Μάρκες, Υπάρχει στις Καρδιές... Πέρασε ένας χρόνος..


Ένας χρόνος. Πέρασε ένας χρόνος. 
Ο αγαπημένος μας Γκάμπο, ο κολομβιανός συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.  
εισήχθει σε νοσοκομείο με πνευμονία.

Ο Μάρκες, που μέσα από τα μυθιστορήματα 
και τις νουβέλες του, όπως τα Εκατό Χρόνια Μοναξιά, την Κακιά Ώρα και το Φθινόπωρο του Πατριάρχη καθόρισε το είδος του μαγικού ρεαλισμού.


«Tην Κυριακή 6 Μαρτίου 1927, στις εννέα 
το πρωί, κατά τη διάρκεια μιας απρόσμενης νεροποντής, γεννήθηκε ένα αγοράκι, ο Γκαμπριέλ Χοσέ Γκαρσία Μάρκες. 
Η Λουίσα μού είπε ότι ο πατέρας της είχε φύγει από νωρίς για την εκκλησία, όταν τα πράγματα πήγαιναν «πολύ άσχημα», αλλά μόλις γύρισε στο σπίτι τα πάντα είχαν τελειώσει. 
Το παιδί γεννήθηκε με τον ομφάλιο λώρο τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό του –αργότερα θα απέδιδε την κλειστοφοβία του σε αυτή την πρώιμη ατυχία– και ζύγιζε, έτσι ειπώθηκε, δυόμισι κιλά»

Έτσι ξεκινά η βιογραφία του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ενός από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς του 20ου αιώνα. Ο συγγραφέας Τζέραλντ Μάρτιν αφηγείται την συναρπαστική του πορεία, δημιουργώντας μια βιογραφία τολμηρή και αποκαλυπτική όπως η δημοσιογραφία του Μάρκες, πολυεπίπεδη και γεμάτη πάθος όπως η γραφή του. 


Η βιογραφία του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, σε μετάφραση Άδωνι Σαμσών, κυκλοφορεί από την Μικρή Άρκτο. 

«Η πιο ζωντανή μου ανάμνηση δεν είναι τόσο οι άνθρωποι, αλλά το σπίτι στην Αρακατάκα όπου έζησα με τους παππούδες μου. 

Είναι ένα όνειρο που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά μέχρι και σήμερα. 

Επιπλέον, δεν περνάει μέρα στη ζωή μου που να μην ξυπνήσω με την αίσθηση, πραγματική ή φανταστική, ότι έχω ονειρευτεί πως βρίσκομαι μέσα σε αυτό το τεράστιο παλιό σπίτι. Όχι ότι έχω γυρίσει εκεί, αλλά ότι είμαι εκεί, όχι σε κάποια συγκεκριμένη ηλικία ή για κάποιο ιδιαίτερο λόγο· σαν να μην έφυγα ποτέ. 
Ακόμη και τώρα, στα όνειρά μου εξακολουθεί να υπάρχει η αίσθηση ενός νυχτερινού προαισθήματος που κυριάρχησε σε όλη την παιδική μου ηλικία. Ήταν μια ανεξέλεγκτη δυσθυμία που με κυρίευε νωρίς κάθε βράδυ και με ροκάνιζε στον ύπνο μου, μέχρι που έβλεπα τον ήλιο να χαράζει μέσα από τις χαραμάδες της πόρτας». 

ΓΓΜ και Πάμπλο Νερούδα, 1972. (GARA-Αρχείο) 

Μια μποέμικη 
παρέα 1950-53 

Ο Γκαρσία Μάρκες ήταν ο νεότερος σε ολόκληρη την ομάδα, ο πιο αφελής και ο πιο άπειρος· σύμφωνα με τον Ιμπάρρα Μερλάνο, ο Γκαρσία Μάρκες όχι μόνο δεν έβριζε, αλλά δεν ήθελε ούτε οι υπόλοιποι να βρίζουν. 

Ποτέ δεν λάτρεψε το ποτό, ούτε ποτέ υπήρξε κυκλοθυμικός στη συμπεριφορά του, αν και φαίνεται ότι συχνά, αλλά διακριτικά, διατηρούσε κάποιες ερωτικές σχέσεις. Ο Χερμάν Βάργας διατύπωσε την εξής παρατήρηση: «Ήταν ντροπαλός και ήσυχος, σαν εμένα και τον Αλφόνσο· αυτό ήταν κατανοητό, γιατί ήταν ο πιο επαρχιώτης από όλους μας. Επίσης, ήταν ο πιο πειθαρχημένος». 

Εξακολουθούσε να είναι ο μοναδικός μέσα στην παρέα χωρίς χρήματα, ανέστιος, χωρίς σύζυγο ή φιλενάδα. Έμοιαζε με αιώνιο φοιτητή ή μποέμ καλλιτέχνη. Δεν είχε αρκετά χρήματα για να πληρώνει κανονικό ενοίκιο. Κατέληξε να μένει επί περίπου έναν χρόνο σε οίκο ανοχής, ο οποίος έφερε το όνομα «Residencias New York». Στον επάνω όροφο ήταν τα δωμάτια των ιεροδούλων, τα οποία διηύθυνε με αυστηρότητα η μαντάμ Καταλίνα λα Γκράντε. 

Ο Γκαρσία Μάρκες ενοικίασε ένα από τα δωμάτια στον τελευταίο όροφο του κτιρίου προς ενάμισι πέσο τη βραδιά. Το δωμάτιο, που έμοιαζε περισσότερο με κλουβί, ήταν δεν ήταν τρία τετραγωνικά μέτρα. Μια πόρνη ονόματι Μαρία Ενκαρνασιόν σιδέρωνε τα δύο παντελόνια και τα τρία πουκάμισά του μία φορά την εβδομάδα. 

Ενίοτε δεν είχε χρήματα για να πληρώσει το ενοίκιο και αντ' αυτού έδινε στον θυρωρό Δάμασο Ροδρίγες το αντίγραφο από το τελευταίο του χειρόγραφο. Έζησε σε αυτές τις συνθήκες, μέσα στη βουή από τον δρόμο και τους εκκωφαντικούς θορύβους, τις επιχειρηματικές συζητήσεις και τα μαλλιοτραβήγματα από το πορνείο, για σχεδόν έναν χρόνο. 

 Η χαρά της ζωής, η χαρά της γραφής και η λογοκρισία 

 Τα άρθρα του εκείνης της εποχής αποπνέουν όχι μόνο τη χαρά της ζωής, αλλά και τη χαρά της γραφής. Οι πρώτες εβδομάδες του 1950 υπήρξαν γι' αυτόν οι πιο ευχάριστες· τουλάχιστον όσον αφορά τη δημοσιογραφική του καριέρα. Δύο ήταν τα βασικά προβλήματά του: η λογοκρισία και η αναζήτηση του κατάλληλου θέματος. Και τα δύο αυτά σχολιάζει με χιουμοριστικό τρόπο σε ένα άρθρο του με τίτλο 
«Το προσκύνημα της καμηλοπάρδαλης»: Η καμηλοπάρδαλη είναι ένα ζώο ευάλωτο στην παραμικρή δημοσιογραφική κίνηση. Από τη στιγμή που συλλαμβάνεται η πρώτη λέξη αυτής της καθημερινής στήλης· εδώ στην Underwood [...] μέχρι τις έξι το πρωί της επόμενης ημέρας η καμηλοπάρδαλη γίνεται ένα θλιμμένο ανυπεράσπιστο ζώο που μπορεί να σπάσει το πόδι της στρίβοντας σε κάποια γωνία. Κατ' αρχάς, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι αυτή η δουλειά, να γράφεις δεκατέσσερα εκατοστά ανοησίας κάθε μέρα, δεν είναι εύκολη, όσο ιδιόρρυθμα ανόητος κι αν είναι ο συγγραφέας. 
Έπειτα, υπάρχει το θέμα των δύο λογοκριτών. Ο πρώτος, ο οποίος βρίσκεται εδώ μέσα, δίπλα μου, κάθεται ντροπαλά κοντά στον ανεμιστήρα, διατεθειμένος να μην αφήσει την καμηλοπάρδαλη να έχει οποιοδήποτε χρώμα εκτός από εκείνο που φυσικά δημοσίως επιτρέπεται. 
Έπειτα, υπάρχει ο δεύτερος λογοκριτής για τον οποίο δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα χωρίς τον κίνδυνο ο μακρύς λαιμός της καμηλοπάρδαλης να μειωθεί στο ελάχιστο δυνατό. 
Τέλος, το ανυπεράσπιστο θηλαστικό φθάνει στον σκοτεινό θάλαμο του λινοτύπη, όπου αυτοί οι πολυσυκοφαντημένοι συνάδελφοι εργάζονται κοπιωδώς νυχθημερόν μετατρέποντας σε μολύβι ό,τι έχει γραφτεί επάνω σε ελαφριά και μηδαμινά φύλλα χαρτιού. 

 Ο Μάρκες και ο κινηματογράφος 

 Από την αρχή ήταν εχθρικά διακείμενος προς αυτό που θεωρούσε ρηχές εμπορικές και επιφανειακές αξίες του συστήματος του Χόλλυγουντ –εξαιρούσε τον Όρσον Ουέλς και τον Τσάρλι Τσάπλιν – ενώ υπερασπιζόταν σθεναρά τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, του οποίου την παραγωγή και τις ηθικές αξίες επιζητούσε για την ανάπτυξη ενός εθνικού κινηματογράφου στην Κολομβία. Αυτό θα εξελισσόταν σε κάτι σαν εμμονή τα χρόνια που ακολούθησαν. 

 Έδειχνε τρομερό ενδιαφέρον για τα τεχνικά ζητήματα –το σενάριο, τους διαλόγους, τη σκηνοθεσία, τη φωτογραφία, τον ήχο, τη μουσική, το μοντάζ, την ηθοποιία– κάτι που ίσως του άνοιξε την πόρτα σε αυτό που θα αποκαλούσε αργότερα ξυλουργική της λογοτεχνίας του: τα τρικ του επαγγέλματος, τα οποία ποτέ δεν ήταν εντελώς πρόθυμος να αποκαλύψει, τουλάχιστον όχι όσον αφορά το μυθιστόρημα. 

Επέμενε ότι τα σενάρια πρέπει να γράφονται με λιτότητα, συνέπεια και συνοχή· και ότι τα κοντινά και τα μακρινά πλάνα είναι εξίσου σημαντικά. Από την αρχή τον απασχολούσε η έννοια της καλογραμμένης ιστορίας, μια εμμονή η οποία θα τον χαρακτηρίζει για το υπόλοιπο της καριέρας του και που εξηγεί τον σεβασμό του για το Χίλιες και Μία Νύχτες, τον Δράκουλα, τον Κόμη Μοντεχρίστο και Το Νησί του Θησαυρού: όλα έξοχα και δημοφιλή έργα της λογοτεχνίας. 

Αυτό ακριβώς αναζητούσε και στο σινεμά. Η αντικειμενική πραγματικότητα –πίστευε– πρέπει να κυριαρχεί, αλλά ο εσωτερικός κόσμος, ακό- μη και ο φανταστικός κόσμος, δεν πρέπει να παραμελείται. 
Σημείωνε ότι τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της ταινίας του Βιττόριο ντε Σίκα ''Ο Κλέφτης των Ποδηλάτων'' ήταν «η ανθρώπινη αυθεντικότητα και η ζωντάνια της». 
Αυτές οι κεντρικές ιδέες θα δεσπόζουν στην οπτική του τα επόμενα χρόνια, οι οποίες δεν απείχαν πολύ από τα αξιώματά του όσον αφορά τον αστικό και σοσιαλιστικό ρεαλισμό, που συνυφαίνονταν με τον ιταλικό νεορεαλισμό. Δεν ήταν αβανγκάρντ. 
Έδειχνε να μην τον απασχολούν οι θεωρίες του γαλλικού νέου κύματος που γεννιόταν τότε, του οποίου η επιρροή είναι εμφανής σε Βραζιλιάνους, Αργεντινούς και Κουβανούς κινηματογραφιστές της εποχής. 

Η επίσκεψή του στο Αουσβιτς 

 Αντιπάθησε την Κρακοβία για τον εγγενή συντηρητισμό της και τον οπισθοδρομικό καθολικισμό της· τουλάχιστον όπως τα αντιλαμβανόταν ο ίδιος. 
Ωστόσο, η περιγραφή μιας επίσκεψης στο Άουσβιτς –αν και σύντομη– είναι συγκλονιστική. 
Για πρώτη φορά, ο συνήθως ελαφρόμυαλος σχολιαστής ομολογεί ότι με δυσκολία συγκράτησε τους λυγμούς του και δίνει μια δραματική, αν και νηφάλια, περιγραφή της επίσκεψής του: 

"Υπάρχει μια αίθουσα με τεράστιες γυάλινες προθήκες γεμάτες μέχρι επάνω με ανθρώπινα μαλλιά. Μια αίθουσα γεμάτη παπούτσια, ρούχα, μαντίλια, με αρχικά ονομάτων ραμμένα στο χέρι, βαλίτσες που μετέφεραν οι κρατούμενοι σε εκείνο το παραισθησιογόνο ξενοδοχείο που εξακολου- θούσε να έχει τις πινακίδες από τα ξενοδοχεία για τουρίστες. 
Υπάρχει επίσης μια προθήκη γεμάτη με παιδικά παπούτσια με φθαρμένα μεταλλικά τακούνια: μικρές λευκές μπότες που φορούσαν στο σχολείο και τα εξαρτήματα από τις μπότες εκείνων που πριν πάνε να πεθάνουν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης είχαν κάνει τον κόπο να επιβιώσουν από βρεφική παράλυση. 
Υπάρχει ένας απέραντος χώρος γεμάτος με προσθετικά μέλη, χιλιάδες ζευγάρια γυαλιά, μασέλες, γυάλινα μάτια, ξύλινα πόδια, μάλλινα γάντια που έκρυβαν κομμένα χέρια, όλα τα εργαλεία που εφηύρε ποτέ ο άνθρωπος για να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη στον κόσμο. Αποκόπηκα από τους άλλους και περπάτησα αθόρυ- βα κατά μήκος της αίθουσας. Με έτρωγε μια καταπιεσμένη οργή μέσα μου, γιατί ήθελα να κλάψω". 

Αβάνα, 2007: ΓΓΜ και Φιντέλ Κάστρο. (Diario El Tiempo / epa / Corbis) 
Καρταχένα, Μάρτιος 2007: ΓΓΜ και Μπιλ Κλίντον. 
(Cesar Carrion / EPA / Corbis)
Ο Μάρκες ταχυδρομεί τα "Εκατό Χρονια μοναξιά" 

Στις αρχές Αυγούστου, ο Γκαρσία Μάρκες συνόδεψε τη Μερσέδες στο ταχυδρομείο για να στείλει το τελικό χειρόγραφο στο Μπουένος Άιρες. 

Έμοιαζαν με δύο επιζώντες μιας καταστροφής. Το πακέτο περιείχε 490 δακτυλογραφημένες σελίδες. 

Ο υπάλληλος είπε: «Ογδόντα δύο πέσο». 

Ο Γκαρσία Μάρκες κοίταξε τη Μερσέδες που έψαχνε στην τσάντα της για τα χρήματα. Είχαν μόνο πενήντα και μπορούσαν να στείλουν μόνο το μισό περίπου βιβλίο: ο Γκαρσία Μάρκες έβαλε τον υπάλληλο πίσω από τον γκισέ να αφαιρέσει φύλλα από το πακέτο μέχρι να αρκέσουν τα πενήντα πέσο. Επέστρεψαν στο σπίτι, έβαλαν ενέχυρο τη θερμάστρα, το πιστολάκι μαλλιών και το μίξερ, πήγαν πίσω στο ταχυδρομείο και έστειλαν και τη δεύτερη δόση. 

Καθώς έβγαιναν από το ταχυδρομείο, η Μερσέδες σταμάτησε, κοίταξε τον άντρα της και είπε: «Γκάμπο, αυτό που μας λείπει τώρα είναι το βιβλίο να είναι χάλια» Η πιο διάσημη γροθιά στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής Στις 12 Φεβρουαρίου 1976, κάτοικος πια της Πόλης του Μεξικού, εμφανίστηκε στην πρεμιέρα μιας κινηματογραφικής εκδοχής του Επιζώντες των Άνδεων. Καθώς έφτανε, ο Μάριο Βάργας Γιόσα, ο οποίος βρισκόταν στην πόλη για την εκδήλωση –είχε γράψει το σενάριο– στεκόταν στο φουαγέ. 

Ο Γκάμπο άνοιξε τα χέρια διάπλατα και φώναξε «αδελφέ μου!» Χωρίς να πει ούτε μια λέξη, ο Μάριο, ερασιτέχνης μποξέρ ων, τον «ξάπλωσε» κάτω με μια δυνατή γροθιά στο πρόσωπο. Μάρκες-Γιόσα Με τον Γκαρσία Μάρκες ημιλιπόθυμο στο πάτωμα αφού χτύπησε το κεφάλι του πέφτοντας, ο Μάριο φώναξε, ανάλογα με την εκάστοτε πηγή: «Γι' αυτό που είπες στην Πατρίσια». Ή: «Γι' αυτό που έκα- νες στην Πατρίσια». Αυτή έμελλε να γίνει η πιο διάσημη γροθιά στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής και ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο διάφορων θεωριών. 

Οι αυτόπτες μάρτυρες ήταν πολλοί και οι εκδοχές όχι μόνο του τι συνέβη στην πραγματικότητα, αλλά και του γιατί, είναι πολλές. Λέγεται ότι ο γάμος του Βάργας Γιόσα περνούσε μια δύσκολη φάση στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και ότι ο Γκαρσία Μάρκες το θεώρησε καθήκον του να παρηγορήσει την προφανώς έξαλλη και αγανακτισμένη σύζυγο του Μάριο. Μερικοί λένε ότι παρενέβη συμβουλεύοντάς την να κινήσει διαδικασίες διαζυγίου· άλλοι, ότι η παρηγοριά ήταν πιο άμεση. Προφανώς, ο Μάριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Γκαρσία Μάρκες είχε βάλει την ανησυχία του για την Πατρίσια πιο πάνω από τη φιλία τους. 

Μόνο ο Γκαρσία Μάρκες και η Πατρίσια Γιόσα ξέρουν τι έγινε ή τι δεν έγινε. Και μόνο η Πατρίσια Γιόσα ξέρει τι είπε στον σύζυγό της όταν τα ξαναβρήκαν. Με άλλα λόγια, μόνο αυτή ξέρει ολόκληρη την ιστορία. Όσο για τη Μερσέδες, ποτέ της δεν συγχώρησε τον Βάργας Γιόσα. Και ποτέ δεν ξέχασε τη δειλή και ανέντιμη πράξη του, όπως τη θεωρούσε, ανεξαρτήτως από την πρόκληση. 



18. 4. 2014 Ο πρόεδρος της Κολομβίας Χουάν Μανουέλ Σάντος κήρυξε σήμερα τριήμερο εθνικό πένθος στη μνήμη του τιμημένου με Νόμπελ συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο οποίος απεβίωσε χθες Πέμπτη στο σπίτι του στο Μεξικό σε ηλικία 87 ετών.
Από την Καθημερινή

«Για να αποτίσουμε φόρο τιμής στη μνήμη του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες κηρύσσω τριήμερο εθνικό πένθος, να κυματίζουν μεσίστιες οι σημαίες σε όλα τα δημόσια κτίρια. Ελπίζουμε ότι οι Κολομβιανοί θα κάνουν το ίδιο στα σπίτια τους.
Ολόκληρη η Κολομβία πενθεί, καθώς έφυγε ο πιο αγαπητός και αξιοθαύμαστος συμπατριώτης μας όλων των εποχών. Υπήρξε, και δεν υπερβάλω, ο Κολομβιανός ο οποίος σε ολόκληρη την ιστορία της χώρας μας μετέφερε πιο μακριά και πιο ψηλά το όνομα της πατρίδας μας»

«Για εμάς τους Κολομβιανούς ο Γκάμπο δεν εφηύρε τον μαγικό ρεαλισμό, ήταν ο σημαντικότερος εκπρόσωπός του σε μια χώρα που εκπροσωπεί η ίδια τον μαγικόρεαλισμό. Μια χώρα που συνδυάζει τη χαρά και τον πόνο, την ποίηση και τη σύγκρουση».

Ο κολομβιανός πρόεδρος αναφέρθηκε στο έργο του Μάρκες, που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1982, και στο είδος γραφής του, τον μαγικό ρεαλισμό.
______________________________________________

     Ο Γκαρσία Μάρκες —ή Γκάμπο, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι και οι θαυμαστές του— γεννήθηκε στην Αρακατάκα, μια πόλη στη βόρεια επαρχία Μαγκνταλένα της Κολομβίας, την 6η Μαρτίου του 1927. Από την παιδική του ηλικία στην πόλη αυτή, όπου τα έσοδα έφερναν κυρίως οι φυτείες μπανάνες, άντλησε έμπνευση για το λογοτεχνικό του έργο. 
   Το Μακόντο, το διάσημο φανταστικό χωριό όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση του μυθιστορήματός του Εκατό Χρόνια Μοναξιά, παραπέμπει ακριβώς στην Αρακατάκα.

   Τα βιβλία του πιο γνωστού λατινοαμερικάνου συγγραφέα πούλησαν δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα. 
Αν και έγραφε ασταμάτητα νουβέλες και ιστορίες όπως το  "Ο Συνταγματάρχης Δεν Έχει Κανέναν Να Του Γράψει"  την δεκαετία του 1950 και του 1960, δυσκολεύτηκε για πολλά χρόνια να βρει τη φωνή του. Το έκανε όμως με δραματικό τρόπο στα Εκατό Χρόνια Μοναξιά, ένα βιβλίο που ο εκλιπών Κάρλος Φουέντες είχε αποκαλέσει κάποτε «τον λατινοαμερικάνικο Δον Κιχώτη». 
Ο Μάρκες συνέθεσε απίστευτα και υπερφυσικά συμβάντα με λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής και με τις πολιτικές πραγματικότητες της Λατινικής Αμερικής — άλλοτε κωμικές, άλλοτε τραγικές.
Ο ίδιος έλεγε πως προσπάθησε να γράψει όπως θυμόταν να λέει ιστορίες η γιαγιά του. «Έλεγε πράγματα που ακούγονταν υπερφυσικά και φανταστικά, αλλά τα έλεγε με απόλυτη φυσικότητα. Ανακάλυψα ότι αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν να πιστέψω ο ίδιος και να γράψω με την ίδια έκφραση που τις έλεγε η γιαγιά μου: με πρόσωπο από πέτρα».

   Τα βιβλία του Μάρκες σημάδεψαν μια εξαιρετικά ταραγμένη εποχή στο μεγαλύτερο μέρος της Λατινικής Αμερικής — όταν το χάος ήταν το φυσιολογικό και η πραγματικότητα έμοιαζε να συνορεύει με το σουρεαλισμό.

   Ο ίδιος έλεγε πως επηρεάστηκε βαθιά από τη 
Μεταμόρφωση του Φραντς Κάφκα αλλά και από σημαντικούς προγενέστερους και σύγχρονούς του λατινοαμερικάνους συγγραφείς, όπως ο Μεξικάνος Χουάν Ρούλφο ή ο Αργεντινός Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ήταν ο Αμερικανός Ουίλιαμ Φόκνερ, είχε πει, εκείνος που τον ενέπνευσε να αναπαραστήσει με τον τρόπο που το έκανε «την ατμόσφαιρα, την παρακμή, την ζέστη» στο Μακόντο, το φανταστικό χωριό στο οποίο έδωσε το όνομα μιας μπανανοφυτείας λίγο έξω από την Αρακατάκα.

Όπως πολλοί από τους σύγχρονους του λατινοαμερικάνους λογοτέχνες, ο Γκαρσία Μάρκες αναμίχθηκε ενεργά στην πολιτική και φλέρταρε με τον κομμουνισμό.

   Ταξίδεψε στην μετεπαναστατική Κούβα και ανέπτυξε μια στενή προσωπική φιλία με τον ηγέτη της, τον Φιδέλ Κάστρο. «Ένας άνθρωπος με απέραντο ταλέντο και τη γενναιοδωρία ενός παιδιού, ένας άνθρωπος για το αύριο», είχε γράψει ο Κάστρο για τον φίλο του το 2003. «Η λογοτεχνία του είναι απόδειξη της ευαισθησίας του και του γεγονότος ότι ποτέ δεν εγκατέλειψε τις ρίζες του, την λατινοαμερικάνικη έμπνευσή του, την πίστη του στην αλήθεια».

   Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είχαν απαγορεύσει στον Γκαρσία Μάρκες να εισέρχεται στη χώρα για μια δεκαετία αφού συνέβαλε να ιδρυθεί το γραφείο του επίσημου πρακτορείου ειδήσεων της Κούβας στη Νέα Υόρκη, ενώ η Ουάσινγκτον τον κατηγορούσε επίσης πως χρηματοδοτούσε αριστερούς αντάρτες στην πατρίδα του.

   Παρά τη μεγάλη φήμη του ως αριστερού διανοούμενου, επικριτές του είχαν στηλιτεύσει το ότι δεν έκανε όσα πιθανόν μπορούσε για να συμβάλει να τερματιστεί ο ατέλειωτος εμφύλιος πόλεμος στην Κολομβία. Αντ' αυτού, εγκατέλειψε την πατρίδα του και μετανάστευσε στο Μεξικό. Η ανελέητη κριτική που ασκούσε στους πολιτικούς στην Κολομβία αντηχεί ακόμη στα αυτιά πολλών.

   Καταδίκαζε απερίφραστα τον λεγόμενο πόλεμο των ναρκωτικών των ΗΠΑ, ο οποίος, όπως έλεγε, δεν είναι «τίποτε άλλο παρά ένα εργαλείο επέμβασης στη Λατινική Αμερική». Αργότερα πάντως ανέπτυξε μια φιλία με τον πρώην Αμερικανό πρόεδρο Μπιλ Κλίντον.

   Ο Γκαρσία Μάρκες αφήνει πίσω την Μερσέδες Μπάρσα, με την οποία ήταν παντρεμένος για πάνω από 55 χρόνια, και τους δύο του γιους, τον Ροδρίγο και τον Γκονσάλο.




Παγκόσμια θλίψη

   «Ένας μεγάλος συγγραφέας πέθανε. Το έργο του έδωσε μεγάλη απήχηση και κύρος στη λογοτεχνία. Τα βιβλία του θα τον κρατήσουν ζωντανό, θα συνεχίσουν να κερδίζουν αναγνώστες παντού. Εκφράζω τα συλλυπητήριά μου στην οικογένειά του», είπε ο Βάργκας Γιόσα στην εφημερίδα Ελ Κομέρσιο του Περού.

   Οι δύο άλλοτε φίλοι είχαν αποξενωθεί στα μέσα της δεκαετίας του '70 και λέγεται ότι δεν μίλησαν ποτέ ξανά έκτοτε.

   Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής Μπαράκ Ομπάμα εξέφρασε επίσης τα συλλυπητήριά του για τον θάνατο του Γκαρσία Μάρκες και σημείωσε πως:
«το έργο του Γκάμπο θα συνεχίσει να εμπνέει τις επόμενες γενιές». 

«Ο κόσμος έχασε έναν από τους μεγαλύτερους οραματιστές συγγραφείς του, έναν από τους αγαπημένους μου από όταν ήμουν νέος», ανέφερε ο Ομπάμα σε μια ανακοίνωσή του. «Είχα μια φορά το προνόμιο να συναντηθώ μαζί του στο Μεξικό, όπου μου χάρισε ένα βιβλίο με αφιέρωση που κρατάω ευλαβικά ως και σήμερα», πρόσθεσε ο Ομπάμα.

   Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον, προσωπικός φίλος του Γκαρσία Μάρκες, εξέφρασε επίσης τα συλλυπητήριά του για το θάνατο του λογοτέχνη: 
«Από τότε που διάβασα τα Εκατό Χρόνια Μοναξιά πριν από 40 χρόνια και πλέον, πάντα μου προκαλούσαν θαυμασμό τα μοναδικά του δώρα της φαντασίας, της σαφήνειας της σκέψης, της συναισθηματικής εντιμότητας. Απαθανάτισε τον πόνο και τη χαρά της ανθρωπότητας σε σκηνικά τόσο πραγματικά όσο και μαγικά», ανέφερε ο Κλίντον σε μια ανακοίνωσή του. «Με τιμούσε να είμαι φίλος του και να γνωρίζω τη μεγάλη του καρδιά και το λαμπρό του μυαλό για πάνω από 20 χρόνια. Τα συλλυπητήριά μου στη (σ.σ. σύζυγό του) Μερσέδες, στην οικογένειά του, στους φίλους και στους θαυμαστές του σε όλο τον κόσμο».

Ο Μάρκες εγκαταστάθηκε στο Μεξικό το 1961 αλλά διέμεινε κατά περιόδους στην Καρθαγένη της Κολομβίας, στη Βαρκελώνη της Ισπανίας και στην Αβάνα.


Scholeio.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: