Άγγελος Σικελιανός
Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
νά που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου...
Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς,
μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
νά τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
λάμπ' η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
βρέχει απ' τα βάθη τ' ουρανού και μέσα μου ο καρπός!...
Γιατί δεν είπα: «εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει...»
μα «αν είν' η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως...
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός...»
νά που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
νά που ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!...
Σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι,
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο),
στο φωτογώνι της καινούριας Λευτεριάς Σου Ελλάδα,
μου αναλαμπάδιασε άξαφνα η ψυχή σα να 'ταν΄
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως νά 'χα
τ' άγιο κελλί του Ηράκλειτου τριγύρα μου,
όπου, χρόνια,
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους λογισμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το Ναό...
Γιγάντιες σκέψεις,
σα νέφη πύρινα ή νησιά πορφυρωμένα
σε μυθικόν ηλιοβασίλεμα,
άναβαν στο νου μου,
τι όλη μου καίονταν μονομιά η ζωή
στην έγνοια της καινούριας Λευτεριάς Σου, Ελλάδα !
Γι αυτό δεν είπα:
Τούτο είναι το φως της νεκρικής πυράς μου...
Δαυλός της Ιστορίας Σου, έκραξα, είμαι,
και να, ας καεί σα δάδα το έρμο μου κουφάρι,
καταβολάδα του Εμπυραίου,
με τη δάδα τούτην
ορθός πορεύοντας, ως με την ύστερη ώρα,
όλες να φέξω τέλος τις γωνιές της Οικουμένης,
ν' ανοίξω δρόμο στην ψυχή,
στο πνέμα, στο κορμί Σου, Ελλάδα !
Είπα, κι εβάδισα
κρατώντας τ' αναμμένο μου συκώτι
στον Καύκασο Σου,
και το κ'αθε πάτημά μου
ήταν το πρώτο, κι ήταν, θάρρευα, το τελευταίο,
τι το γυμνό μου πόδι εσκόνταβε στα πτώματά Σου,
γιατί το σώμα, η όψη μου όλο μου το πνέμα,
καθρεφτιζόνταν, σα σε λίμνη, μέσα στα αίματα Σου !
Εκεί, σε τέτοιον άλικο καθρέφτη, Ελλάδα,
καθρέφτη απύθμενο, καθρέφτη της αβύσσου
της Λευτεριάς Σου και της δίψας Σου, είδα τον εαυτό μου
βαρύ από κοκκινόχωμα πηλό πλασμένο,
καινούριο Αδάμ της πιό καινούριας πλάσης
οπού να πλάσουμε για Σένα μέλλει, Ελλάδα !
Κ' είπα:
Το ξέρω, ναι, το ξέρω, που κι οι Θεοί Σου
οι Ολύμπιοι χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,
γιατί τους θάψαμε βαθιά - βαθιά, να μην τους βρουν οι ξένοι.
Και το θεμέλιο διπλοστέριωσε κ' ετριπλοστέριωσε όλο
μ' όσα οι οχτροί μας κόκκαλα σωριάσανε αποπάνω...
Κι ακόμα ξέρω, πώς για τις σπονδές και για το τάμα
του νέου Ναού π' ονειρευτήκαμε για Σένα, Ελλάδα,
μέρες και νύχτες τόσα αδέρφια σφαχτήκαν αναμεσό τους,
όσα δε σφάχτηκαν αρνιά ποτέ για Πάσχα !...
Μοίρα, κ' η Μοίρα Σου ως τα τρίσβαθα δική μου !
Κι απ' την Αγάπη, απ' τη μεγάλη δημιουργόν Αγάπη
να που η ψυχή μου εσκλήρυνεν, εσκλήρυνε και μπαίνει
ακέρια πια μέσα στη λάσπη και μες στο αίμα Σου, να πλάσει
τη νέα καρδιά που δεν χρειάζεται στο νιο Σου αγώνα, Ελλάδα !
Τη νέα καρδιά που κιόλας έκλεισα στα στήθη,
και κράζω σήμερα μ' αυτή προς τους Συντρόφους όλους:
"Ομπρός. βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ' την Ελλάδα.
ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε το ήλιο πάνω από τον κόσμο !
Τι, ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ' αξόνι του βαθιά μες το αίμα !
Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μοναχός του ν' ανέβει ο ήλιος.
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ' τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ' το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του !
Ομπρός, αδέρφια και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπός κ' η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου !
Ομπρός οι δημιουργοί ! ... Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος !
Βοηθάτε με κ' εμένανε αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα...
Τι πια είν' απάνω μου και μέσα μου και γύρα,
τι πια γυρίζω σ' έναν άγιον ίλιγγο μαζί του !...
Χίλια καπούλια ταύροι του κρατάν τη βάση,
δικέφαλος αϊτός, κι απάνω μου τινάζει
τις φτέρουγές του και βογκάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στην ψυχή μου,
και το μακρά και το σιμά για με πιά είν' ένα !...
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες ! Ομπρός, συντρόφοι,
βοηθάτε να σηκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμα !
Σιμώνει ο νέος ο λόγος π' όλα θα τα βάψει
στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι...
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου...
Παχειά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας
να ξεραθούν απ' το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου,
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ' όποιο πρωτοβρόχι !
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια
τη γην αυτή να αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη...
Ν' ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο ζωής να γένει,
και η Άμπελός μας ν' απλωθεί ως τα πέρατα της Οικουμένης...
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μοναχός του ν' ανέβει ο ήλιος...
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος να τον βγάλουμε απ' τη λάσπη
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ' το γαίμα,
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν' αστράψει ο ήλιος Πνέμα !
Έτσι, σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι,
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο),
στο φωτογώνι της καινούριας Λευτεριάς Σου, Ελλάδα,
αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου, ως νά 'ταν
όλο χαλκός το διάστημα ή ως νά 'χα
τ' άγιο κελλί του Ηράκλειτου τριγύρα μου,
όπου, χρόνια,
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους στοχασμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το ναό,
ως Σας έκραζα, σύντροφοι ! "
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ' όποιο πρωτοβρόχι !
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια
τη γην αυτή να αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη...
Ν' ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο ζωής να γένει,
και η Άμπελός μας ν' απλωθεί ως τα πέρατα της Οικουμένης...
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μοναχός του ν' ανέβει ο ήλιος...
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος να τον βγάλουμε απ' τη λάσπη
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ' το γαίμα,
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν' αστράψει ο ήλιος Πνέμα !
Έτσι, σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι,
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο),
στο φωτογώνι της καινούριας Λευτεριάς Σου, Ελλάδα,
αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου, ως νά 'ταν
όλο χαλκός το διάστημα ή ως νά 'χα
τ' άγιο κελλί του Ηράκλειτου τριγύρα μου,
όπου, χρόνια,
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους στοχασμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το ναό,
ως Σας έκραζα, σύντροφοι ! "
Γιά τόν Παλαμᾶ
Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…
Βογκῆστε τύμπανα πολέμου… Οἱ φοβερὲς
σημαῖες, ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!
Σ᾿ αὐτὸ τὸ φέρετρο ἀκουμπᾶ ἡ Ἑλλάδα ! Ἕνα βουνὸ
μὲ δάφνες ἂν ὑψώσουμε ὡς τὸ Πήλιο κι ὡς τὴν Ὄσσα,
κι ἂν τὸ πυργώσουμε ὡς τὸν ἕβδομο οὐρανό,
ποιὸν καλεῖ, τί κι ἂν τὸ πεῖ ἡ δικιά μου γλώσσα;
Μὰ ἐσὺ Λαέ, ποὺ τὴ φτωχή σου τὴ μιλιά,
Ἥρωας τὴν πῆρε καὶ τὴν ὕψωσε ὡς τ᾿ ἀστέρια,
μεράσου τώρα τὴ θεϊκὴ φεγγοβολιὰ
τῆς τέλειας δόξας του, ἀνασήκωσ᾿ τον στὰ χέρια
Γιγάντιο φλάμπουρο κι ἀπάνω ἀπὸ μᾶς
ποὺ τὸν ὑμνοῦμε μὲ καρδιὰ ἀναμμένη,
πὲς μ᾿ ἕνα μόνο ἀνασασμόν: «Ὁ Παλαμᾶς!»,
ν᾿ ἀντιβογκήσει τ᾿ ὄνομά του ἡ οἰκουμένη!
Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…
Βογκῆστε τύμπανα πολέμου… Οἱ φοβερὲς
σημαῖες, ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!
Σ᾿ αὐτὸ τὸ φέρετρο ἀκουμπᾶ ἡ Ἑλλάδα! Ἕνας λαός,
σηκώνοντας τὰ μάτια του τὴ βλέπει…
κι ἀκέριος φλέγεται ὡς μὲ τ᾿ ἄδυτο ὁ Ναός,
κι ἀπὸ ψηλὰ νεφέλη Δόξας τόνε σκέπει.
Τί πάνωθέ μας, ὅπου ὁ ἄρρητος παλμὸς
τῆς αἰωνιότητας, ἀστράφτει αὐτὴν τὴν ὥρα
Ὀρφέας, Ἠράκλειτος, Αἰσχύλος, Σολωμὸς
τὴν ἅγια δέχονται ψυχὴ τὴν τροπαιοφόρα,
ποὺ ἀφοῦ τὸ ἔργο της θεμέλιωσε βαθιὰ
στὴ γῆν αὐτὴν μὲ μίαν ἰσόθεη Σκέψη,
τὸν τρισμακάριο τώρα πάει ψηλὰ τὸν Ἴακχο
μὲ τοὺς ἀθάνατους θεοὺς γιὰ νὰ χορέψει.
Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…
Βόγκα Παιάνα! Οἱ σημαῖες οἱ φοβερὲς
τῆς Λευτεριᾶς ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!
ομπρός
Ομπρός ! Με ορθή, μεσούρανη
της λευτεριάς τη δάδα
ανοίγεις δρόμο, Ελλάδα,
στον Άνθρωπον... Ομπρός !
Ορμάνε πρώτοι οι Έλληνες
κι όλοι οι λαοί σιμά Σου
-μεγάλο τ' όνομα Σου-
βροντοφωνάν: "Ομπρός,
ομπρός να γίνουμε ο τρανός
στρατός που ια νικήσει,
σ' Ανατολή και Δύση,
το μαύρο φίδι, ομπρός,
ομπρός, κι η Ελλάδα σηκώθηκε
και διασκορπάει τα σκότη...
Ανάστα, η Ανθρωπότη,
κι ακλούθα την... Ομπρός !
ᾨδὴ στὸ Μακρυγιάννη
Χαρὰ σὲ κειὸν ποὺ πρωτοσήκωσε
Ἀπ᾿ τὶς σκόνες σκεπασμένο,
τὸ δίστομο σπαθὶ τοῦ λόγου σου
στὸν ἥλιο Μακρυγιάννη.
Κι᾿ ἀπάνω καὶ στὶς δυὸ πλευρὲς γραφή
Ἀπ᾿ τὴ μιά, τὰ λόγια αὐτά Σου χαραγμένα, στρατηγέ μας:
«Τὴ λευτεριά μας τούτη δὲν τὴν ἥβραμε στὸ δρόμο,
καὶ δὲ θὰ μποῦμε εὔκολα στοῦ αὐγοῦ τὸ τσόφλι,
γιατὶ δὲν εἴμαστε κλωσόπουλα, σ᾿ αὐτὸ νὰ ξαναμποῦμε πίσω,
μὰ ἐγίναμε πουλιὰ καὶ τώρα πιὰ στὸ τσόφλι δὲ χωροῦμε».
Κι᾿ ἀπ᾿ τὴ δεύτερη πλευρά, γραφὴ ἄλλη χαραγμένη:
«Ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου ἀκόμα καὶ τὸ θάνατο τὸν δέχομαι
τὶς τόσες φορὲς τὸν θάνατο ἐζύγωσα, ἀδερφοί μου καὶ δὲ μὲ πῆρε,
ποὺ γιὰ τοῦτο τὸ θάνατο καταφρονῶ,
κι ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου πεθαίνω».
Χαρὰ σὲ κειὸν ποὺ πρωτοσήκωσε ἀπ᾿ τὸ χῶμα αὐτὴν τὴ σπάθα
καὶ τέτοια διάβασε ἐπάνω της βαγγέλια.
Στὴ Μαρία Πολυδούρη
Μὴ στοχαστεῖς πὼς ἦρτα ἀργὰ κοντά σου. Εἶναι κρυφὸς
ὁ δρόμος μου καὶ δὲν τὸν ξέρουν οἱ ἄλλοι.
καὶ χρόνια τώρα, ἀνήξερά Σου, εἶμαι γιὰ Σένα ὁ ἀδερφός,
ὁποὺ Σοῦ σιάζει μυστικὰ τὸ προσκεφάλι...
Κι᾿ ἂν ἀπ᾿ τὴν ὄχτη φαίνεται πὼς ἔρχομαι, ὅπου τὴ νευρὴ
τῶν τόξων μου τανύζω
μὲ πεῖσμα, ἐνάντια στὴν ὀκνιὰ ποὺ μὲ κυκλώνει τὴ μιαρή,
μὰ ἀληθινά, γυρίζω
ἀπὸ τὴν ὄχτην ὅπου ἀνθοῦν οἱ θεῖοι μονάχα ἀσφοδελοὶ
κι᾿ ὅπου σαλεύει μόνο
ὅποια μορφὴ ἀναδύθηκε γιὰ μένα ὡς πλέρια ἀνατολὴ
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸν τέλειο πόνο...
Ἐκεῖθεν᾿ ἔρχομαι σ᾿ Ἐσέ, ποὺ ὁ θάνατός μου κ᾿ ἡ ζωὴ
διπλό μου φέγγει ἀστέρι.
μὰ γίνοντ᾿ ἕνα μέσα μου καὶ τὰ τυλίγει μία πνοὴ
σὰ Σοῦ κρατῶ τὸ χέρι,
καὶ συλλογιέμαι πὼς δὲν ἦρτα ἀργὰ κοντά Σου (μὲ τὸ φῶς
ἢ τὸ σκοτάδι ἂν πρόλαβα), τί φτάνω ἀπ᾿ τ᾿ ἀκρογιάλι
αὐτῶν ποὺ μ᾿ ἑτοιμάσανε νὰ Σοῦ ῾μαι ὁ ἄξιος ἀδερφός,
καὶ νά ῾μαι πλάι Σου πάλι...
Ὄχι δὲν εἶναι χίμαιρα
Ὄχι, δὲν εἶναι χίμαιρα
νὰ καβαλᾶμε τὸ ὄνειρο
τὴ θείαν ἐτούτη μέρα
ποῦ ὅλα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα,
κι ἐμεῖς κι οἱ ἥρωες καὶ οἱ θεοὶ
στὴν ἴδια ὁρμᾶμε μέσα αἰώνια σφαίρα
* Ο Άγγελος Σικελιανός (15 Μαρτίου 1884 - 19 Ιουνίου 1951) ήταν ένας από τους μείζονες Έλληνες ποιητές. Το έργο του διακρίνεται από έντονο λυρισμό και ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο.
Γεννήθηκε στη Λευκάδα, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 1900 και τον επόμενο χρόνο γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει ποτέ τις νομικές του σπουδές. Τα ενδιαφέροντά του ήταν καθαρά λογοτεχνικά και από νωρίς μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο αλλά και την Αγία Γραφή και ξένους λογοτέχνες όπως τον Ντ' Αννούτσιο. Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια και στράφηκε στην ποίηση και το θέατρο.
Scholeio.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου