξυγόνο
     όπως το αφυδατωμένο χώμα την αναγεννητική βροχή

     Μου λείπεις και μου λείπουνε τα πάντα
     Καμιά ισορροπία μέσα σ’ αυτόν τον αλλότριο κόσμο
     Ανάμεσα στους ομοίους μου είμαι ο πιο ξένος
     Η θλίψη μου είναι σαν την απουσία του ήλιου
     στο άρμα της αυγής
     Ο πόνος μου είναι σαν το καμένο δάσος,
     σκοτεινός και άκαμπτος
     Η οργή σου με φοβίζει και μ’ εξιλεώνει
     Η μοίρα σου είναι και μοίρα μου

     Μου χάρισες θεούς για να παρηγορώ τα κρίματα μου
     και τους έκανα άρχοντες του φόβου μου

     Μου χάρισες συντρόφους να μοιράζομαι την αγάπη
     και τους έκανα σκλάβους και δυνάστες μου

     Μου χάρισες ευφυΐα, όπλα και τόλμη να σε προστατέψω
     κι εγώ ανήμπορο θύμα, αδιάφορος εκμεταλλευτής,
     ένοχος έτσι κι αλλιώς
     σε πληγώνω καθημερινά κι ανεπανόρθωτα

     Και μόνο τη τέχνη μου άφησες
     Δόρυ – δοξάρι
     Να τραγουδήσω μήπως και σωθείς
     Να πολεμήσω μήπως και γλιτώσουμε
     Ή να το μπήξω μέσα μου
      αυτόχειρας απορριπτέος
     Τέκνο ανάξιο της μεγαλοσύνης σου



____________ Απραξίας εγκώμιον


Ώρες ατέλειωτες, κενές
Εκεί... Να σε κοιτάζω
Μαγνητισμένη ως τα κόκαλα του νου
Και να ρουφάς το βλέμμα μου
Ωσάν φίδι το γάλα

Ώσπου
Άδεια κούπα, εγώ
Να ξεψυχώ μπροστά σου
Την ώρα που θ’ αρχίζει
Το αιμόδιψο δελτίο των εννιά.

Το άλλο βράδυ
Θα μιλήσεις με τις φλόγες του τζακιού



     ____________ Παρόδιο


     Χωρίς λόγο ξανά εμφανίστηκες
     να ταράξεις το θλιβερό μου απόγευμα
     τη φαντασμαγορία της δύσης των αισθήσεων
     που κατάγονται από τη χώρα των λυγμών

     Τσαλακώνεις το σούρουπο
     με μια κίνηση ηγεμόνα
     και με φέρνεις στα όρια
     του φθόνου

     Όμορφη μέρα, μου λες. Κοίταξέ με
     Ναι, όμορφη μέρα. Σε κοιτώ
     Ομοιόμορφη




____________ Καταδίκη


Θέλω να σας μιλήσω για το θάνατο

Μα όχι αυτόν
που ιστορούν οι ποιητές
σε πρώτη ευκαιρία
Ούτε τον άλλον, τον ηρωικό
θυσίας προϊόν, τόλμης κι αγάπης
Ούτε κι εκείνον που φλερτάρουνε με πάθος
του έρωτα οι ηττημένοι μαχητές
Και φυσικά, ποτέ δε θα μιλούσα
για τον λυτρωτικό, τον ευεργέτη
της ασθένειας ή του γήρατος

Ο θάνατος που μέμφομαι
δεν έχει όμοιο του
σε φρίκη ή σ’ αποκοτιά
Χωμένος τραγικά
μέσ’ σε ψυχές ανήλιαγες
σπηλιές παραφροσύνης
Εκεί που η ζωή σφαδάζει
αμνός, και τη θυσία καρτερά
του εξαγνισμού

Σπαράσσει ο φόβος το κορμί
δαιμόνιος δόλος ο κυρίαρχος του νου
στην αναπότρεπτη φυγή
άρμα βαμμένο αίμα

Σπλαχνίσου Άδη
την εθελούσια άρνηση
–θεματοφύλακα εσύ του σκότους–
και δώσε
στον πόνο έξοδο
φωτιά στο φόβο
και της απόγνωσης τα μάτια
με λάσπη σφάλισέ τα
ώσπου να λάμψουνε ξανά ζωή
Με τη ρομφαία του ήλιου
κάρφωσέ τον

Πύρινο φως
να πλημμυρίσουνε τα τάρταρα
Στο έρεβος να μην προσμένει πλέον
καμία λύτρωση

Αυτός ο θάνατος, ο αλλόφρων
στιγματισμένος, μιαρός
και εξοστρακισμένος
να καταδικαστεί
χωρίς αγάπη

Εις θάνατον
να καταδικαστεί
πολλάκις.




     ____________ Εσωτερικές ειδήσεις


    Λειψή η ανατολή Ο καιρός σου παρήλθε και
      δεν παρηγορούνται πια τα τριαντάφυλλα
      Γυμνά αγκάθια σε ξερόκλαδο κορμί
     Το στερημένο των φιλιών σου

     Σ’ αφουγκράζομαι
     σε κάποιαν έρημο πλεύση
     Σ’ αναζητώ
     σε χρόνο μη ευδόκιμο
     Μοιάζω
     ξένη σε κάθε εποχή
     –μια παρωδία με χαμόγελα διαρκείας–

     Ακραία τα φαινόμενα που μας εμπόδισαν
     Ακραία η καιροσκόπος μου επιθυμία
     Ακέραια η θλίψη μου την κάθε άνοιξη

     Ανατρέχω στα ύστατα ημερολόγια
     Ήδη, σημειωμένος ο καιρός της απουσίας
     με μαύρη σκοτεινή αναπόληση
     Και το χαρτί μουσκεύει από ξένα δάκρυα
     που νιώθουν την οδύνη μου δική τους

     Τουλάχιστον συννεφιά
     Ναι, και βροχή παρακαλώ, αν επιτρέπεται
     Βίαιη κι εκκωφαντική, ως κάθαρση
     Να με ξεπλύνει απ’ την εκούσια απάθεια
     να παρασύρει εκείνο το λυγμό
     που έτσι κι αλλιώς δεν άκουσες

     Στη θάλασσα, στη θάλασσα
     να πνίξουμε τις λέξεις
     των ανοχύρωτων ονείρων.



____________ Ου γαρ έρχεται μόνον


Κρέμονται από την πένα του
σταγόνες αγωνίας
Ποτέ δεν είν’ αργά για ένα θαύμα

σκέφτηκε
κι ύστερα, κοίταξε νωχελικά τη μαύρη αράχνη
που στη γωνιά της ύφαινε ιστό
μάταια κι αυτή προσμένοντας
περαστικές αγάπες
στα μεταξένια δίχτυα της να δέσει
νόστιμον ήμαρ

Κοιτάζει αίφνης το λευκό
του τοίχου χιόνι
που γκρίζαρε ανεπαίσθητα στον κρόταφο
Καιρός να βάψω τα μελλούμενα
σκέφτηκε πάλι

Η πένα, στου χαρτιού τη στείρα λάμψη
εκείνη της αγνής, του νου, λευκότητας
δε συνηγόρησε
Στέκει μετέωρη, παρατηρεί τα δρώμενα

Του ποιητή την έκδηλη αγωνία
στο πρόσωπο και τα σφιγμένα χείλη
στο απλανές μέσα στραμμένο βλέμμα
στα νύχια του, τα μισοφαγωμένα
και στον καφέ του από ώρα παγωμένο

Τίγκα και το τασάκι από γόπες
Να συνωστίζονται εκεί χαμένες σκέψεις
και αποκόμματα μιας έμπνευσης σπουδαίας
Πάλι τσιγάρο άναψε

Να καίγονται σε κάθε ρουφηξιά
ήλιοι και ανοιξιάτικες εικόνες
περιπαθείς συμπτύξεις των χειλιών
και έξοδοι ηρωικές από ‘να τέλμα
μίας καινοφανούς απόδρασης

Κρίθηκαν ακατάλληλες για τη μεταφορά
όλου του άσκοπου –πλην τίμιου– αγώνα
να εξωστρέψει μιαν ανύπαρκτη ενάργεια

Ήρθε άραγε το τέλος, με τρόμο αναρωτήθηκε
Μήπως να καταγράψει το παρόν;
Μήπως να σκάψει κι άλλο;
Αφήνει κάτω τη γραφίδα
κι ένα καινούριο πρόσχημα ζητά
να αναβάλλει την αποδοχή
αυτού, που μπρος του συντελείται

Τον χρόνο
μόνο τα βρέφη κι οι νεκροί
δεν τον φοβούνται



     ____________ Εγώ ο γλάρος


    Σε μισώ που δε με κράτησες
      μακριά απ’ τον κίνδυνο

     Σε μισώ που μ’ αγαπούσες τόσο
     ώστε να μ’ αφήσεις ελεύθερη

     Σε μισώ που μου ‘δειξες την άλλη όχθη
     μα δεν μ’ έσωσες καθώς πνιγόμουνα
     Σε μισώ, που έκλαιγες για μένα κρυφά
     όσο εγώ ερωτευόμουν ένα ψέμα
     όσο ο καθρέφτης μου αντανακλούσε την απάτη
     Θυμάσαι τα θολά νερά της λίμνης
     στα βουλιαγμένα απογεύματα του Αυγούστου
     Τότε που σ’ αγαπούσα;
     Γλάρος εγώ κι εσύ ο πλαστουργός μου

     Τι θέατρο!

     Τι ζωή!

     Σε μισώ
     κι είναι το μόνο μου πια κίνητρο
     να συνεχίσω να υπάρχω

     Εγώ ο γλάρος




____________ Άωρο δις αινιγματικό


Και να που δε χορταίνω
Φως
Δισυπόστατη να σε διαβάζω
και να με ραίνει μελωδικά αχός
γνωστός από παλιά συντρίμμια
Φως να με ραίνει

Ας καίει τ’ αρνητικό του νου
Εκεί να φλέγονται
πικρά άχρηστα μυστικά
ξέθωρα μάτια, λυγισμένα όνειρα
Αποτάσσομαι του θεού σου
Φως εναγκαλίζομαι

Σημάδι διαλεγμένο
σε τοίχο που ασβέστωνε η θλίψη
επίμονο
Και σε προσκύνησα
Γιατί... οι καιροί ερχόμενοι
με πασουμάκι μαλακό
όχι μ’ αρβύλες και φωνές
μας ξάνθυναν τα μάτια
και ημερέψαν’ οι λυγμοί

Τώρα γλιστράνε μαλακά πάνω στο φως
που δε χορταίνω να ρουφώ, να με ρουφάει
και δεν μπορώ… Να
μιας φωνής αράδα να σκαρώσω
Κι εσύ, μιλάς με καταποντισμούς
Συνέπειες αθρόες
αναδιατάσσουν τα μικρά φωνήεντα
που φύλαγα στο λίκνο της αγάπης

Κάπου – κάπου
κάνε την καρδιά σου κάρβουνο
να βρίσκω πρώτη ύλη
για τη νύχτα
Και θα δωρίσω την πορφύρα

απ’ το πιο καθάριο αίμα μου
στη λιτανεία του θέρους –αν είναι νάρθει–
Καρποί σου οι λόγοι, αυτόπτες

Δε σιγουρεύεται το φως
αστέρι μου μοναχικό
Σταχτιά τα περιγράμματα σου
Δέλεαρ τα φωνητικά σου λόγια
πάνω κι απ’ της αψίνθου τα τεχνάσματα

Των φιλιών τ’ αποτύπωμα
χαρακιά στο κορμί του χειμώνα
Να σκύψω, μια σταλιά, στον ύπνο σου
να δω την κλίση του ονείρου σου

Όσον καιρό κι αν πάρει
μύθος θα γίνει


      ____________ Ξέρεις ποιο ποίημα αγαπώ;


   Ξέρεις ποιο ποίημα αγαπώ;
     Μα φυσικά
     εκείνο που δεν έγραψα ποτέ
     εκείνο που δεν άντεξε
     στην εισβολή των λέξεων
     κι έφυγε τρομαγμένο
     για ν’ αλητέψει λεύτερο
     από της γλώσσας τα δεσμά
     κι από της γνώσης
     την αλαζονεία

     Άστεγο τριγυρίζει από τότε
     Στις παιδικές χαρές νυχτώνεται
     και πάντοτε κοιμάται στα παγκάκια

     Κι όταν καμιά φορά τυχαία με συναπαντά
     μ ’ένα χαμόγελο συνενοχής
     κάνει πως δε με βλέπει.


____________ Σήψη


Βοήθεια σου ζητώ νηφαλιότητα
Σου λέω δεν αντέχω
Δύναμη ας μου δώσει κάποιος
Να μην ακούω, να μη βλέπω
Άλλο δεν μπορώ
Σ’ αυτό το άρρωστο κλίμα
με τόσους ανόητους, τόσους γελοίους
τόση αλληλοκτονία

Σα να μου φόρεσαν μια μέγγενη
που σφίγγει, σφίγγει
και δεν αφήνει
ούτε μήπως
ούτε ελαφρυντικά

Ποιος σκοτεινός ιθύνων νους
τα όριά μου ανιχνεύει;

Στο γέρο-διάολο χατίρια εγώ
δεν έκανα
και για χατίρι κανενός
αλήτη ή αγίου
ν’ αποδεχθώ δεν πρόκειται
τερτίπια της ανάγκης

Αχρείες σκέψεις, άλογες
σαν τις κραυγές σας, νάνοι
πουλημένοι στις εποχούμενες
προσαρμοσμένες συνειδήσεις σας

Εσείς
Οι επιφανείς της διαστροφής
Οι ευκατάστατοι ευδαιμονίας
Επιβήτορες της σήψης
που τρέχει απ’ τα νοσηρά μυαλά σας
και μου λερώνει
τα ολοκαίνουρια
τα κατακόκκινά μου όμορφα παπούτσια

Η υπομονή μου ξόφλησε τη συνδρομή της
και η ανάποδή μου όψη
πιο αιχμηρή από ποτέ
τρυπάει τη σαπουνόφουσκα
της εφησυχασμένης σας ψυχής
ξερνώντας δέσμιους και δεσμώτες




     ____________ Συνάντηση με το απρόοπτο


    Κάθε που ζυγώνει η άνοιξη, ντύνομαι ζεστά
       και κοιτώ καχύποπτα τις ηλιόλουστες μέρες
      Ποια απάτη μου ετοιμάζουν πάλι;
      Κλείνω τα παντζούρια, για την ενδεχόμενη βροχή
      και πίσω απ’ τις γρίλιες τους, παρατηρώ τα δρώμενα
      κι εσένα
      εσένα που μου γνέφεις, απρόοπτο.

      Τηλεφωνεί ο χρόνος

      Παράξενα που τραγουδάει το μέλλον
      Με αυξανόμενη ένταση
      Παρηγορούμαι, πως είναι νύχτα
      πως δεν είναι Μάιος
      κι ανοίγω τα παράθυρα στην αύρα του απρόσμενου
      και τρυπώνεις ήλιε

      Μα τι νόμισες, εγκαταλειμμένο πως είναι το ερείπιο;


     Ανάβω δυο τσιγάρα

     ένα για μένα κι ένα για τη συντροφιά σου
     Καπνίζεις τις πίκρες μου, τις στάχτες τους σκορπίζεις
     στις ακτές της μνήμης μου
     Πίνουμε απ’ την ίδια λησμονιά, γεμάτη η κούπα
     Μου κλείνεις το μάτι, δανεική η ανταπόδοση

     Θα ‘ρθεις

     Δεν κάνει πια παιχνίδια το φθινόπωρο
     όπως ο αλήτης Μάης
     Όλη μέρα ξεσκόνιζα τα περασμένα –τοπία χειμερινά–
     να υποδεχθώ τον ερχομό σου, συγκυρία

     Θα ‘ρθεις

     Και θα βγούμε μαζί στις νωπές λεωφόρους–καθαρτήρια
     Ν’ αχνίζουν οι καινούριες αγάπες
     και σαν πρόωρα βρέφη να ρουφούν με μανία
     ζωή κι επιείκεια.




____________ My New York


Η πόλη αναπτύσσεται κάθετα
Το βλέμμα διάτρητο ανυψώνεται
να συναντήσει τον ουρανό
και γλιστρά από παράθυρο σε παράθυρο.

Ο ουρανός χαμηλώνει παράδοξα
Διεισδύει στους σκοτεινούς δρόμους
πασχίζοντας να εξημερώσει μια
ακόρεστη φιλοδοξία για εξύψωση.

Από την άλλη το ατσάλι βυθίζεται στα έγκατα.
Τούνελ αλληλοτεμνόμενα,
βιαστικές λεωφόροι,
άνθρωποι σε μοναχικές διαδρομές
διασχίζουν το ετερόχρονο.

Ο παλμός μιας μεγάλης καρδιάς,
η καρδιά μιας πόλης,
που ρουφάει αίμα
από σωλήνες υγραερίου
κι αέρα κλιματιζόμενο,
μεταφέρεται με ανελκυστήρα
με ιλιγγιώδεις ταχύτητες.

Ανεβαίνει στις κορυφές
των γιγάντιων σπιρτόξυλων
χοροπηδώντας συνουσιάζεται
μ’ έναν ήλιο λευκό
ξέθωρο κι απόμακρο.

Εκεί κάτω ο ρυθμός βιαστικός
σπρώχνει το χρόνο καταδιώκοντας τον
τον εξορίζει στις πλατείες, στα πάρκα,
στους περιπάτους των επισκεπτών,
στην άβυσσο των ματιών των αστέγων.

Και κάθε βράδυ εξαγνίζεται
στο αλκοόλ και στους ήχους
ενός σπασμένου σαξόφωνου.


____________ Στέλλα Γεωργιάδου

Αδημοσίευτα





Διάτρητος και μόνος


   O ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΠΛΗΓΩΜΕΝΟ ΑΝΕΜΟ. Έναν άνεμο γεμάτο τρύπες. 
   Φυσάει και κανένα καράβι δεν προχωρά. Ούτ’ ένα μέτρο, ούτε μισό κλυδωνισμό. 
   Φυσάει, φυσάει, μέχρι που τα πνευμόνια του στεγνώνουν. Και μόνο εκείνος νοιώθει 
   τον αέρα που εξέπνευσε. 
   Τριγύρω νηνεμία. Γέλια, χαρές στις παραλίες, βόλτες, μαμάδες με καροτσάκια, 
   ερωτευμένα ζευγάρια, στην πόλη μποτιλιάρισμα, συναλλαγές στα ύποπτα τραπέζια, 
   αγγελίες, εξαγγελίες, απάτες κι οφθαλμαπάτες. Κι αυτός; 
   Μόνος. Μόνος κι αόρατος. Αόρατος κι αόριστος. Ένας αόριστος γεμάτος τρύπες. 
   
   Μα ποιος να τις δει; Ποιος θα δει πώς αιμορραγεί ένας αφανής άνεμος; 
   Σέρνεται στις αγορές, στα πάρκα, στα στενά δρομάκια, στα φρεσκοσκαμμένα 
   πεζοδρόμια. 
   Περνάει απ’ τα πάτρια, τα οικεία και τα’ αλλότρια. Ίχνη αναίμακτα παντού. 
   Σκορπίζει την ψυχή του, τη σκορπίζει και χαίρεται. Χαίρεται και γαληνεύει. 
   Η οικουμενική του ταυτότητα πλημμυρίζει το σύμπαν. 
   Ένα σύμπαν διάτρητης ύλης. 
   Άνεμος ατάραχος χαϊδεύει τις τρύπες του σύμπαντος. Κάποιες νοικοκυρές καθαρίζοντας
   τις αυλές τους, μαζεύουν ξερά φύλα σε σωρούς και τα καίνε. 
   Καίνε τις νοσταλγίες του και τον αφήνουνε γυμνό στην αδυσώπητη μνήμη. 
   Μνήμη που τρέφει το παρόν και απαιτεί τροφή από το μέλλον. 
   Πώς να σκαλίσει τώρα τα παλιά του υλικά, να επιδιορθώσει τους ιμάντες της
   βραδυπορίας του; 
   Χώνεται βιαστικά στο συμβατικό του σώμα και υποτάσσεται. Εκεί, απόλυτα 
   προφυλαγμένος, θα τραγουδήσει πάλι για τον προορισμό του αίματος.
_____________________________________________________


Στέλλα Γεωργιάδου

Scholeio.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: