Μιρό, Πίνακας |
Λεξικό, ουσ. Κακόβουλη
φιλολογική επινόηση
Δεν μπορούμε να συλλάβουμε στο ακέραιο την όποια σαγήνη ασκούσε
ο Μπιρς, που έκανε τους συγχρόνους του να ανέχονται, να απολαμβάνουν ή ακόμα και να λατρεύουν το μεγάλο"στραβόξυλο".
ο Μπιρς, που έκανε τους συγχρόνους του να ανέχονται, να απολαμβάνουν ή ακόμα και να λατρεύουν το μεγάλο"στραβόξυλο".
Αρκεί να επισημάνουμε -στοιχείο που παραλείπεται στις σύντομες μαρτυρίες γύρω από τη ζωή του- ότι υπήρξε ένας εξαιρετικά γοητευτικός άντρας.
Ήταν ψηλός κι ευθυτενής και είχε όψη ανθρώπου εύρωστου και ρωμαλέου, παρότι υπέφερε από χρόνιο άσθμα.
Είχε πυκνά ξανθά μαλλιά κι ένα εξαίσιο μουστάκι. Τα μάτια του ήταν γαλάζια, σαν το ουρανό, και το χρώμα της επιδερμίδας του ροδαλό και δροσερό, παρά τις συνεχείς καταχρήσεις του σε σκληρά ποτά.
Είχε πυκνά ξανθά μαλλιά κι ένα εξαίσιο μουστάκι. Τα μάτια του ήταν γαλάζια, σαν το ουρανό, και το χρώμα της επιδερμίδας του ροδαλό και δροσερό, παρά τις συνεχείς καταχρήσεις του σε σκληρά ποτά.
Ντυνόταν σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας και είχε εμμονή με την καθαριότητα, ίσως επειδή τα πρώτα του χρόνια, αυτά που διαμορφώνουν την προσωπικότητα, τα είχε περάσει μες στη βρομιά και τη δυσωδία μιας από τις αθλιότερες διαμάχες στην ανθρώπινη ιστορία.
αβορίγινες, ουσ. πληθ. Άτομα μηδαμινής αξίας που παρακωλύουν την απόβαση στα εδάφη μιας νεοανακαλυφθείσας χώρας. Σύντομα παύουν να είναι εμπόδιο και γίνονται λίπασμα.
άγιος, ουσ. Νεκρός αμαρτωλός, σε αναθεωρημένη και επιμελημένη έκδοση.
αγκαλιά, ουσ. 'Ενα από τα σημαντικότερα όργανα του θηλυκού σώματος -μια θαυμαστή πρόνοια της φύσης για την εναπόθεση των νεογνών, αλλά κατά κύριο λόγο χρήσιμη σε γιορτές της υπαίθρου, όπου στηρίζει πιάτα με κρύα κοψίδια κοτόπουλου και κεφάλια ενηλίκων ανδρών.
Το άρρεν του είδους μας έχει υποτυπώδη αγκαλιά, ατελώς ανεπτυγμένη, που ουδόλως συμβάλλει στην ουσιαστική ευημερία του ζώου.
αγόρευση, ουσ. Έκρηξη ρητορικής ρουκέτας. Θαμπώνει, αλλά για έναν παρατηρητή με το λάθος είδος μύτης η πιο χαρακτηριστική της ιδιαιτερότητα είναι η οσμή των διαφόρων ειδών μπαρούτης που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή της.
αγύρτης, ουσ. (1) Αντίπαλος που επιδιώκει τις ίδιες δημόσιες τιμές με μας. (2) Άτομο της πλέον μηδαμινής αξίας. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα "αγυρτάζω", που σημαίνει "μαζεύω χρήματα ζητώντας ελεημοσύνη". Συνεπώς ως αγύρτης μπορεί να εκληφθεί ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας. (3) Άτομο του οποίου οι ιδιότητες, έτοιμες προς επίδειξη σαν κασόνι με μούρα σε υπαίθρια αγορά -με τα ωραία μούρα πάνω πάνω- έχουν ανοιχθεί από τη λάθος πλευρά. Ανεστραμμένος ευγενής.
αδαής, επίθ. Άτομο που δεν είναι εξοικειωμένο με ορισμένα είδη γνώσης οικεία σε εμάς, ενώ διαθέτει άλλα είδη γνώσης για τα οπία εμείς δεν γνωρίζουμε τίποτα.
αδέσμευτος, επιθ. Στην πολιτική, ο πάσχων από αυτοσεβασμό και εθισμένος στη διαστροφή της ανεξαρτησίας. Όρος άκρως χλευαστικός.
αδικία, ουσ. Βάρος το οποίο, απ' όλα όσα φορτώνουμε στους άλλους και σηκώνουμε οι ίδιοι, είναι το ελαφρύτερο στο χέρι και το βαρύτερο στην πλάτη.
αθρησκία, ουσ. Η θεμελιώσης αρχή μιας από τις σπουδαιότερες πίστεις στον κόσμο.
ακαδημία, (αρχαία), ουσ. Σχολή όπου διδασκονταν η ηθική και η φιλισοφία.
ακαδημία (σύγχρονη), ουσ. Σχολή όπου διδάσκεται το ράγκμπι.
ακόλαστος, επίθ. Κάποιος που κυνήγησε με τέτοιο πάθος την ηδονή, ώστε είχε την ατυχία να την προφτάσει.
αλήθεια, ουσ. Ευρηματικός συνδυασμός επιθυμίας και φαινομένου. Η ανακάλυψη της αλήθειας είναι ο μοναδικός σκοπός της φιλοσοφίας, που είναι η αρχαιότερη ενασχόληση του ανθρώπινου νου και έχει αξιόλογες προοπτικές για τη συνέχισή της, και δη με αυξανόμενη δραστηριότητα, μέχρι το τέλος του κόσμου.
Αλλάχ. Το Υπέρτατο Ον των μουσουλμάνων, διακριτό από αυτό των χριστιανών,
των Εβραίων κτλ.
αλλοδαπός, ουσ. Πολίτης της Αμερικής υπό δοκιμή.
αμερόληπτος, επιθ. Ο ανίκανος να διαβλέψει οποιαδήποτε προοπτική προσωπικού οφέλους από τη σύμπλευση με μία από τις δύο πλευρές μιας διαμάχης ή από την υιοθέτηση μίας από τις δύο αντικρουόμενες απόψεις.
αναγνώσματα, ουσ. Το σύνολο των έργων που διαβάζει κανείς. Στη χώρα μας αυτό συνίσταται, κατά κανόνα, από ρομάντζα, διηγήματα γραμμένα σε "ιδιόλεκτο" και χιουμοριστικά κείμενα γραμμένα σε αργκό.
ανάγωγος, επιθ. Αυτός που "μεγάλωσε", αντί να "ανατραφεί".
ανδρεία, ουσ. Στρατιωτικού τύπου μείγμα ματαιοδοξίας, αισθήματος καθήκοντος και της ελπίδας του τζογαδόρου.
ανήθικο, επιθ. Κάτι που δεν μας βολεύει. Οτιδήποτε σε βάθος χρόνου και αναφορικά με την πλειονότητα των περιστάσεων οι άνθρωποι βρίσκουν γενικώς άβολο τείνει να θεωρείται ανήθικο. Εάν οι αντιλήψεις ενός ατόμου περί ορθού και λάθους έχουν οποιαδήποτε άλλη βάση πέρα από αυτή του άβολου, εάν πήγαζαν ή μπορούσαν να πηγάζουν, από κάτι άλλο και εάν οι πράξεις τους δεν είχαν αυτές καθαυτές ένα ηθικό χαρακτηριστικό ξέχωρο -και επ' ουδενί εξαρτώμενο- από τις συνέπειες τους, τότε όλη η φιλοσοφία θα ήταν ένα ψέμα και η λογική μια διαταραχή του μυαλού.
άνθρωπος, ουσ. Ζώο χαμένο στον εκστατικό στοχασμό του γύρω από αυτό που νομίζει ότι είναι, ώστε παραβλέπει αναπόφευκτα αυτό που θα έπρεπε να είναι. Η κύρια απασχόληση του είναι η εξολόθρευση άλλων ζώων, καθώς και του δικού του είδους, το οποίο ωστόσο πολλαπλασιάζεται τόσο επίμονα και ραγδαία, ώστε να μολύνει όλη την κατοικήσιμη γη και τον Καναδά.
ανθρωπότητα, ουσ. Το γένος των ανθρώπων συλλογικά, εξαιρουμένων των ανθρωποειδών ποιητών.
ανιαρός, επιθ. Ιδιότητα ατόμου που μιλά όταν θα προτιμούσες να ακούει.
ανόητος, επιθ. Άτομο που διεισδύει στον χώρο της διανόησης και εξαπλώνεται μέσω των διαύλων της ηθικής δραστηριόηττας. Είναι παντούργος, πάμμορφος, πάνσοφος, παντογνώστης, παντοδύναμος. Ο ανόητος ήταν που ανακάλυψε τα γράμματα, την τυπογραφία, τον σιδηρόδρομο, το ατμόπλοιο, τον τηλέγραφο, την κοινοτοπία και τον κύκλο των επιστημών.
Δημιούργησε τον πατριωτισμό και δίδαξε στα έθνη τον πόλεμο. Ίδρυσε την θεολογία, τη φιλοσοφία, τη νομική, την ιατρική και το Σικάγο. Καθιέρωσε τη μοναρχία και τη δημοκρατική διακυβέρνηση. Είναι αιώνιος και προαιώνιος -δρώντας και τώρα βλακωδώς, όπως και στην αυγή της δημιουργίας.
Στην αυγή του χρόνου τραγούδησε σε πρωτόγονους λόφους και στο μεσημέρι της ύπαρξης ηγήθηκε της πομπής του είναι. Το στοργικό του χέρι έβαλε τρυφερά για ύπνο τον δύοντα ήλιο του πολιτισμού και στο λυκόφως ετοιμάζει το γέυμα του ανθρώπου -γάλα και ηθική- και τα στρωσίδια της παγκόσμιας ταφής. Κι αφού αναπαυθούμε όλοι μας τη νύχτα της αιώνιας λήθης, θα καθίσει και θα γράψει μια ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού.
ανομοιοκατάληκτος στίχος. Μορφή ποίησης γραμμένης σε ανομοιοκατάληκτο ιαμβικό πεντάμετρο -το δυσκολότερο είδος στίχου που μπορεί να γράψει κανείς στα αγγλικά με κάπως αξιόλογα αποτελέσματα ως εκ τούτου ένα είδος στο οποίο αρέσκονται πολύ εκείνοι που δεν μπορούν να γράψουν τίποτα που να είναι αξιόλογο.
αντίληψη, ουσ. Εγκεφαλική έκκριση που δίνει σε αυτόν που την έχει, τη δυνατότητα να ξεχωρίζει ένα σπίτι από ένα άλογο, καταλαβαίνοντας το σπίτι από τη σκεπή του. Η φύση και οι νόμοι της έχουν τύχει εξαντλητικής πραγμάτευσης από τον Λοκ, που καβάλαγε σπίτια και από τον Καντ, που ζούσε σε ένα άλογο.
αντιπολίτευση, ουσ. Στην πολιτική, το κόμμα που εμποδίζει την κυβέρνηση να ξεφύγει από κάθε έλεγχο παραλύοντάς τη.
ανώμαλο, επίθ. Ό,τι δεν συμμορφώνεται με τα κοινώς αποδεκτά πρότυπα. Σε ζητήματα σκέψης και συμπεριφοράς το να είσαι ανεξάρτητος ισοδυναμεί με το να είσαι ανώμαλος, και το να είσαι ανώμαλος ισοδυναμεί με το να είσαι μισητός. Ως εκ τούτου ο λεξικογράφος συμβουλεύει αδιάλειπτο μόχθο προς μια εξομοίωση με το Μέσο Άνθρωπο μεγαλύτερη από αυτή που κατάφερε ο ίδιος. Όποιος την επιτύχει θα έχει γαλήνη, προοπτική θανάτου κι ελπίδες για την Κόλαση.
αξιότιμος, επιθ. Ο πάσχων από περιορισμένες ικανότητες. Στα νομοθετικά σώματα είθισται όλα τα μέλη να αποκαλούνται "αξιότιμα" λόγου χάρη: "Ο αξιότιμος κύριος είναι ένα κάθαρμα περιωπής¨.
άπιστος, ουσ. Στη Νέα Υόρκη, αυτός που δεν πιστεύει στον χριστιανισμό, στην Κωνσταντινούπολη, αυτός που πιστεύει. Είδος καθάρματος που μεριμνά ανεπαρκώς και συνεισφέρει ελάχιστα στη μακροημέρευση θεολογιών, εκκλησιών, ναών, ιερέων, αγιογδυτών, παστόρων, κηρύκων, ιεραποστόλων, καλογριών, μοναχών, ασκητών, μοναστηριών, παγκαριών, παπών και λοιπών ιερών προσώπων και θεσμών.
απόσταση, ουσ. Το μόνο πράγμα που οι πλούσιοι είναι πρόθυμοι να παραχωρήσουν στους φτωχούς ως κτήμα τους.
αποστάτης, ουσ. Βδέλλα η οποία, έχοντας διεισδύσει σε κέλυφος χελώνας και ανακαλύπτοντας ότι το ζωντανό έχει πεθάνει προ πολλού, κρίνει ως επιτακτική την προσκόλλησή της σε μια νέα χελώνα.
αρραβώνας, ουσ. Μέτρηση των διαστάσεων του αστραγάλου κατά την ετοιμασία της μπάλας με την αλυσίδα.
άρρην, ουσ. Μέλος του παραμελημένου ή αμελητέου φύλου. Το άρρεν του ανθρώπινου είδους είναι ευρέως γνωστό (στο θήλυ) ως "ένας άντρας σαν όλους τους άλλους". Το γένος διαθέτει δύο ποικιλίες: τους ανοιχτοχέρηδες και τους σφιχτοχέρηδες.
ατιμωρησία, ουσ. Πλούτος.
ατομιστής, ουσ. Ο αδιάφορος απέναντι στον ατομισμό των άλλων.
αυτοεκτίμηση, ουσ. Εσφαλμένη αξιολόγηση.
αυτονόητο, ουσ. Το προφανές μόνο για μας και για κανέναν άλλο.
Βάκχος, Βολική θεότητα που επινόησαν οι αρχαίοι ως δικαιολογία για να μεθάνε.
βαλσαμώνω, ρ. μετ. Εκαπατώ τη βλάστηση παρακρατώντας τα αέρια με τα οποία τρέφεται.
Βαλσαμώνοντας τους νεκρούς τους και κατά συνέπεια διασαλεύοντας τη φυσική ισορροπία μεταξύ ζωικού και φυτικού βασιλείου, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι κατέστησαν την άλλοτε γόνιμη και πολυπληθή τους χώρα άγονη και ικανή να συντηρήσει μόνο έναν ισχνό πληθυσμό.
Το σύγχρονο μεταλλικό φέρετρο είναι ένα βήμα προς την ίδια κατεύθυνση, και πολλοί νεκροί, που θα έπρεπε πλέον να κοσμούν την αυλή των γειτόνων τους ως δένδρα ή να εμπλουτίζουν τα τραπέζια τους υπό μορφή ραπανακίων, είναι καταδικασμένοι σε μακρά αχρηστία. Θα τους πάρουμε πίσω αργά ή γρήγορα, αν επιβιώσουμε, αλλά στο μεταξύ η βιολέτα και το τριαντάφυλλο μαραζώνουν δίχως ούτε μία μπουκίτσα μείζονος γλουτιαίου.
βάπτισμα, ουσ. Ιερό μυστήριο τόσο αποτελεσματικό, που όποιος βρεθεί στους ουρανούς χωρίς να έχει υποβληθεί σε αυτό θα δυστυχεί εις τους αιώνας των αιώνων. Τελείται με νερό κατά δύο τρόπους: με βύθιση ή με ράντισμα.
βαρετός, Εκείνος που μιλάει όταν εσύ θα ήθελες να ακούει.
βαρόμετρο, ουσ. Ιδιοφυές όργανο, που μας δείχνει τον καιρό που όλοι
ξέρουμε ότι κάνει.
βασιλιάς, ουσ. Πρόσωπο άρρενος γένους ευρέως γνωστό στην Αμερική
ως "εστεμμένη κεφαλή", αν και πότε δεν φοράει στέμμα και συνήθως δεν έχει ούτε καν κεφάλι.
βασίλισσα, ουσ. Γυναίκα από την οποία κυβερνάται το βασίλειο όταν υπάρχει βασιλιάς και δια της οποίας κυβερνάται όταν δεν υπάρχει.
βάτραχος, ουσ. Αμφίβιο με φαγώσιμα πόδια.
βιολί, ουσ. Όργανο που γαργαλάει το ανθρώπινο αυτί μέσω της τριβής ουράς αλόγου σε εντόσθια γάτας.
αποσπάσματα από Αμπροουζ Μπιρς "Το Αλφαβητάρι του Διαβόλου", μτφρ:. Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Μίνωας
Τον είπαν το μαύρο πρόβατο της αμερικάνικης λογοτεχνίας, του 19ου αιώνα. Είρωνας, σαρκαστής και δυσβάστακτα πικρός. Ένας γνώστης του μακάβριου χιούμορ που έχει αναγνωριστεί ως ο πρόδρομος του σύγχρονου αμερικανικού διηγήματος.
Τα πρώτα λήμματα του "Αλφαβηταρίου του Διαβόλου" γράφτηκαν στο πλαίσιο εβδομαδιαίας σατιρικής στήλης στην εφημερίδα San Francisco News Letter.
* Ambrose Bierce 1842- 1914, ήταν ένας αξιοσημείωτος άνθρωπος. Βετεράνος του Αμερικανικού Εμφυλίου, συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος και βέβαια, δημιουργός του
του έργου "Αλφαβητάρι του διαβόλου" (The Demon's ή The devil's dictionery).
Οι καυστικοί και κυνικοί αφορισμοί του "Αμερικανού Σουίφτ" επιβίωσαν στο χρόνο και μιλάνε ακόμη στην ψυχή των αναγνωστών προς τους οποίους προσέβλεπε, στις "φωτισμένες ψυχές που προτιμούν τα ξηρά από τα γλυκά κρασιά, τις αισθήσεις από τα αισθήματα, το πνεύμα από το χιούμορ, τα καθαρά αγγλικά από την αργκό".
____ Α ____
αβορίγινες, ουσ. πληθ. Άτομα μηδαμινής αξίας που παρακωλύουν την απόβαση στα εδάφη μιας νεοανακαλυφθείσας χώρας. Σύντομα παύουν να είναι εμπόδιο και γίνονται λίπασμα.
άγιος, ουσ. Νεκρός αμαρτωλός, σε αναθεωρημένη και επιμελημένη έκδοση.
αγκαλιά, ουσ. 'Ενα από τα σημαντικότερα όργανα του θηλυκού σώματος -μια θαυμαστή πρόνοια της φύσης για την εναπόθεση των νεογνών, αλλά κατά κύριο λόγο χρήσιμη σε γιορτές της υπαίθρου, όπου στηρίζει πιάτα με κρύα κοψίδια κοτόπουλου και κεφάλια ενηλίκων ανδρών.
Το άρρεν του είδους μας έχει υποτυπώδη αγκαλιά, ατελώς ανεπτυγμένη, που ουδόλως συμβάλλει στην ουσιαστική ευημερία του ζώου.
αγόρευση, ουσ. Έκρηξη ρητορικής ρουκέτας. Θαμπώνει, αλλά για έναν παρατηρητή με το λάθος είδος μύτης η πιο χαρακτηριστική της ιδιαιτερότητα είναι η οσμή των διαφόρων ειδών μπαρούτης που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή της.
αγύρτης, ουσ. (1) Αντίπαλος που επιδιώκει τις ίδιες δημόσιες τιμές με μας. (2) Άτομο της πλέον μηδαμινής αξίας. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα "αγυρτάζω", που σημαίνει "μαζεύω χρήματα ζητώντας ελεημοσύνη". Συνεπώς ως αγύρτης μπορεί να εκληφθεί ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας. (3) Άτομο του οποίου οι ιδιότητες, έτοιμες προς επίδειξη σαν κασόνι με μούρα σε υπαίθρια αγορά -με τα ωραία μούρα πάνω πάνω- έχουν ανοιχθεί από τη λάθος πλευρά. Ανεστραμμένος ευγενής.
αδαής, επίθ. Άτομο που δεν είναι εξοικειωμένο με ορισμένα είδη γνώσης οικεία σε εμάς, ενώ διαθέτει άλλα είδη γνώσης για τα οπία εμείς δεν γνωρίζουμε τίποτα.
αδέσμευτος, επιθ. Στην πολιτική, ο πάσχων από αυτοσεβασμό και εθισμένος στη διαστροφή της ανεξαρτησίας. Όρος άκρως χλευαστικός.
αδικία, ουσ. Βάρος το οποίο, απ' όλα όσα φορτώνουμε στους άλλους και σηκώνουμε οι ίδιοι, είναι το ελαφρύτερο στο χέρι και το βαρύτερο στην πλάτη.
αθρησκία, ουσ. Η θεμελιώσης αρχή μιας από τις σπουδαιότερες πίστεις στον κόσμο.
ακαδημία, (αρχαία), ουσ. Σχολή όπου διδασκονταν η ηθική και η φιλισοφία.
ακαδημία (σύγχρονη), ουσ. Σχολή όπου διδάσκεται το ράγκμπι.
ακόλαστος, επίθ. Κάποιος που κυνήγησε με τέτοιο πάθος την ηδονή, ώστε είχε την ατυχία να την προφτάσει.
αλήθεια, ουσ. Ευρηματικός συνδυασμός επιθυμίας και φαινομένου. Η ανακάλυψη της αλήθειας είναι ο μοναδικός σκοπός της φιλοσοφίας, που είναι η αρχαιότερη ενασχόληση του ανθρώπινου νου και έχει αξιόλογες προοπτικές για τη συνέχισή της, και δη με αυξανόμενη δραστηριότητα, μέχρι το τέλος του κόσμου.
Αλλάχ. Το Υπέρτατο Ον των μουσουλμάνων, διακριτό από αυτό των χριστιανών,
των Εβραίων κτλ.
αλλοδαπός, ουσ. Πολίτης της Αμερικής υπό δοκιμή.
αμερόληπτος, επιθ. Ο ανίκανος να διαβλέψει οποιαδήποτε προοπτική προσωπικού οφέλους από τη σύμπλευση με μία από τις δύο πλευρές μιας διαμάχης ή από την υιοθέτηση μίας από τις δύο αντικρουόμενες απόψεις.
αναγνώσματα, ουσ. Το σύνολο των έργων που διαβάζει κανείς. Στη χώρα μας αυτό συνίσταται, κατά κανόνα, από ρομάντζα, διηγήματα γραμμένα σε "ιδιόλεκτο" και χιουμοριστικά κείμενα γραμμένα σε αργκό.
ανάγωγος, επιθ. Αυτός που "μεγάλωσε", αντί να "ανατραφεί".
ανδρεία, ουσ. Στρατιωτικού τύπου μείγμα ματαιοδοξίας, αισθήματος καθήκοντος και της ελπίδας του τζογαδόρου.
- "Γιατί σταματήσατε;" βρυχήθηκε ο διοικητής μιας μεραρχίας στην Τσικαμάουγκα, που είχε μόλις προστάξει έφοδο. "Εμπρός μαρς, κύριε, τώρα αμέσως".- "Στρατηγέ", είπε ο διοικητής της ανυπακοής ταξιαρχίας, "είμαι πεπεισμένος ότι η οποία περαιτέρω εκδήλωση ανδρείας εκ μέρους των στρατευμάτων μου θα τα φέρει σε σύγκρουση με τον εχθρό".άνεση, ουσ. Ψυχική διάθεση παραγόμενη από τον αναστοχασμό της στεναχώριας του πλησίον.
ανήθικο, επιθ. Κάτι που δεν μας βολεύει. Οτιδήποτε σε βάθος χρόνου και αναφορικά με την πλειονότητα των περιστάσεων οι άνθρωποι βρίσκουν γενικώς άβολο τείνει να θεωρείται ανήθικο. Εάν οι αντιλήψεις ενός ατόμου περί ορθού και λάθους έχουν οποιαδήποτε άλλη βάση πέρα από αυτή του άβολου, εάν πήγαζαν ή μπορούσαν να πηγάζουν, από κάτι άλλο και εάν οι πράξεις τους δεν είχαν αυτές καθαυτές ένα ηθικό χαρακτηριστικό ξέχωρο -και επ' ουδενί εξαρτώμενο- από τις συνέπειες τους, τότε όλη η φιλοσοφία θα ήταν ένα ψέμα και η λογική μια διαταραχή του μυαλού.
άνθρωπος, ουσ. Ζώο χαμένο στον εκστατικό στοχασμό του γύρω από αυτό που νομίζει ότι είναι, ώστε παραβλέπει αναπόφευκτα αυτό που θα έπρεπε να είναι. Η κύρια απασχόληση του είναι η εξολόθρευση άλλων ζώων, καθώς και του δικού του είδους, το οποίο ωστόσο πολλαπλασιάζεται τόσο επίμονα και ραγδαία, ώστε να μολύνει όλη την κατοικήσιμη γη και τον Καναδά.
ανθρωπότητα, ουσ. Το γένος των ανθρώπων συλλογικά, εξαιρουμένων των ανθρωποειδών ποιητών.
ανιαρός, επιθ. Ιδιότητα ατόμου που μιλά όταν θα προτιμούσες να ακούει.
ανόητος, επιθ. Άτομο που διεισδύει στον χώρο της διανόησης και εξαπλώνεται μέσω των διαύλων της ηθικής δραστηριόηττας. Είναι παντούργος, πάμμορφος, πάνσοφος, παντογνώστης, παντοδύναμος. Ο ανόητος ήταν που ανακάλυψε τα γράμματα, την τυπογραφία, τον σιδηρόδρομο, το ατμόπλοιο, τον τηλέγραφο, την κοινοτοπία και τον κύκλο των επιστημών.
Δημιούργησε τον πατριωτισμό και δίδαξε στα έθνη τον πόλεμο. Ίδρυσε την θεολογία, τη φιλοσοφία, τη νομική, την ιατρική και το Σικάγο. Καθιέρωσε τη μοναρχία και τη δημοκρατική διακυβέρνηση. Είναι αιώνιος και προαιώνιος -δρώντας και τώρα βλακωδώς, όπως και στην αυγή της δημιουργίας.
Στην αυγή του χρόνου τραγούδησε σε πρωτόγονους λόφους και στο μεσημέρι της ύπαρξης ηγήθηκε της πομπής του είναι. Το στοργικό του χέρι έβαλε τρυφερά για ύπνο τον δύοντα ήλιο του πολιτισμού και στο λυκόφως ετοιμάζει το γέυμα του ανθρώπου -γάλα και ηθική- και τα στρωσίδια της παγκόσμιας ταφής. Κι αφού αναπαυθούμε όλοι μας τη νύχτα της αιώνιας λήθης, θα καθίσει και θα γράψει μια ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού.
ανομοιοκατάληκτος στίχος. Μορφή ποίησης γραμμένης σε ανομοιοκατάληκτο ιαμβικό πεντάμετρο -το δυσκολότερο είδος στίχου που μπορεί να γράψει κανείς στα αγγλικά με κάπως αξιόλογα αποτελέσματα ως εκ τούτου ένα είδος στο οποίο αρέσκονται πολύ εκείνοι που δεν μπορούν να γράψουν τίποτα που να είναι αξιόλογο.
αντίληψη, ουσ. Εγκεφαλική έκκριση που δίνει σε αυτόν που την έχει, τη δυνατότητα να ξεχωρίζει ένα σπίτι από ένα άλογο, καταλαβαίνοντας το σπίτι από τη σκεπή του. Η φύση και οι νόμοι της έχουν τύχει εξαντλητικής πραγμάτευσης από τον Λοκ, που καβάλαγε σπίτια και από τον Καντ, που ζούσε σε ένα άλογο.
αντιπολίτευση, ουσ. Στην πολιτική, το κόμμα που εμποδίζει την κυβέρνηση να ξεφύγει από κάθε έλεγχο παραλύοντάς τη.
ανώμαλο, επίθ. Ό,τι δεν συμμορφώνεται με τα κοινώς αποδεκτά πρότυπα. Σε ζητήματα σκέψης και συμπεριφοράς το να είσαι ανεξάρτητος ισοδυναμεί με το να είσαι ανώμαλος, και το να είσαι ανώμαλος ισοδυναμεί με το να είσαι μισητός. Ως εκ τούτου ο λεξικογράφος συμβουλεύει αδιάλειπτο μόχθο προς μια εξομοίωση με το Μέσο Άνθρωπο μεγαλύτερη από αυτή που κατάφερε ο ίδιος. Όποιος την επιτύχει θα έχει γαλήνη, προοπτική θανάτου κι ελπίδες για την Κόλαση.
αξιότιμος, επιθ. Ο πάσχων από περιορισμένες ικανότητες. Στα νομοθετικά σώματα είθισται όλα τα μέλη να αποκαλούνται "αξιότιμα" λόγου χάρη: "Ο αξιότιμος κύριος είναι ένα κάθαρμα περιωπής¨.
άπιστος, ουσ. Στη Νέα Υόρκη, αυτός που δεν πιστεύει στον χριστιανισμό, στην Κωνσταντινούπολη, αυτός που πιστεύει. Είδος καθάρματος που μεριμνά ανεπαρκώς και συνεισφέρει ελάχιστα στη μακροημέρευση θεολογιών, εκκλησιών, ναών, ιερέων, αγιογδυτών, παστόρων, κηρύκων, ιεραποστόλων, καλογριών, μοναχών, ασκητών, μοναστηριών, παγκαριών, παπών και λοιπών ιερών προσώπων και θεσμών.
απόσταση, ουσ. Το μόνο πράγμα που οι πλούσιοι είναι πρόθυμοι να παραχωρήσουν στους φτωχούς ως κτήμα τους.
αποστάτης, ουσ. Βδέλλα η οποία, έχοντας διεισδύσει σε κέλυφος χελώνας και ανακαλύπτοντας ότι το ζωντανό έχει πεθάνει προ πολλού, κρίνει ως επιτακτική την προσκόλλησή της σε μια νέα χελώνα.
αρραβώνας, ουσ. Μέτρηση των διαστάσεων του αστραγάλου κατά την ετοιμασία της μπάλας με την αλυσίδα.
άρρην, ουσ. Μέλος του παραμελημένου ή αμελητέου φύλου. Το άρρεν του ανθρώπινου είδους είναι ευρέως γνωστό (στο θήλυ) ως "ένας άντρας σαν όλους τους άλλους". Το γένος διαθέτει δύο ποικιλίες: τους ανοιχτοχέρηδες και τους σφιχτοχέρηδες.
ατιμωρησία, ουσ. Πλούτος.
ατομιστής, ουσ. Ο αδιάφορος απέναντι στον ατομισμό των άλλων.
αυτοεκτίμηση, ουσ. Εσφαλμένη αξιολόγηση.
αυτονόητο, ουσ. Το προφανές μόνο για μας και για κανέναν άλλο.
____ B ____
Βάκχος, Βολική θεότητα που επινόησαν οι αρχαίοι ως δικαιολογία για να μεθάνε.
βαλσαμώνω, ρ. μετ. Εκαπατώ τη βλάστηση παρακρατώντας τα αέρια με τα οποία τρέφεται.
Βαλσαμώνοντας τους νεκρούς τους και κατά συνέπεια διασαλεύοντας τη φυσική ισορροπία μεταξύ ζωικού και φυτικού βασιλείου, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι κατέστησαν την άλλοτε γόνιμη και πολυπληθή τους χώρα άγονη και ικανή να συντηρήσει μόνο έναν ισχνό πληθυσμό.
Το σύγχρονο μεταλλικό φέρετρο είναι ένα βήμα προς την ίδια κατεύθυνση, και πολλοί νεκροί, που θα έπρεπε πλέον να κοσμούν την αυλή των γειτόνων τους ως δένδρα ή να εμπλουτίζουν τα τραπέζια τους υπό μορφή ραπανακίων, είναι καταδικασμένοι σε μακρά αχρηστία. Θα τους πάρουμε πίσω αργά ή γρήγορα, αν επιβιώσουμε, αλλά στο μεταξύ η βιολέτα και το τριαντάφυλλο μαραζώνουν δίχως ούτε μία μπουκίτσα μείζονος γλουτιαίου.
βάπτισμα, ουσ. Ιερό μυστήριο τόσο αποτελεσματικό, που όποιος βρεθεί στους ουρανούς χωρίς να έχει υποβληθεί σε αυτό θα δυστυχεί εις τους αιώνας των αιώνων. Τελείται με νερό κατά δύο τρόπους: με βύθιση ή με ράντισμα.
βαρετός, Εκείνος που μιλάει όταν εσύ θα ήθελες να ακούει.
βαρόμετρο, ουσ. Ιδιοφυές όργανο, που μας δείχνει τον καιρό που όλοι
ξέρουμε ότι κάνει.
βασιλιάς, ουσ. Πρόσωπο άρρενος γένους ευρέως γνωστό στην Αμερική
ως "εστεμμένη κεφαλή", αν και πότε δεν φοράει στέμμα και συνήθως δεν έχει ούτε καν κεφάλι.
βασίλισσα, ουσ. Γυναίκα από την οποία κυβερνάται το βασίλειο όταν υπάρχει βασιλιάς και δια της οποίας κυβερνάται όταν δεν υπάρχει.
βάτραχος, ουσ. Αμφίβιο με φαγώσιμα πόδια.
βιολί, ουσ. Όργανο που γαργαλάει το ανθρώπινο αυτί μέσω της τριβής ουράς αλόγου σε εντόσθια γάτας.
βλήμα, ουσ. Ο τελικός κριτής σε διεθνείς διενέξεις. Παλιότερα οι διενέξεις αυτές λύνονταν με τη σωματική επαφή των διαφωνούντων και με τόσο απλά επιχειρήματα όσο αυτά που μπορούσε να παράσχει η υποτυπώδης λογική της εποχής -το ξίφος, το ακόντιο κτλ.
βοτανική, ουσ. Η επιστημονική μελέτη των φυτών -αυτών που δεν είναι καλό να τρώμε, καθώς που είναι ωφέλιμα.
Ασχολείται σε μεγάλο βαθμό με τα άνθη τους, τα οποία συνήθως είναι κακοφτιαγμένα, με άτεχνους χρωματισμούς και δυσάρεστη οσμή.
βρίζω, ρ. μετ. Το να επιτίθεσαι παθιασμένα σε κάποιον με ένα φραστικό κρόταλο.
βρώσιμο, επιθ. Καλό ως τροφή, ωφέλιμο στην πέψη, όπως το σκουλήκι για τον βάτραχο, ο βάτραχος για το φίδι, το φίδι για το γουρούνι, το γουρούνι για τον άνθρωπο και ο άνθρωπος για το σκουλήκι.
γαλοπούλα, ουσ. Μεγάλο πτηνό του οποίου η σάρκα, όταν τρώγεται σε ορισμένες θρησκευτικές επετείους, έχει την παράξενη ιδιότητα να μαρτυρά την ευλάβεια και την ευγνωμοσύνη. Παρεμπιπτόντως, είναι μια χαρά φαΐ.
γάμος, ουσ. (1) Η κατάσταση ή το καθεστώς μιας κοινότητας που συνίσταται από έναν αφέντη, μια αφέντρα και δύο σκλάβους -συνολικά δύο άτομα. (2) Τελετή στην οποία δύο άτομα αναλαμβάνουν να γίνουν ένα, το ένα αναλαμβάνει να γίνει τίποτα και το τίποτα αναλαμβάνει να γίνει υποφερτό.
γέλιο, ουσ. Εσωτερικός σπασμός που προκαλεί παραμόρφωση των χαρακτηριστικών του προσώπου και συνοδεύεται από άναρθρους ήχους. Είναι μεταδοτικό και -καίτοι διαλείπον- ανίατο.
γελοιοποίηση, ουσ. Λέξεις προορισμένες να δείξουν ότι το άτομο για το οποίο εκφέρονται στερείται την αξιοπρέπεια για την οποία διακρίνεται αυτός που τις εκφέρει.
γελωτοποιός, ουσ. Υπάλληλος που τα παλιά χρόνια ήταν μέλος του υπηρετικού προσωπικού του βασιλιά και είχε την ευθύνη να διασκεδάζει την αυλή με γελοίες πράξεις και λόγια, τον παραλογισμό των οποίων μαρτυρούσε και η ετερόκλητη αμφίεσή του.
Καθώς ο ίδιος ο βασιλιάς ήταν ενεδεδυμένος αξιοπρεπώς, χρειάστηκε να περάσουν αιώνες για να διαπιστωθεί ότι η δική του διαγωγή και τα δικά του θέσφατα ήταν αρκούντως γελοία για να διασκεδάσουν όχι μόνο την αυλή του, αλλά ολόκληρη την ανθρωπότητα.
γενναιοδωρία, ουσ. Η ελευθερία με την οποία κάποιος που έχει πολλά επιτρέπει σε κάποιον που δεν έχει τίποτα να πάρει όσο περισσότερα μπορεί.
γενναιόδωρος, επίθ. Αρχικά η λέξη αυτή στα αγγλικά (generous) σήμαινε άτομο ευγενούς καταγωγής και ορθώς αποδιδόταν σε πλήθος ανθρώπων. Τώρα σημαίνει ευγενής εκ φύσεως και γενικώς είναι λιγάκι σε αγρανάπαυση.
γέννηση, ουσ. η πρώτη και τρομερότερη όλων των συμφορών.
γέρος, ουσ. Ο ευρισκόμενος στο στάδιο χρησιμότητας που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως γενικευμένη αχρηστία, γνωστός και ως "παλιόγερος".
Απαξιωμένος εξαιτίας της παρόδου του χρόνου και αηδής για την πλειονότητα της κοινωνίας, όπως ένα παλιό βιβλίο.
γη, ουσ. Τμήμα της επιφάνειας του πλανήτη το οποίο θεωρείται ιδιοκτησία.
Η θεωρία ότι η γη συνιστά αντικείμενο ιδιωτικής κτήσης και ελέγχου είναι το θεμέλιο της σύγχρονης κοινωνίας, καθ' όλα αντάξιο των υπερκείμενων δομών.
Οδηγούμενη στο λογικό της συμπέρασμα, σημαίνει ότι ορισμένοι έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν τους άλλους από το να ζήσουν, διότι το δικαίωμα στην ιδιοκτησία συνεπάγεται το δικαίωμα στην αποκλειστική χρήση και κατοχή, και πράγματι νόμοι εναντίον της καταπάτησης είναι σε ισχύ για οποιοδήποτε τμήμα αναγνωρισμένης εδαφικής ιδιοκτησίας.
Κατά συνέπεια, εάν το σύνολο της terre firma αποτελεί ιδιοκτησία των Α, Β, και Γ, δεν θα υπάρχει χώρος όπου οι Δ, Ε, Ζ και Η μπορούν να γεννηθούν ή, εφόσον γεννηθούν ως καταπατητές, να συνεχίσουν να υφίστανται.
γήρας, ουσ. Η περίοδος της ζωής κατά την οποία συμβιβαζόμαστε για τις ακολασίες που εξακολουθούμε να λατρεύουμε αποστρεφόμενοι αυτές που δεν έχουμε πλέον τις δυνάμεις να κάνουμε πράξη.
γιάνκης, ουσ. Στην ευρώπη, ο Αμερικάνος. Στις Βόρειες Πολιτείες της χώρας μας ο κάτοικος της Νέας Αγγλίας. Στον Νότο η λέξεη είναι άγνωστη.
γνωστός, ουσ. Άτομο που γνωρίζουμε αρκετά καλά για να δανειστούμε χρήματα από αυτό, αλλά όχι τόσο καλά ώστε να του δανείσουμε. βαθμός φιλίας που ορίζεται ως μικρός όταν ο φερόμενος ως φίλος είναι φτωχός ή αφανής και ως μεγάλος όταν είναι πλούσιος η επιφανής.
βοτανική, ουσ. Η επιστημονική μελέτη των φυτών -αυτών που δεν είναι καλό να τρώμε, καθώς που είναι ωφέλιμα.
Ασχολείται σε μεγάλο βαθμό με τα άνθη τους, τα οποία συνήθως είναι κακοφτιαγμένα, με άτεχνους χρωματισμούς και δυσάρεστη οσμή.
βρίζω, ρ. μετ. Το να επιτίθεσαι παθιασμένα σε κάποιον με ένα φραστικό κρόταλο.
βρώσιμο, επιθ. Καλό ως τροφή, ωφέλιμο στην πέψη, όπως το σκουλήκι για τον βάτραχο, ο βάτραχος για το φίδι, το φίδι για το γουρούνι, το γουρούνι για τον άνθρωπο και ο άνθρωπος για το σκουλήκι.
____ Γ ____
γάμος, ουσ. (1) Η κατάσταση ή το καθεστώς μιας κοινότητας που συνίσταται από έναν αφέντη, μια αφέντρα και δύο σκλάβους -συνολικά δύο άτομα. (2) Τελετή στην οποία δύο άτομα αναλαμβάνουν να γίνουν ένα, το ένα αναλαμβάνει να γίνει τίποτα και το τίποτα αναλαμβάνει να γίνει υποφερτό.
γέλιο, ουσ. Εσωτερικός σπασμός που προκαλεί παραμόρφωση των χαρακτηριστικών του προσώπου και συνοδεύεται από άναρθρους ήχους. Είναι μεταδοτικό και -καίτοι διαλείπον- ανίατο.
γελοιοποίηση, ουσ. Λέξεις προορισμένες να δείξουν ότι το άτομο για το οποίο εκφέρονται στερείται την αξιοπρέπεια για την οποία διακρίνεται αυτός που τις εκφέρει.
γελωτοποιός, ουσ. Υπάλληλος που τα παλιά χρόνια ήταν μέλος του υπηρετικού προσωπικού του βασιλιά και είχε την ευθύνη να διασκεδάζει την αυλή με γελοίες πράξεις και λόγια, τον παραλογισμό των οποίων μαρτυρούσε και η ετερόκλητη αμφίεσή του.
Καθώς ο ίδιος ο βασιλιάς ήταν ενεδεδυμένος αξιοπρεπώς, χρειάστηκε να περάσουν αιώνες για να διαπιστωθεί ότι η δική του διαγωγή και τα δικά του θέσφατα ήταν αρκούντως γελοία για να διασκεδάσουν όχι μόνο την αυλή του, αλλά ολόκληρη την ανθρωπότητα.
γενναιοδωρία, ουσ. Η ελευθερία με την οποία κάποιος που έχει πολλά επιτρέπει σε κάποιον που δεν έχει τίποτα να πάρει όσο περισσότερα μπορεί.
γενναιόδωρος, επίθ. Αρχικά η λέξη αυτή στα αγγλικά (generous) σήμαινε άτομο ευγενούς καταγωγής και ορθώς αποδιδόταν σε πλήθος ανθρώπων. Τώρα σημαίνει ευγενής εκ φύσεως και γενικώς είναι λιγάκι σε αγρανάπαυση.
γέννηση, ουσ. η πρώτη και τρομερότερη όλων των συμφορών.
γέρος, ουσ. Ο ευρισκόμενος στο στάδιο χρησιμότητας που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως γενικευμένη αχρηστία, γνωστός και ως "παλιόγερος".
Απαξιωμένος εξαιτίας της παρόδου του χρόνου και αηδής για την πλειονότητα της κοινωνίας, όπως ένα παλιό βιβλίο.
γη, ουσ. Τμήμα της επιφάνειας του πλανήτη το οποίο θεωρείται ιδιοκτησία.
Η θεωρία ότι η γη συνιστά αντικείμενο ιδιωτικής κτήσης και ελέγχου είναι το θεμέλιο της σύγχρονης κοινωνίας, καθ' όλα αντάξιο των υπερκείμενων δομών.
Οδηγούμενη στο λογικό της συμπέρασμα, σημαίνει ότι ορισμένοι έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν τους άλλους από το να ζήσουν, διότι το δικαίωμα στην ιδιοκτησία συνεπάγεται το δικαίωμα στην αποκλειστική χρήση και κατοχή, και πράγματι νόμοι εναντίον της καταπάτησης είναι σε ισχύ για οποιοδήποτε τμήμα αναγνωρισμένης εδαφικής ιδιοκτησίας.
Κατά συνέπεια, εάν το σύνολο της terre firma αποτελεί ιδιοκτησία των Α, Β, και Γ, δεν θα υπάρχει χώρος όπου οι Δ, Ε, Ζ και Η μπορούν να γεννηθούν ή, εφόσον γεννηθούν ως καταπατητές, να συνεχίσουν να υφίστανται.
γήρας, ουσ. Η περίοδος της ζωής κατά την οποία συμβιβαζόμαστε για τις ακολασίες που εξακολουθούμε να λατρεύουμε αποστρεφόμενοι αυτές που δεν έχουμε πλέον τις δυνάμεις να κάνουμε πράξη.
γιάνκης, ουσ. Στην ευρώπη, ο Αμερικάνος. Στις Βόρειες Πολιτείες της χώρας μας ο κάτοικος της Νέας Αγγλίας. Στον Νότο η λέξεη είναι άγνωστη.
γνωστός, ουσ. Άτομο που γνωρίζουμε αρκετά καλά για να δανειστούμε χρήματα από αυτό, αλλά όχι τόσο καλά ώστε να του δανείσουμε. βαθμός φιλίας που ορίζεται ως μικρός όταν ο φερόμενος ως φίλος είναι φτωχός ή αφανής και ως μεγάλος όταν είναι πλούσιος η επιφανής.
Γουόλ Στριτ, Σύμβολο αμαρτίας που καταδικάζουν οι πάντε. Το ότι η Γουόλ Στριτ είναι άντρο κλεφτών αποτελεί πεποίθηση που εξυπηρετεί κάθε αποτυχημένο κλέφτη αντί ελπίδας για είσοδο στην Παράδεισο.
Ακόμα και ο μέγας και καλός Άντριου Κάρνεγκι δήλωσε την πίστη του επί του ζητήματος.
γουρούνι, ουσ. Ζώο (Porcus omnivorus) που συνδέεται στενά με το ανθρώπινο γένος μέσω του μεγαλείου και της ζωηράδας της όρεξης του, η οποία ωστόσο υστερεί σε εύρος και ακτίνα δράσης, καθώς ο άνθρωπος μπορεί να εξελιχθεί σε γουρούνι, αλλά το αντίγραφο δεν συμβαίνει ποτέ.
Γραφές, ουσ. πληθ. Τα ιερά βιβλία της αγίας θρησκείας μας, που διαχωρίζονται από τα ψευδή και βέβηλα γραπτά στα οποία βασίζονται όλες οι άλλες θρησκείες.
γυναίκα, ουσ. Ζώο που συνήθως ζει κοντά στον άνδρα και ε΄ναι ελάχιστα επιδεκτικό εξημέρωησης. Του αποδίδεται από πολλούς ζωολόγους της παλιάς σχολής μια κάποια υπολειμματική ευπείθια αποκτηθείσα σε προηγούμενο στάδιο απομόνωσης, αλλά οι φυσιογνώστες της μετασουζανατόνιας περιόδου, (μπηχτή για την πρωτοπόρο του φεμινιστικού κινήματος Σούζαν Μπ. Αντονι) μην έχοντας γνώση της απομόνωσης, αρνούνται αυτή την αρετή και δηλώνουν ότι αυτό που υπήρχε από την απαρχή της δημιουργίας βρυχάται τώρα. Το είδος είναι το πιο ευρέως κατανεμημένο απ΄όλα τα θηρευτικά ζώα και λυμαίνεται όλα τα κατοικήσιμα μέρη του πλανήτη, από τα σκαμπρόζικα βουνά της της Γροιλανδίας μέχρι τις ηθικές ακτές της Ινδίας. Η διαδεδομένη ονομασία του (ανθρωπόμορφος λύκος) είναι εσφαλμένη, διότι το πλάσμα ανήκει στα αιλουροειδή. Η γυναίκα είναι λυγερή και κινείται με χάρη, ιδίως η ποικιλία της Αμερικής (Felis pugnans), είναι παμφάγα και μπορεί να μάθει να μη μιλάει.
_______________________________________________________________________Ακόμα και ο μέγας και καλός Άντριου Κάρνεγκι δήλωσε την πίστη του επί του ζητήματος.
γουρούνι, ουσ. Ζώο (Porcus omnivorus) που συνδέεται στενά με το ανθρώπινο γένος μέσω του μεγαλείου και της ζωηράδας της όρεξης του, η οποία ωστόσο υστερεί σε εύρος και ακτίνα δράσης, καθώς ο άνθρωπος μπορεί να εξελιχθεί σε γουρούνι, αλλά το αντίγραφο δεν συμβαίνει ποτέ.
Γραφές, ουσ. πληθ. Τα ιερά βιβλία της αγίας θρησκείας μας, που διαχωρίζονται από τα ψευδή και βέβηλα γραπτά στα οποία βασίζονται όλες οι άλλες θρησκείες.
γυναίκα, ουσ. Ζώο που συνήθως ζει κοντά στον άνδρα και ε΄ναι ελάχιστα επιδεκτικό εξημέρωησης. Του αποδίδεται από πολλούς ζωολόγους της παλιάς σχολής μια κάποια υπολειμματική ευπείθια αποκτηθείσα σε προηγούμενο στάδιο απομόνωσης, αλλά οι φυσιογνώστες της μετασουζανατόνιας περιόδου, (μπηχτή για την πρωτοπόρο του φεμινιστικού κινήματος Σούζαν Μπ. Αντονι) μην έχοντας γνώση της απομόνωσης, αρνούνται αυτή την αρετή και δηλώνουν ότι αυτό που υπήρχε από την απαρχή της δημιουργίας βρυχάται τώρα. Το είδος είναι το πιο ευρέως κατανεμημένο απ΄όλα τα θηρευτικά ζώα και λυμαίνεται όλα τα κατοικήσιμα μέρη του πλανήτη, από τα σκαμπρόζικα βουνά της της Γροιλανδίας μέχρι τις ηθικές ακτές της Ινδίας. Η διαδεδομένη ονομασία του (ανθρωπόμορφος λύκος) είναι εσφαλμένη, διότι το πλάσμα ανήκει στα αιλουροειδή. Η γυναίκα είναι λυγερή και κινείται με χάρη, ιδίως η ποικιλία της Αμερικής (Felis pugnans), είναι παμφάγα και μπορεί να μάθει να μη μιλάει.
αποσπάσματα από Αμπροουζ Μπιρς "Το Αλφαβητάρι του Διαβόλου", μτφρ:. Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Μίνωας
Αμβρόσιος Μπιρς
Τον είπαν το μαύρο πρόβατο της αμερικάνικης λογοτεχνίας, του 19ου αιώνα. Είρωνας, σαρκαστής και δυσβάστακτα πικρός. Ένας γνώστης του μακάβριου χιούμορ που έχει αναγνωριστεί ως ο πρόδρομος του σύγχρονου αμερικανικού διηγήματος.
Ο Άμπροουζ Μπήρς ήταν ο υπεύθυνος της στήλης από τον Δεκέμβριο του 1868. Υπέγραφε ως "Τελάλης" σατιρίζοντας κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς.
Μια πρώτη συλλογή των λημμάτων του εκδόθηκε το 1906 με τον τίτλο "The cynic's word book".
Μια πρώτη συλλογή των λημμάτων του εκδόθηκε το 1906 με τον τίτλο "The cynic's word book".
Η επίδρασή του γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη στη διάρκεια του 20ού αιώνα και προετοίμασε το έδαφος για ένα νέο είδος καλλιτεχνικής έκφρασης που έλαβε διάφορες μορφές: από τις πνευματώδεις γελοιογραφίες του New Yorker έως τις ανεπανάληπτες ατάκες του κωμικού Γκράουτσο Μαρξ.
______________
______________
* Ambrose Bierce 1842- 1914, ήταν ένας αξιοσημείωτος άνθρωπος. Βετεράνος του Αμερικανικού Εμφυλίου, συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος και βέβαια, δημιουργός του
του έργου "Αλφαβητάρι του διαβόλου" (The Demon's ή The devil's dictionery).
Οι καυστικοί και κυνικοί αφορισμοί του "Αμερικανού Σουίφτ" επιβίωσαν στο χρόνο και μιλάνε ακόμη στην ψυχή των αναγνωστών προς τους οποίους προσέβλεπε, στις "φωτισμένες ψυχές που προτιμούν τα ξηρά από τα γλυκά κρασιά, τις αισθήσεις από τα αισθήματα, το πνεύμα από το χιούμορ, τα καθαρά αγγλικά από την αργκό".
Scholeio.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου