Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΤΙΧΟΛΟΓΙΟ 2ο Λ-Ω. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΤΙΧΟΛΟΓΙΟ 2ο Λ-Ω. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ρεμπώ, Φόρα μια ζεστή καρδιά



Ζαν-Νικολά-Αρτύρ Ρεμπώ

φοβάμαι

μήπως τελικά αλλάξω τον κόσμο
και παραμείνω ο ίδιος


     Που αιώνια ανάβει

αν τραβήξω
με χάρακα
μια ευθεία
από το φεγγάρι
μέχρι την καρδιά σου
θα έχω σχηματίσει
την γεωμετρία
των στιγμών μας

Κι αν με κοιτάξεις
διστακτική σαν ιστορία που τρεμοσβήνει
θα πάρω ένα μολύβι
και θα ζωγραφίσω σε χαρτί λευκό
την πόλη που σε γνώρισα
και τις νερατζιές που σε μύρισα

Έτσι θα σε σκέφτομαι πάντα
σαν πατρίδα που φιλοξένησε τα εφηβικά μου δάκρυα
σαν ένα μπλε μινόρε
ή σαν αστραπή που έκαψε
το πιάνο που έπαιζε τη σιωπή μας

Μα σαν περάσει ο καιρός
και κάποιο χρέος με σκοτώσει
όπως θα πέφτω στην ύψιστη πτώση
τι ωραία που είναι η ζωή
θα τραγουδήσω
και
για τον έρωτα που
έζησα σήμερα εδώ
και τις μυριάδες ψυχές
που αγάπησαν την αγάπη
θα πέσω κι εγώ στον Άδη
σαν φεγγάρι πορφυρό που έγειρε
από της νύχτας το αιώνιο φιλί
στην σιωπή που το χάραμα αιώνια ανάβει


     Η βροχή που βρέχει τα πάντα

η βροχή που βρέχει για πάντα
χωμάτινες υγρές καρδιές
μέσα από το τζάμι που θολώνει
και στάλες,
δροσερές στάλες που πίνουν το φθαρτό

Όχι
Δεν ήρθα εδώ να περιμένω
Η ζωή έχει χώμα που μυρίζει άστρα
έχει την
ύλη αδιάφορη
στο ξεχασμένο κοχύλι
πάνω στις σπείρες που διαγράφεται το νέφος
η πόλη
κι ο δρόμος

Όχι
Δεν εξελίσσομαι από τους καθορισμούς τους
Μια δύναμη με ωθεί στο ανείπωτο
στο έγκλημα το ποιητικό
εκεί που θα υπάρχω απλά για να υπάρχω
ακούγοντας
τις μελωδίες που έφτιαξα εγώ για τον κόσμο
μέσα στον κόσμο

Κρύσταλλοι
Μη λησμονάς να συλλαβίζεις το άδικο
Φθινόπωρο είναι πάλι
Και η βροχή θα βρέχει για πάντα


     Ρούχο ζεστό

φόρα μια ζεστή καρδιά
κι έλα έξω να με βρεις
δε θα μαι στα μαγαζιά
ούτε στις πλατείες τις στολισμένες
δε θα μαι σε κάποιο μπαρ
ούτε σε κάποια στάση του τραμ

Φόρα μια ζεστή καρδιά κι έλα να με βρεις
θα μαι εκεί που συναντιούνται όλοι οι δρόμοι σου


     Για τη χαμένη Ε

αφού δεν έφτασε ακόμα η ώρα
ο κόσμος μας νίκησε
και μάντεψες πως
όσο και να στολιστείς απόψε
η ομορφιά δε θα νικήσει


Αφού δεν έφτασε ακόμα η ώρα
ξέρεις πως
άλλο ουρανό δε θα βρείς
κι άλλη νύχτα δε θα διασχίσεις
παρά μόνο στις αγκαλιές που διάλεξες
και στις καρδιές που ζέστανες
γι αυτό
να μη φοβάσαι
όπως υγρή και κόκκινη
θα περιμένεις πάντα τη στιγμή

Αφού δεν έφτασε ακόμα η ώρα
να μη φοβάσαι
σε έμαθαν για όπλα να έχεις βαμμένα χείλια
μα εσύ κατεβαίνεις στον πόλεμο πάντα βρεγμένη
ελπίζοντας πως
στα χείλια σου θα φυτρώσουν οι λέξεις που θα συντρίψουν τον κόσμο


Να μη φοβάσαι
και θα ρθεί η ώρα που που θα νικήσουμε τον κόσμο
για να τον φτιάξουμε από τις λέξεις σου

Να μη φοβάσαι
και θα ρθει η ώρα
που
πάνω στα χείλια μας υγρές
οι λέξεις σου
θα συλλαβίσουν ξανά τον κόσμο


     Αλμαγέστη

τρόμαξα απόψε από τις ομορφιές του περιβολιού
και σκέφτηκα πως
καθώς συλλογιέται ο άνθρωπος τη δρέψη της φύσης
νιώθει μια αρματωσιά από χωμάτινες καρδιές να τις φορτώνεται στην πλάτη
όμοιες με αντλίες που γιομώνουν το αίμα της γης
και τη γη τη νιώθει σαν την ανάσα στα σπλάχνα του σύμπαντος
μια παλλόμενη τάξη
ένα εντροπικό φτιασίδωμα από σκέψεις θεών
σαν ένα πρόσωπο που οι καθρέφτες του έχουν όλοι σπάσει
μα τυραννία δεν είναι η σκέψη των θεών
αυτοί σκοτώνουν και την ύλη
και το σύμπαν ξαναγεννούν άμα θελήσουν

Τυραννία είναι ο άνθρωπος
αυτή η αρπαγή από τα ελαττώματα του ουρανού και του χρόνου
και σκέφτομαι πως

Αυτό είναι ο άνθρωπος
η αιώνια αρπαγή
που σβήνει κι ανάβει το μέτρο του σύμπαντος
το τίποτα που μπορεί να εξαφανίσει τα πάντα
και τυραννία είναι τα όμορφα μάτια
που μες τους αιώνες κοιτούν
κορμιά που πέσαν από αγάπη


     Μέσα στα συρτάρια του Σεπτέμβρη

πρέπει να προσέχεις όταν ανοίγεις τα συρτάρια
μπορεί να απλώσεις το χέρι και να ακουμπήσεις τις αναμνήσεις
και ξέρεις,
οι αναμνήσεις έχουν λέξεις που ξέχασες και πονάνε
έχουν φωτογραφίες ασπρόμαυρες και γράμματα κιτρινισμένα
κοχύλια σπασμένα και αρώματα σφραγισμένα
Θα κλάψεις ίσως
κι ίσως γελάσεις
τόσο μεγάλο το κάδρο της ζωής θα πείς
και πως να χωρέσω μέσα σε λίγα καρδιοχτύπια
τους άπειρους παλμούς των στιγμών

Όταν θα βγάλεις τη φωτογραφία του πατέρα
ή κάποιας Μαρίας
ίσως αστράψουν τα βλέμματα
τόσο που θα αρνηθείς ότι δρασκέλισε το κορμί σου ο χρόνος
Κι έτσι θα τρέξεις να ανοίξεις την πόρτα την παλιά
για να μπουν μέσα τα χαμόγελα που χάθηκαν ένα Σεπτέμβρη
η τα δάκρυα που λίμνασαν σε ένα κατώφλι στην Πατησίων.

Μα πρόσεξε
Όλα πια έχουν ειπωθεί
Κι είναι τόσα πολλά που το μόνο που έμεινε είναι το χρέος σου στη ζωή
Στη ζωή που δραπετεύει
μέσα από τα ποιήματα του γυμνασίου


Χτυπάει το τηλέφωνο
και δε θέλω να το σηκώσω
Τα πρόσωπα των φωτογραφιών με ράγισαν

και αυτά τα τα βλέμματα που γατζώνονται στο χρόνο
τόσο άυλα
τόσο πραγματικά
θέλουν πάντα να ζουν μέσα στο Απραγματοποίητο

Όλοι πρέπει να κοιμηθούμε μια βραδιά μέσα σ ένα συρτάρι


     Lacrimae

λοιπόν
μου μίλησες για τα ταξίδια σου
σου μίλησα για τις φρίκες μου
κι έτσι σμίξανε οι κόσμοι μας

αφού δε ζήτησες τίποτα
αφού δε ζήτησα τίποτα
φαντάζομαι έναν κόσμο που δε χρωστά σε κανένα

Γι αυτό σκέφτομαι
πως έτσι όπως απλώνεται η πόλη από ψηλά
θα μπορούσε να σχηματίσει τα δάκρυά σου
τις αγωνίες και τους παλμούς σου
μα πιο πολύ σκέφτομαι πως δε σε χωρά εσένα η πόλη

έτσι που νιώθω να με αιχμαλωτίζει η ανάγκη
και ακούω τα βήματα σου να με περπατάνε
τα καλντερίμια να ανασαίνουν τα καρδιοχτύπια σου

και σκέφτομαι πάλι
πως
ταξίδι
είναι οι άνθρωποι
μα πιο πολύ ταξίδι
είναι το πάθος
να μοιραστείς το δρόμο.


     Θάλασσα και αγάπη

ναι
να φεύγω μακριά
αυτό με όρισε ο κόσμος
κι οι λέξεις μου ταξίδια γίνονται

Μα έρχονται ώρες
που βουρκώνουν τα μάτια μου
και τη θάλασσα πεθυμώ

Γιατί εδώ
στον όγδοο όροφο
με χτυπούν τα κύματα από μέσα
και νιώθω στο θώρακα τις ευωδιές τις Κρήτης
μίλια μετράω μακριά
κι η άνοιξη σκορπάει ένα λυγμό εντός μου
Κρήτη λέω κρήτη τραγουδώ
εδώ
και στις γειτονιές των Καρπαθίων
φύλλα πέφτουν μονάχα
και ψυχές
βουνά
τραγόύδια κι ανθρώποι
που προτρέχουν τη θάλασσα

Αγάπη λέω
και σ αγαπώ
με όλη τη θάλασσα που γνώρισα
να κυματίζει εντός μου


     Αστικός Ασκητισμός

περπατώ
για να μη σκέφτομαι

Η άνοιξη
είναι η μαθηματική απόδοση
της έκστασης
γύρω καφενεία
κανείς δεν ακούει
κι εγω περπατώ

Ο χρόνος
είναι ένας σκύλος στην πλατεία
οι άνθρωποι ψωνίζουν
ο σκύλος θα φύγει
κι εγώ περπατώ

Θα φάω ένα μήλο
στην πλατεία
θα κατέβω τα σκαλιά-πάντα υπάρχει χρόνος να κατέβεις σκαλιά-
ο ήλιος θα δύσει
κι εγώ περπατώ

Η νύχτα
είναι μια περιπλάνηση στο μύθο
σκιές ξεφυτρώνουν στα πάρκα
κι εγώ περπατώ


      Για τον πατέρα 

κι όταν φεύγουν οι άνθρωποι, 

κοιτάς τις φωτογραφίες τους τις παλιές 
και δεν είναι τα μάτια τους όπως πριν, 
αλλά το βλέμμα τους έχει ταξιδέψει αλλού..


Έφυγες
βιαστικά όπως φεύγουν τα πουλιά πριν την καταιγίδα
και τόσο πολύ τ αγάπησες όλα
που σε όλα λείπει πια το βλέμμα σου
κι η περήφανη περπατησιά σου


Στο χωριό σου τα δέντρα, τριγύρω τα βουνά και το χώμα
μάταια πια αποζητούν ένα χαμόγελο σου
Πάνω στο Πλάτωμα
εκεί που έλεγες πως γεννήθηκε ο κόσμος
σε καρτερά η γη για να ανθίσει.


Φύλλα είναι τα χρόνια των ανθρώπων
κι εγώ δεν ξέρω πως να σ αποχαιρετήσω
ξέρω μονάχα πως στην αγάπη πορεύτηκες όσο ζούσες
κι αν τελικά το ταξίδι σου συνεχίζεις κάπου ψηλά
να ξέρεις πως μέσα στην καρδιά μου άφησες όλους τους θησαυρούς
όλα τα δώρα του κόσμου.


      Σπλάχνο άχρονο

βρέχει με μιας ανοίγει το άνθος, 
από τα υγρά σωπαίνει η δίψα των άστρων

Σπλάχνο από το κέντρο του ουρανού
πως την πόλη μου ορίζεις
ανάσες σαν δίνεις τεχνητές
κάτω από τα μνημεία της Αθήνας με λογχίζεις

Είμαι το κύτταρο σου
που στις διαδρομές μεταφέρω τις μυστικές σου ουσίες
Κειριαδών κι έπειτα στην Ρόμβης
με βεγγαλικά ζεσταίνω τα μάτια των περαστικών σου

Με άρχει το αίμα σου
φωτεινό σαν τον βράχο της ακρόπολης
κι ακόμα πιο πέρα
στα γραμμένα πεζοδρόμια της Σανταρόζα
κυκλοφορώ
στις πλακόστρωτες αρτηρίες σου
όμοιος με κατηχημένος φανός σου
και στις ερειπωμένες πλατείες
πάνω στα αγάλματα μια σκέψη σου με χρεώνει
όλη την πόλη
τρέχοντας
μυρίζοντας
και πάλι τρέχοντας
να μεταφέρω το αίμα σου
να περπατώ την ομίχλη σου
οσφραίνοντας τ άστρα σου στην Αθηνάς
υγραίνοντας τα δάκρυά σου στην Δεξίππου
και ποτέ δε θα ταν πιο όμορφη η πόλη σου από μένα
αν δεν χαμογελούσες στα σκοτάδια των υπογείων
αν δεν όριζες σε όλες τις διαδρομές μια κρυφή αρμονία

Σπλάχνο του ουρανού
μου φανερώνεις την πόλη
κι από τα μάτια των ανθρώπων
φοβάμαι μην ξεχαστείς
έτσι μήπως γίνουμε του χρόνου σου κουβάρι
φοβάμαι μη μας ξετυλίξεις άτσαλα
και σβήσουμε προτού ακούσουμε
τη φοβερή σου μουσική


     Μια ευθεία πλάγιος άνεμος

ένα δύο τρία
Στην νύχτα που κάθισε στην άσφαλτο
Τα κολωνάκια περίσσευαν
Και μετρούσα μόνο τα φώτα
Τρία τέσσερα πέντε
Και κάπου εκεί έχασα το μέτρημα
Αμάξια πόδια
Πόδια κεφάλια φανάρια
Τι σημασία είχε τι έβλεπα αφού με τύφλωνες

Ξεφυσούσα και δεν έβγαινε μια λέξη
Αλλά ο δρόμος μιλούσε
και δάκρυσα
για όλα εκείνα τα μακριά
Τα πιο μακριά κι από σένα
Όταν με ξέχασες
Χωρίς να με γνώρισες
Όταν ξέχασα κι εγώ
Άδειος άσχημος
Κι ωραίος
Να σιγοπαίρνω τις άμαξες για τα τρένα
Για να φτάνω στο μπάρ
Να με σερβίρεις ένα ένα τα ποτά
Και στη σειρά ένα ένα τα μολύβια
Να με λιώνουν γράφοντας
ότι θυμάμαι από κεριά
να με μεθούν με
όποια δάχτυλα σου με πλησίασαν κομήτες
με ανταύγειες από όλα τα τρένα που έφευγαν
Και ας μην έφευγαν
Κι ας μην ήσουν κι εσύ κι εγώ
Ξανθοί μέσα στα μαλλιά σου
Που θα μπλέκαμε τους παραδείσους


Από πίσω κάπου ξεχώριζα
Τι επιτέλους συμβαίνει

Έπειτα
έβλεπα τα όμορφα
Γυάλιζαν τα μάτια
Κι ότι κυλάει μαζί με το αίμα
πιο κοντά το έφερνες εσύ μαζί με το ποτό
και τους περαστικούς
που ανέβαιναν την Ασκληπιού
ταιριαστοί κι αλώβητοι
να σταματάνε μπροστά στη τζαμαρία
για να αποκτήσουν όλα νόημα
στην ακινησία.

Αλλά δεν είναι το ποτό
Δεν είναι καν που βρισκόμασταν εκεί
εσύ κι εγώ
Αραχώβης κι Ασκληπιού

Είναι που κάποτε μας ζύγωσε η ανάγκη
άυλη και βιαστική
αδιάφορη όπως πάντα για το χρόνο
έγειρε προς τον μέρος μας
κι ύστερα
κατέβηκε το σκαλί της εξόδου
χωρίς σημασίες από κορμιά
χωρίς βλέμματα και χειρονομίες


Ίσως κάποτε, μας είπε, διψάσει
κι ίσως περάσει κάτι να πιει
αλλά αν κάποιοι διψάνε από το πρωί
εσύ θα τους χαμογελάς τα βράδια και θα τους σερβίρεις ποτά
για να παίρνουν νωρίς η αργά
το δρόμο τους
από τη Βερανζέρου
με έναν ευθεία πλάγιο άνεμο
προς την επόμενη νύχτα.


     Σαν Οιμωγή

και να που κάθε μέρα
Ξεκινάω τα πάντα από την αρχή

Το πρωί μόλις ξυπνήσω
Τρέχω από δωμάτιο σε δωμάτιο
Και ψάχνω μέσα στα ντουλάπια
Μία μήτρα να με γεννήσει

Όταν με το καλό γεννηθώ
Κάπου ανάμεσα στο χωλ
Και στο λα μινόρε
Φοράω
Ένα ζεστό
Εκστατικό μειδίαμα
Κι ανεβαίνω τετρακόσιους σαράντα έξι συλλογισμούς

Έπειτα βγαίνω στους δρόμους
Και δε θυμάμαι και πολλά
Πως να θυμηθείς άλλωστε πως περνάνε είκοσι πέντε χρόνια
Μέσα σε ένα απόγευμα

Κατά τ’ άλλα
κάποια στιγμή έρχεται το βράδυ
και γυρνάω σε ένα σπίτι
που το έχτισε
η καλύτερη εκδοχή σου

Κι ενώ οι τοίχοι τα μεσάνυχτα
Σκαρώνουν
Την επόμενη συντριβή μου
Παίρνω ένα χαρτί
Ένα στιλό
Και σκαλίζω στο τετράδιο το ίδιο πάντα βασανιστικό τετράστιχο:

«Γιατί πρέπει αιώνες τώρα
Να ξεχνάω κάθε πρωί
Που έχω φυλάξει
τους καλύτερους λόγους για να ζω»

Ζαν-Νικολά-Αρτύρ Ρεμπώ

Scholeio.com

Χ. Μελιτάς, Παραλίγο να ταξιδέψουν ανώνυμα ως το Φάληρο.




Χάρης Μελιτάς

Απόσπασμα από τον 
"Μονόλογο του Συγγραφέα"

 ".....άρχισα να οραματίζομαι τη δημιουργία ποιημάτων ελάσσονος μεγέθους και πλοκής μελετώντας μετά μανίας κάθε είδος βραχείας ποιήσεως προκειμένου να επιλέξω το κατάλληλο για την αναδιάρθρωση του λυρικού μου μέλλοντος.

Τοιουτοτρόπως ανέγνωσα σε χρόνο ρεκόρ μυριάδες επιγράμματα, γνωμικά, παροιμίες, μαντινάδες, μέχρι τετράστιχα προπολεμικών ημερολογίων και Καζαμιών, αλλά -φευ- εις μάτην .

Τα πάντα είχαν προ πολλού διατυπωθεί, αναλυθεί και παρουσιασθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από σπουδαίους δημιουργούς και συνεπώς η πένα μου το μόνο που θα μπορούσε να κάνει, ήταν μια ανυπέρβλητη τρύπα στο νερό.


Χ. Μελιτάς, Σεργιάνι στη πόλη να βγούνε οι καρδιές



Χάρης Μελιτάς


        Το  Άβατο

Τη μάσκα μου μπορείτε να θαυμάσετε.
Εκτίθεται σε θέατρα σκιών
και σε μουσεία.

Τα λόγια μου μπορείτε ν' αγοράσετε.
Πωλούνται σε τιμές ελκυστικές
κάτω του κόστους. 

Τη γεύση μου μπορείτε να μαντέψετε.
Παλιώνω σε κελάρι σκοτεινό
να ωριμάσω.

Τα ρούχα μου μπορείτε να μυρίσετε.
Αρώματα φοράω ακριβά
Επιταφίων.

Τις σκέψεις μου μονάχα μην αγγίξετε.
Το χέρσο ναρκοπέδιο του νου 
με τις αλήθειες


Σ. Μαφρέδας, Ματαίωση Ταξιδιών



Στέλιος Θ. Μαφρέδας


          Πλαστουργός οικουμένης

Τώρα λοιπόν, φιλόδοξος διακινητής της προσδοκίας,
από μνήμης πλαστουργώ μιαν οικουμένη ∙
η πρώτη ύλη απ’ τα δικά σου μεταλλεία,
από υπερπόντιες κτήσεις και υπερώα τ’ ουρανού.

Στην αίρεσή μου ακροβατώ
κι ένας αλέκτορας πριν το λάλημα με συντροφεύει•
θύω στα θέμελα με τσίκνισμα αρνιού
κάποια κραυγή στοργής κι αλληλεγγύης,
γονυπετής εισέρχομαι στα άδυτα των αδύτων,
στους κήπους της Εδέμ.
Πολέμαρχος κι επικατάρατος για ένα μυστικό
‒ μια μόνιμη απορία,
στις μύτες των ποδιών ακροπατώ•
την ξεχασμένη ευχή για την επίνοια ψηλαφίζω,
θωπεύω κλίνες των νυμφών του Έρωτα την παστάδα
τη θέση σου ορίζω στην τράπεζα του δείπνου.

Στο βάθος το πέλαγος νωθρό,
η βουνοκορφή ακόμη στην χειμέρια νάρκη.

Απρίλης !
κι αντιγράφω κανόνες του δημιουργού,
να βρει οχυρό ν’ αντισταθεί η προσμονή
στην άδικη επιβουλή του χρόνου.



          Στο άβατο της αμφιβολίας

Στους ώμους μου βάσταξα τη σιωπή μισού αιώνα,
στρίμωξα τόσα ηλιοβασιλέματα στην ψυχή μου
- όλα κουβαλούσαν μέσα τους ένα φορτίο λησμονιάς.
Έτσι έμαθα πώς περνούν τις ώρες τους 
οι κατάδικοι στην απομόνωση της φυλακής,
πώς συντηρείς την κάθε μέρα
με διαγνώσεις χαράς εξ αποστάσεως.

Κι εσύ που τώρα διεκδικείς την αμνηστία,
με την αμφιβολία με κυκλώνεις.

Όμως εγώ για σένα, αγάπη μόνον έχω.

Στο παρελθόν μου επισκέπτης τη μήτρα ψάχνω της ζωής,
δρομολόγια παιδιών που κοίταξαν 
με βλέμμα ευθύ το μέλλον
και στάθηκαν στο μέτρημα πάνω απ' τον μέσο όρο.
Οι λέξεις μου πίδακες ξεπηδούν από τη σιωπή
βουτηγμένες σε μιαν απόχρωση του γαλάζιου,
γίνονται κλίμακες ν' αυτομολήσεις στον ουρανό,
γίνονται ασπίδες και φρουροί 
φωτοβολίδες στο άβατο της αμφιβολίας.

Σε άλλη ζωή σε άκουσα να λες:
cogito ergo sum*.




          Ξύλα στο τζάκι

Γράψαμε κι εμείς κάποτε
τα ονόματά μας στους κορμούς των δέντρων,
υπογραφές ενός καιρού υπερόπτη
που δεν λογάριασε την μελαγχολία του μέλλοντος
και δεν συμφώνησε τους όρους της παράδοσής μας.

Χρόνων αντοχές - η έλευση τoυ θάμπους γέννημά τους.

Κι ως ήταν άδηλη η μετοχή στην ουτοπία
μνημόνευσα κατά την προσταγή, ολονυχτίς
τον Σολωμό, τον Κόντογλου και τον Παπαδιαμάντη,
να ' χω στο στέρνο απόψε μια χαραγμή χαράς
κάτι περίπου σαν ευτυχία.

Και βρήκε στο τζάκι θαλπωρή η αίγλη του εορτολογίου
και είχαν οι λέξεις της φωτιάς κρυφά νοήματα για σένα.

Καινούριες συμφωνίες κάνω τώρα με τα μέρη μου
μνήμες από τον ρόγχο του θανάτου να γλυτώσω,

- ένα νεκρό σπουργίτι μπρος στην επιτύμβια στήλη
του αυτοκτόνου γείτονα και καθοδηγητή μου,
τα δελφίνια του Αμβρακικού που έχασαν τον δρόμο τους
και φοβισμένα κοιτάζουν την ακτή,
το μήνυμα στη δύση της ημέρας,

από τη στάχτη τα ονόματα που κάηκαν
με τους κορμούς να αναστήσω.



          Το κέρασμα του καφέ

Όπως τον κοίταζα να στέκεται διστακτικός
πάνω απ' το τραπέζι του υπαίθριου καφενείου,
τα κέρματα να μετράει αν φτάνουν
για ένα καφέ ελληνικό,
θυμήθηκα τον πατέρα.

Ψηλόν, γεροδεμένο και στα γεράματα ακόμη,
με τα ροζιασμένα χέρια
σκληρά και άκαμπτα απ' τη φωτιά,
παραιτημένον πια απ' τη ζωή
γεμάτον καημό και νοσταλγία.

Όπως τον κοίταζα και θαύμαζα την αξιοπρέπειά του,
σκέφτηκα προς στιγμή - μα δεν το τόλμησα,
να του προσφέρω τον καφέ
ίσως και κάποιο γλύκισμα για συνοδεία.

Δεν τόλμησα!
κι ας ένιωθα ευγνωμοσύνη
για έναν άγνωστο βιοπαλαιστή
που έμοιαζε με τον πατέρα,
έτσι όπως είχα χρόνια να τον δω
έτσι όπως μου έγνεφε από μακριά πολύ

και μ' αποχαιρετούσε.





          Ματαίωση ταξιδιών

Ορθάνοιχτος στα μάτια μου μπροστά ο χάρτης,
σκυμμένος το γαλάζιο χρώμα προσκυνώ.

Πόσα λιμάνια αχαρτογράφητα στην ύπαρξή μου!
αυτή που εγκαταβίωσε σε άσφαλτο πηχτή,
στο ρετιρέ μιας πολυκατοικίας
και τώρα πάλλεται σαν τη φωνή
ικέτη προ του θυσιαστηρίου.

Βερίγγειε πορθμέ και νήσε Βόρνεο,
προορισμοί που με παιδέψατε από παιδί ακόμη
και με βυζάξατε με όνειρα και μοίρες!
σε λάκκο μέσα μου βαθύ έθαψα την ύπαρξή σας,
τα δρομολόγια στο ναυτικό φυλλάδιό μου
άλλη κατεύθυνση κοιτούσαν.

Την εκπνοή του ονείρου καταγράφω
επικύρωση για ό,τι δεν έλαχε στους ωκεανούς,
φυλάω σε κουρσάρικο κουτί
βότσαλα της ακρογιαλιάς σου
μυρωμένα απ' την αλμύρα που καίει τα άνθη στις αυλές
- το φλοίσβο της ακτής που ξέβρασε τον Οδυσσέα.

Πόση λύπη στα ματαιωμένα μου ταξίδια!
Και η πίστη δεν αρκεί
ξυπόλητος να περπατώ επί των υδάτων. 




          Κλείνεις το ρήγμα

Διχόνοια στη φύση σπέρνει απόψε ο θόλος τ’ ουρανού,
οι πρώτες ώρες μας λιμνάζουν στην αμηχανία.
Η πρόβα του εμβατηρίου πάνω στο λιθόστρωτο ηχεί
κι αυτό το πλήθος των γνωστών
‒ πανστρατιά για ένα θαύμα που όπου νάναι θ’ ακουστεί,
πώς καιροφυλακτεί να πάρει κάτι απ’ τη χαρά σου !

Έτσι που στέλνεις τους χαιρετισμούς
σε αποδέκτες κοινωνούς της εύηχης παραμυθίας,
κανένα παραπέτασμα αύριο δεν θα διαρραγεί.
Η διχοτόμηση που βεβαιώνει η Γραφή
κι όρισε το τρέμουλο της ψυχής
και μιαν ανάγνωση των στίχων ενός αφορεσμένου,
στον θάνατο στρέφει την πυρά και τις χαραγματιές της•

κλείνεις το ρήγμα των εποχών με τον δικό σου λόγο.

Και συναυλίζεσαι με εκατόνταρχους και οραματιστές
το θαύμα στα μέτρα των κοινών θνητών να προσαρμόσεις.
Στα χέρια αριθμητήριο κρατάς
να λογαριάζεις τους φιλόξενους καιρούς,

χρωστήρα κι αποκαθιστάς της φύσεως την τάξη.



          Κάποτε τελειώνουν οι λέξεις,

Κάποτε τελειώνουν οι λέξεις, 
όσες επινόησες κι αυτές
που κωδικοποιήσαμε για την περίστασή μας,
κι αρχίζει το μαρτύριο των παύσεων και της σιωπής.

Προσπαθείς να καλύψεις τα κενά
επαναλαμβάνοντας τα ίδια και τα ίδια,
πνίγοντας την αμηχανία με τίτλους εφημερίδων
σε ειδήσεις ξεχασμένες κιόλας πριν εκφωνηθούν.
Προσπαθείς,
δεν είναι ακόμη η ώρα, λες
και υποχωρείς για άλλη μια φορά,
να θρηνήσεις τις απώλειες της αναβολής,
να κηδέψεις τις αυταπάτες
που με τόσην αφέλεια καλλιέργησες.

Και τώρα, να! πάλι ζωντανεύουν
και σε κάνουν να ψάχνεις ξανά για λέξεις
ξανά για προφάσεις ομιλίας,
κι ας έχεις πια συνειδητοποιήσει 
πως τα λόγια σύντομα θα στερέψουν
και οι παύσεις και οι σιωπές
το ίδιο παιχνίδι μαζί σου πάντα θα παίζουν. 
από τη συλλογή Υπόκλιση στον αυτουργό, 2012


          Ποιητική

Όταν με ρωτάς - έγραψες κάτι;
αναγνωρίζω πως έχεις
κάθε λόγο να ενδιαφέρεσαι.

Ίσως από περιέργεια θέλεις να ιδείς
τι λέω τούτη τη φορά στο παραμιλητό μου,
ή από καλοσύνη ψάχνεις τις πληγές
που κακοφορμίζουνε στην ψυχή μου.

Νιώθω όμως
πως κάθε που σε προετοιμάζω
σε ποίημα να μεταμορφωθείς,
την ύπαρξή σου λεηλατώ
λέξη τη λέξη μέσα μου σε μεταγγίζω.
Περικοκλάδες πάνω σου τα χέρια μου
σου κόβουν την ανάσα,
οι οδυρμοί των λόγων μου στ' αυτιά σου.

Σαν με ρωτάς αν έχω γράψει κάτι,
λύτρα της ομηρίας σου ζητάς,

ασκείς το αναφαίρετο δικαίωμά σου. 




          Σημάδια ανεξίτηλα


Τα πεπραγμένα μου αξιολογώ
μα κατά βάθος ξέρω
πως ό, τι και να ισχυρίζομαι
στάχτη στα μάτια των ανθρώπων ρίχνω.

Και ως ολιγαρκής που έζησα
μου αρκεί να νιώσω ευτυχισμένος,

σημάδια στην ψυχή σου
ανεξίτηλα
οι λίγοι στίχοι μου
να μείνουν. 


από τη συλλογή Άξονας περιστροφής, 2009

Στέλιος Θ. Μαφρέδας

* cogito ergo sum: Σκέφτομαι άρα υπάρχω


Scholeio.com

Β. Φαϊτάς, Συνάντηση με το σύμπαν


Βασίλης Φαϊτάς
Μπορείς να μ' ονομάσεις όπως θέλεις
σύννεφο, κύμα, ουτοπία
κι ακόμα
αρνητή, επαναστάτη, διαφθορέα
μα 'γω κοιτάζω στο βάθος της ύπαρξης σου
εκεί που η καρδιά σου είναι
ακαθόριστο σχήμα και χρώμα
και ξέρω πως άλλο δεν έχω
παρά το όνομα του κόσμου που θα 'ρθει.




    Ο ήχος της σιωπής

Κάθε φορά που τινάζω από πάνω μου τη σιωπή
ένα ματωμένο λουλούδι πίσω απ' τα χείλια μου
μ' εμποδίζει να μιλήσω,
μπερδεύει τους ήχους και τα χρώματα
κι έτσι οι λέξεις μοιάζουν τρομαγμένα πουλιά
όπως το δάκρυ που δεν ξέρει την πηγή του. 

από την ανέκδοτη συλλογή 
Υστερόγραφα για το αύριο


          Το ποίημα
Το ποίημα είναι ένα σύμπαν
αδυσώπητη ρίζα φωτός
άλλη εκδοχή του πεπρωμένου
προϋπάρχει στο φέγγος μιας τραυματισμένης νότας
διαμελισμένο πρόσωπο με υπερβαίνει
ποτάμι που εκβάλλει στις πηγές του
αποικία κάπου στο βάθος της ηχώς
όπου οι καρδιές ανταλλάσσονται με το φως
και η πυξίδα κυνηγάει το άπειρο. 

          Καθώς ο καιρός 
Καθώς ο καιρός περνάει
η γλώσσα που με γέννησε
αργά καταρρέει εντός μου
οι λέξεις απόπειρες βρεφικές
ημιτελή τραυλίσματα
ξεθωριάζουν ανεπίστροφα στη σιωπή,
μεταλλάσσονται,
αγγελιοφόροι ξεπηδούν απ' το συσπειρωμένο φως
αλλάζει γύρω μου ο κόσμος
το χάος ξαναμπαίνει στη θήκη.
Το άστεγο άπειρο, εγώ,
κληρονόμος του κενού
θραύσμα μιας σιώνιας γλώσσας
αμείλικτα μόνος
βλέπω τα βήματα που λείπουν
την παντοτινή εφηβεία του φωτός
τις εποχές να φεύγουν απαλά
ορφανός από ουρανό
ξαναγυρίζω στο πεπρωμένο της ερήμου.

Έξω απ' το παράθυρο
το λυκόφως περιπλανιέται
εγκαταλειμμένο σκυλί
γαβγίζει
από πόρτα σε πόρτα
σ' ένα άδειο αντηχείο
μια εποχή που δεν είναι πια εδώ. 



          Συνάντηση με το σύμπαν
Φοβάμαι γιατί μέσα μου η αφυπνισμένη νιότη
γεννά αστραπές
βροχή μετεωριτών από υπερκόσμια μουσική
φανταστικές ψυχές που δε γεννήθηκαν
εξεγείρονται
θραύοντας τις διαστάσεις
ενός διάτρητου κόσμου.

Η ουτοπία είναι η σοφία που δεν κατανοήσαμε
δώρο στην καρδιά της ανθρωπότητας
ήρθε ο καιρός να εκφράσουμε τα ανείπωτο
λαμπαδηδρόμοι της μοναξιάς και των ονείρων
μύστες ενός άλματος στο χάος
χιμαιρικοί οδοιπόροι της σκοτεινής πλευράς του εγκέφαλου
προφήτες κι ερευνητές μιας γνώσης
που μας δόθηκε,
ήρθε ο καιρός, χωρίς επιστροφή,
να συναντήσουμε το σύμπαν. 



          Ψυχή σταλμένη
Πέφτει ένα φύλλο
ήχος ερειπωμένος
στιγμή αιωνιότητας στον αέρα
λησμονημένα πρόσωπα παλιά
ένας έφηβος γέρος θυμάται
το σπίτι που κατοικούσαν όνειρα
πριν αποβιβαστεί η σιωπή
ψυχή σταλμένη απ' το τίποτα
τρέμοντας σε ξένο σώμα
σαν ένας στίχος που ξεχάστηκε απ' τον θάνατο
πηδώντας από άστρο σε άστρο
ονειρεύονταν να γίνει πυρκαγιά
ή έστω ένα μικρό πουλί στο δάσος
που κελαϊδάει
χωρίς να ξέρει το γιατί. 



          Μετάλλαξη
Νόμιζα πως είχα πολύ χρόνο
να μεταλλαγώ σε κύμα
ως να υπήρχα από πάντοτε
μες στον ανοιξιάτικο άνεμο. 
Δεν ήξερα πως η ζωή και το χάος
μας δόθηκαν δανεικά
πως ήμουν η σκιά 
μια φευγαλέας αχτίδας
μύθος προορισμένος να ξεχαστεί
εκεί που η μνήμη δεν θυμάται
η συνείδηση πορεύεται μονάχη
σκοτεινό απρόσιτο ποτάμι
αγνοώντας τη γνώση τα όνειρα τα γηρατειά
κυλάει και χύνεται 
σε μιαν αδιαπέραστη κινούμενη άμμο.


          Ο δρόμος για το ανέφικτο
Άνοιξα την πόρτα και βρέθηκα στη σιωπή
οχυρωμένη στο φως
ελαφρύτερη απ' το τίποτα
η ακαθόριστη πτήση των σινιάλων
γιατί όταν ερχόταν ο λόγος
ήμουν αλλού
η μνήμη σ' άλλες απόκρημνες διαστάσεις. 
Δέντρο γερμένο στο κενό
γερασμένη ανάμνηση στον άνεμο
οι άνθρωποι
μα πιο πολύ
ο απελπισμένος έρωτας του ανέφικτου
ιερογλυφικά
κυοφορούμενου πεπρωμένου
ο ανθός μιας πληγής στο σύμπαν
μες στα βιβλία ο ουρανός ολοένα χαμηλώνει
κατά πού πέφτει η αγάπη ...
Ώρες ολόκληρες τις προφητείες μιας άνοιξης
πέρασα ξοδεύοντας
να βρω τις μυστικές λέξεις
το δρόμο για το πέραν.

Τώρα έχω να διασχίσω 
μια παλίρροια φωτός
και νεύματα αποχαιρετισμού. 


          Επικό ταξίδι
Είμαι έτοιμος πια
για ένα επικό ταξίδι
ένα υγρό θρόισμα
στο απρόσιτο γαλάζιο
τις νύχτες κυματισμοί θλίψης
μ' ανασηκώνουν στα χείλη της παλίρροιας.

Πάντα ήμουν παντού
κι όταν οι κερασιές ανθίζαν
το τέλος των δρόμων μου έγνεφε
με αδιόρατα σινιάλα
τραυματισμένες νότες
στα φθινοπωρινά βλέμματα των γυναικών. 
Πάντα ήμουν εκεί
στα κύτταρα της νιότης
του γητευτή του χάους,
κάπου βαθιά στους θορύβους της άνοιξης
ξεχασμένη από χρόνια η αγάπη
ίσως ξαναγυρίσω
πάνω στη ραγισμένη ηχώ μια χορδής
από ένα λάθος του χρόνου. 

Η ψυχή ανήκει στα χελιδόνια και στους χαρταετούς.

από τη συλλογή Συνάντηση με το σύμπαν



          Το λίκνο

Θαρρείς κι είμαι από μιαν άλλη γενιά
γεννημένος σε μια φανταστική χρονολογία
σκιά που ψάχνει τη γενέθλια ρίζα της
στα φευγαλέα ίχνη μια αδιόρατης κίνησης.

Θαρρείς πως είμαι η ψυχή μιας άλλης ψυχής
το δάκρυ από άλλα μάτια
η περιπλάνηση ενός μύθου σε μιαν άλλη νιότη.

          Ιστορία χωρίς τέλος


Πώς άραγε πεθαίνει ένας μοναχικός άνθρωπος
πώς μεταλλάσσεται η ψυχή του
σε αστρικά γονίδια
το χέρι του θεού μες στους αιώνες
που αναδεύει τη νιότη

Τι να θυμάται η αρχέγονη ψυχή του
καταρρέοντα χρώματα
κι αναγεννήσεις πόνων
το σφύριγμα του ανέμου εκσφενδονίζει
κωδικούς μηνυμάτων
στις ρίζες των κυττάρων όπου
η ζωή κάμπτεται
στην άκρη του ράμφους τους πουλιά
μεταφέρουν ανταύγειες
και παφλασμούς κυμάτων

Ποια είναι η ταυτότητά του
ο προορισμός του έστω
έτσι γυμνός και μόνος που αιωρείται
στις σήραγγες του χρόνου
έπαθλο αναπότρεπτα
της αιωνιότητας.
αδημοσίευτα

          Είμαστε εδώ

Είμαστε εδώ,
κρατάμε απ' τον ίδιο σπόρο την ίδια ρίζα
πλάι στις φυματικές θάλασσες
τα προκατακλυσμιαία δάκρυα,
στα λιμάνια ανατινάζονται τα καράβια
οι γέφυρες αγκυροβολημένες στην άβυσσο
είμαστε εδώ ... είμαστε εδώ ...
αντένες στραμμένες σε λέξεις βαθιές και ξεχασμένες
οι αισθήσεις μάς εγκαταλείπουν μία-μία
ο έρωτας λεπιδόπτερο πουλί
σέρνεται πάνω σ' αυτό που κάποτε ήταν γης
κάτω απ' αυτό που ήταν ουρανός.
Και η Γη μολυσμένο μοναχικό αιμοσφαίριο
γυρίζει ακόμα γύρω απ' τον τρόμο της
λάμνοντας έξω απ΄τον καιρό της.
Είμαστε εδώ ... είμαστε εδώ ...
πάνω σε πόλεις που κάποτε υπήρξαν
πλάι σε ποτάμια και βουνά που μένει μόνο τ' όνομά τους,
φουγάρα τινάζουν τα σωθικά μας
κι ο άνεμος ο αρχέγονος άνεμος
γράμμα γεμάτο αναμνήσεις κατεβαίνει σφυρίζοντας
στα ερείπια του ύπνου μας,
στο ράδιο μια μακρινή φωνή λέει γι' αυτό που είπαμε νιότη
είμαστε εδώ
πάνω στο μήκος κύματος μια ζωής που λιγοστεύει
είμαστε ακόμα εδώ ...


          Η επανάσταση της ουτοπίας


Κάποτε θεέ μου θα σου μιλήσω για την επανάσταση
για μια παμπάλαια στιγμή που αιωρείται στον ύπνο μας
για τη βουή στο βάθος μέσα των αρτηριών.
Όσο το αίμα μου κυλάει στις φλέβες
όσο υπάρχω κάτω απ’ το υγρό
βάρος των άστρων,
πρέπει να σου μιλήσω
για τις χίμαιρες του κύτταρου
τα παιδιά δίχως νιότη
τα πεινασμένα κορμιά που καμπυλώνουν
δίχως όνειρα, θα σου πω,
για τη φωνή μας που εκβάλλει στο τίποτα
κι ακόμα
θέλω να σου μηνύσω,
με το σώμα, με σινιάλα,
λαχανιασμένα ποδοβολητά από φως
για τα κλουβιά, τις φυλακές, το αδιέξοδο,
τη διείσδυση της νύχτας μέσα στη μέρα
τη ζωή που κείτεται μισοβυθισμένο καράβι
κάτω απ’ τη σκόνη των αιώνων.

Κάποτε θεέ μου θα σου μιλήσω
για την κιβωτό της επανάστασης
το μήκος κύματος της μοναξιάς της
κι όσο ακόμα το ματωμένο ρολόι χτυπάει στο στήθος μου
θα σου πω
πως θέλω να ‘μαι η πρώτη
ερωτευμένη σφαίρα που θα πυροβολήσει το κενό.


          Αιωνιότητα
Σε λίγο θα 'χω την ηλικία της γης
εθελοντής της ζωής με άσπρα μαλλιά
κι ακόμα μαθαίνω να ιππεύω τις ανταύγειες
ν' ανταλλάσσω ηλεκτρόνια με το χρόνο,
το αρχέγονο σύμπαν.
Θα μείνω αντάρτης,
σ' αυτόν τον αιώνα
το σκουπιδοτενεκέ,
η ταραγμένη μου διάνοια αναπνέει
βγάζοντας το κεφάλι πάνω
από τη θάλασσα των παγωμένων ημερών,
θα μείνω - θα μείνω άραγε - αντένα
σε μήκη κύματος εγκαταλειμμένα
στραμμένος στα σκοτεινά μου βάθη
ένας προφήτης μετεωρίζεται
εκεί που κάποτε γεννιόνταν το αίμα
η αρχή και το τέλος.

Η ιστορία πια τώρα έμαθε,
τη γεωγραφία του αδιεξόδου
να σφίγγει το σχοινί γύρω
απ' το λαιμό της έμαθε,
να νεκροτομεί τη ζωή.
Θέλω να πω, θέλω να ουρλιάξω
είμαι ένα νόθο που τρέφεται
απ' τη χλωροφύλλη των κιτρινισμένων ημερών.

Εδώ που όλα συγκλίνουν
σ' έναν χαιρετισμό χωρίς προοπτική,
εδώ που όλοι εγκαταλείπουν κι εγκαταλείπονται
τραβώντας ο καθένας για ένα βέβαιο στίγμα,
δεν έχω άλλο ρούχο, άλλη διέξοδο
μου μένει μόνο
να προεκταθώ στην άβυσσο.

Σ' αυτό το αστρικό ερείπιο
που καταρρέει στην καμπύλη
της μοναξιάς και της απόγνωσης
κρυώνω περιμένοντας με το αυτί
ακουμπισμένο στην πόρτα της αιωνιότητας
στην αιωρούμενη σιωπή.


          Αγρύπνια

Φως, χυμένο αίμα της νύχτας
φως, αγρύπνια γαντζωμένη στις αρτηρίες μας,
λίγο προτού η άβυσσος καταπιεί την ιστορία
η εποχή μας έχει εγκαταλείψει.
Είμαι το τελευταίο ζωντανό μήνυμα,
η τελευταία ουτοπία,
ο ασυρματιστής που εκπέμπει
την ψυχή του.



          Η θητεία

Η θητεία μας στη ζωή θα τελειώσει
όπως τελειώνει ένα γράμμα μ΄άγνωστο παραλήπτη
τα αίμα στις φλέβες ενός σφαγμένου ζώου.
Γράφοντας λέξεις ακατάληπτες χωρίς μέλλον,
ανίκανος να σου μιλήσω
για το συντριμμένο σύμπαν μέσα μου
για τις δίσεκτες ψυχές που αυτοκτονούν
ανοίγοντας μια καταπακτή στον ουρανό
δεν έχω τίποτα άλλο να σου δώσω
έξω από χάρτες, σύμβολα και μια καμπύλη
ενός μεταχειρισμένου ανθρώπου
που επιβίωσε
και τώρα
σαν το μοναχικό σκυλί
όρθιος κοιτάζει τον ωκεανό.


          Το δέντρο

Για τους παππούδες μου δεν ξέρω πολλά πράγματα
ο ένας είχε πολλές πατρίδες
και μια ζωή κομμένη στα δυο,
ο άλλος έτρεξε να σώσει το γάιδαρό του
την ώρα που οι βόμβες σημάδευαν τη ζωή
κι ύστερα λίγο πριν φύγει
μιλούσε χειρονομώντας με τους αγγέλους
έλεγε πως ο πατέρας του ήταν ένα μοναχικό δέντρο
που αγωνιζόταν να βγάλει φτερά.

Ίσως γι' αυτό και γω τώρα μιλώ για ρίζες
γι' αγκυροβολημένες φωνές
με το ένα χέρι βυθισμένο στη σιωπή.


          Κιβωτός

Σαράντα χρόνια πέρασε 
               κωπηλατώντας στο αίμα
η ψυχή του διάφανη αντένα ανιχνεύοντας
ό,τι έμαθε πως είναι ζωή.
Το 'ξερε πως θα πεθάνει και λυπόταν
γιατί δεν είχε ν' αφήσει τίποτα στον κόσμο
παρά ένα βαθύ ανυπόταχτο τραγούδι.



          Ο άλλος

Κείτεται μες στην ιστορία χιλιάδες χρόνια
στη σιωπή των μουσείων, στα βιβλία
σαν αδιόρατη κραυγή σ' ένα άλλο μήκος κύματος
κάτω από τη σκόνη των αιώνων.

Κείτεται μέσα μου
με την ψυχή του διάτρητη
τοιχογραφία της φθοράς,
διαρρέει από τις φλέβες του ο καιρός
σπέρνοντας λέξεις που σφυρίζουν σαν τον άνεμο
ψάχνοντας ένα τόπο ν' ακουμπήσουν
τα μελλούμενα χρόνια
να μοιράσουν τ' αγέννητα παιδιά.


Βασίλης Φαϊτάς
από την ανέκδοτη συλλογή  Υστερόγραφα για το αύριο

Scholeio.com

Παπαντωνίου, Εκείνοι που με πλήγωσαν ήταν αγαπημένοι



Ζαχαρίας Παπαντωνίου


          Η προσευχή του ταπεινού

Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά σου λέω την προσευχή μου.
Άλλη ψυχή δεν έβλαψα στον κόσμο απ' τη δική μου.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήταν αγαπημένοι.
Την πίκρα μου τη βάστηξα. Μου δίνεις και την ξένη.

Μ' απαρνηθήκαν οι χαρές. Δεν τις γυρεύω πίσω.
Προσμένω τα χειρότερα. Είν' αμαρτία να ελπίσω.
Σαν ευτυχία την αγαπώ της νύχτας τη φοβέρα.
Στην πόρτα μου άλλος δε χτυπά κανείς απ' τον αγέρα.

Δεν έχω δόξα. Είν' ήσυχα τα έργα που έχω πράξει.
Άκουσα τη γλυκειά βροχή. Τη δύση έχω κοιτάξει  

Έδωκα στα παιδιά χαρές, σε σκύλους λίγο χάδι.
Ζευγάδες καλησπέρισα που γύριζαν το βράδυ.

Τώρα δεν έχω τίποτα να διώξω ή να κρατήσω.
Δεν περιμένω ανταμοιβή. Πολύ 'ναι τέτοια ελπίδα.
Ευδόκησε ν' αφανιστώ, χωρίς να ξαναζήσω...
Σ' ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.


 

          Ρούμελη

Τὴ μάννα μου τὴ Ρούμελη ν᾿ ἀγνάντευα τὸ λαχταρῶ...
ψηλὰ ποὺ μὲ νανούριζες καημένο Καρπενήσι!
Τρανὰ πλατάνια ξεδιψοῦν στὶς βρύσες μὲ τὸ κρύο νερό.
Σαρακατσάνα ροβολάει καὶ πάει γιὰ νὰ γεμίσει.

Μὲ κρουσταλλένια σφυριχτὰ σὲ λόγγους φεύγουν σκοτεινοὺς
κοτσύφια καὶ βοσκόπουλα μὲ τὰ λαμπρά τὰ μάτια,
νερὰ βροντοῦνε στὸ γκρεμὸ καὶ πᾶνε πρὸς τοὺς οὐρανοὺς
ἴσια κι ὀρθὰ σὰν τὴν ψυχὴ τῆς Ρούμελης τὰ ἐλάτια.

Κάμπε ἀττικέ, μὲ πλάνεψες κι ἐγὼ γιὰ τὶς κορφὲς πονῶ
καὶ γιὰ τραχιὲς ἀνηφοριὲς σηκώνω τὸ κεφάλι...
Φυλακωμένη πέρδικα ποὺ κλαίει γι᾿ ἀλαργινὸ βουνὸ
δένει ἡ ψυχή μου στὸ κλουβὶ τὰ νύχια της κοράλλι.





          Ο Γεροβοσκός

   Πόσα χρόνια πέρασα
      κι ἄσπρισα κι ἐγέρασα
      πάνω στὰ ψηλώματα
      βόσκοντας τὰ πρόβατα!

     Τὶς κορφὲς ἐπάτησα
     καὶ νυχτοπερπάτησα
     καὶ σὲ δέντρα γερικὰ
     εἶδα κι εἶδ᾿ ἀγερικά!

     Σὲ ψηλὲς ἀνηφοριὲς
     σὰ κοτσύφι χύθηκα
     κι ἔπεσα σὲ ρεματιὲς
     καὶ ἀποκοιμήθηκα!

    Πάνω στὴ καπότα μου,
    φορεσιὰ καὶ στρῶμα μου,
    εἶδα ῾νείρατα γυρτὸς
    ξυπνητὸς καὶ κοιμιστός!

    Σ᾿ ἀητοράχη ἐσκάλωσα
    μὲ τὸ λύκο μάλωσα
    κι ἄναψα τρανὲς φωτιές,
    σὲ τετράψηλες κορφές!

    Εἶδα τ᾿ ἄστρι στὸ βουνό,
    ποὺ τὸ λεν᾿ Αὐγερινὸ
    καὶ στὴ καθαρὴ βραδιὰ
    χόρτασα τὴ ξαστεριά!

    Μύρμηγκα δὲ ζήμιωσα
    κι ἄνθρωπο δὲ θύμωσα.
    Πῆρα τὰ μικρὰ τ᾿ ἀρνιά,
    σὰ παιδιὰ στὴν ἀγκαλιά!

    Μιὰ ζωὴν ἐπέρασα
    κι εἶπ᾿ ὁ Θεὸς κι ἐγέρασα
    καὶ τὸ χιόνι τὸ πολύ,
    μοῦ ῾πεσε στὴ κεφαλή!

    Ἄειντε προβατάκια μου,
    περπατᾶτ᾿ ἀρνάκια μου,
    πάμετε σιγὰ-σιγὰ
    καὶ μᾶς ῾πῆρεν ἡ βραδιά...



*  Ζαχαρίας Παπαντωνίου  Γεννήθηκε στη Γρανίτσα Ευρυτανίας τον Φεβρουάριο του 1877 και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη Γρανίτσα όπου υπηρετούσε ως δάσκαλος ο πατέρας του. Το 1890 έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Τελείωσε το γυμνάσιο και γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, την οποία δεν τελείωσε ποτέ. Παράλληλα σπουδάζει ζωγραφική. Αφοσιώθηκε από νωρίς στη δημοσιογραφία (που ήταν το μεγάλο του πάθος), ως πολιτικός αρθρογράφος, χρονογράφος και συγγραφέας τεχνοκριτικών άρθρων. "Ακρόπολις", "Εφημερίδα των Συζητήσεων", "Σκριπ", "Χρόνος", "Εμπρός" ως ανταποκριτής της στο Παρίσι για τρία χρόνια στην οποία και δημοσίευσε τα Παρισινά Γράμματα τα οποία έκαναν μεγάλη εντύπωση όταν κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατο του σε τόμο ως Φιλολογικά Χρονογραφήματα. "Παναθήναια", "Νουμάς", "Καλλιτέχνης", "Νέα Ζωή", "Νέα Εστία", "Ελεύθερο Βήμα" κλπ., είναι τα έντυπα που φιλοξένησαν γραπτά του. 
Το 1912  έως το 1017 γίνεται Νομάρχης στη  στη Ζάκυνθο, στην Καλαμάτα και άλλες πόλεις από την κυβέρνηση Βενιζέλου και το 1919  διορίζεται διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, όπου παρέμεινε 20 χρόνια. Το 1923 έλαβε το Αριστείον των Γραμμάτων και Τεχνών και το 1938 έγινε ακαδημαϊκός στην έδρα της Λογοτεχνίας, οπότε και εκφώνησε τον εισιτήριο λόγο του για τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο στη δημοτική γλώσσα.


".... Το ψυχικό βάθος του Γκρέκο ήταν οπωσδήποτε ανατολικό. Και στη ζωή του, όση γνωρίζουμε και στη τέχνη του, φανερώνει το απροσάρμοστό του προς τη Δύση, την αδιάκοπη νοσταλγία μιας Ανατολής του ονείρου, του μυστηρίου και του πάθους..."

"...Πήγε στη Ισπανία. Πριν από αυτόν η ισπανική τέχνη ήταν απλή επαρχία της ιταλικής. Ο Γκρέκο της έδωσε την ανεξαρτησία της, τον ισπανισμό... 

Τον χαρακτήρισαν "πρίγκιπα του νεοελληνικού λόγου", ενώ αποτύπωσε στο χαρτί την ελληνική επαρχία, με έμφαση στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Υπηρέτησε όλα τα είδη του λόγου. Ιδιαίτερη ήταν η επίδοση του στο δοκίμιο και την κριτική.

Scholeio.com

Λειβαδίτης, ....γιὰ νὰ μὴν ἀκούσω ποὺ δὲ μοῦ ἀποκρίθηκαν


  

Τάσος Λειβαδίτης


Γράφω για κείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν
για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα απ’ τον άμμο
για σας χωριάτες, που ήπιαμε μαζί στα χάνια τις χειμωνιάτικες νύχτες του αγώνα
ενώ μακριά ακουγότανε το ντουφεκίδι των συντρόφων μας.
Γράφω να με διαβάζουν αυτοί που μαζεύουν τα χαρτιά απ’ τους δρόμους
και σκορπίζουνε τους σπόρους όλων των αυριανών μας τραγουδιών
γράφω για τους καρβουνιάρηδες, για τους γυρολόγους και τις πλύστρες.

Γράφω για σας
αδέρφια μου στο θάνατο
συντρόφοι μου στην ελπίδα
που σας αγάπησα βαθιά κι απέραντα
όπως ενώνεται κανείς με μια γυναίκα.
Κι όταν πεθάνω και δε θα ΄μαι ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους δρόμους σας
τα βιβλία μου, στέρεα κι απλά
θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια
ανάμεσα στο ψωμί και τα εργαλεία του λαού.

                       ___ *** ___


          Αλλά τα βράδια

Καὶ νὰ ποὺ φτάσαμε ἐδῶ

Χωρὶς ἀποσκευὲς
Μὰ μ᾿ ἕνα τόσο ὡραῖο φεγγάρι
Καὶ ἐγὼ ὀνειρεύτηκα ἕναν καλύτερο κόσμο
Φτωχὴ ἀνθρωπότητα, δὲν μπόρεσες
οὔτε ἕνα κεφαλαῖο νὰ γράψεις ἀκόμα
Σὰ σανίδα ἀπὸ θλιβερὸ ναυάγιο
ταξιδεύει ἡ γηραιά μας ἤπειρος

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα

ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Βέβαια ἀγάπησε

τὰ ἰδανικά της ἀνθρωπότητας,
ἀλλὰ τὰ πουλιὰ
πετοῦσαν πιὸ πέρα

Σκληρός, ἄκαρδος κόσμος,

ποῦ δὲν ἄνοιξε ποτὲ μίαν ὀμπρέλα
πάνω ἀπ᾿ τὸ δέντρο ποὺ βρέχεται

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα

ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Ὕστερα ἀνακάλυψαν τὴν πυξίδα

γιὰ νὰ πεθαίνουν κι ἀλλοῦ
καὶ τὴν ἀπληστία
γιὰ νὰ μένουν νεκροὶ γιὰ πάντα

Ἀλλὰ καθὼς βραδιάζει

ἕνα φλάουτο κάπου
ἢ ἕνα ἄστρο συνηγορεῖ
γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα

ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Καθὼς μένω στὸ δωμάτιό μου,

μοῦ ᾿ρχονται ἄξαφνα φαεινὲς ἰδέες
Φοράω τὸ σακάκι τοῦ πατέρα
κι ἔτσι εἴμαστε δύο,
κι ἂν κάποτε μ᾿ ἄκουσαν νὰ γαβγίζω
ἦταν γιὰ νὰ δώσω
ἕναν ἀέρα ἐξοχῆς στὸ δωμάτιο

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα

ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Κάποτε θὰ ἀποδίδουμε δικαιοσύνη

μ᾿ ἕνα ἄστρο ἢ μ᾿ ἕνα γιασεμὶ
σὰν ἕνα τραγοῦδι ποὺ καθὼς βρέχει
παίρνει τὸ μέρος τῶν φτωχῶν

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα

ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!

Δῶς μου τὸ χέρι σου..

Δῶς μου τὸ χέρι σου

από "Νυχτερινός επισκέπτης"

          ___ *** ___



   - Ώ απέραντη νοσταλγία 
   για κάτι που ποτέ δεν ζήσαμε
   κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας…

   - Ένα σπίτι για να γεννηθείς

   ένα δέντρο για ν’ ανασάνεις
   ένας στίχος για να κρυφτείς
   ένας κόσμος για να πεθάνεις.

   - Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον

   είμαστε κιόλας νεκροί.




     Αιώνες πολλαπλότητας

Συλλογιέμαι καμιά φορά τους ανθρώπους που γνώρισα,
τους συντρόφους στα παιδικά χρόνια, τις πέτρες που μαζεύαμε
όταν έβρεχε
και τις ακουμπάγαμε κάτω απ' τα υπόστεγα, μην κρυώσουν,
άλλοι πέθαναν, άλλοι βούλιαζαν μες τη ζωή, άλλοι πάτησαν πάνω μου
να περάσουν,
τους συντρόφους στη μάχη, πάνω στο χιόνι ή σ' ένα πρόχειρο αμπρί,
εκείνους που δε γύρισαν, αυτούς που λιποτάχτησαν, τους άλλους
που συνθηκολόγησαν. Συλλογιέμαι τους συντρόφους στη φυλακή,
τα τσιγάρα που μοιραζόμαστε, τη μοναξιά
που έμενε στον καθένα ολόκληρη δική του, τα μακρόσυρτα βλέματα
απ' το παράθυρο


και κείνους τους αδάκρυτος, σιωπηλούς αποχαιρετισμούς
με τους μελλοθανάτους. Άνθρωποι μεγαλόψυχοι ή τιποτένιοι,
ανυπεράσπιστοι ή δυνατοί,
αφύνοντας ο ένας μέσα στον άλλον, όλα όσα του έδωσε
ή του αρνήθηκε. Τόσα λόγια, τόσες χειρονομίες, τόσα πρόσωπα μέσα μου
που πα δεν είμ' εγώ.
Κ' εσύ, αγαπημένη, όταν με διώχνεις, κλείνεις έξω απ' την πόρτα σου
έναν ολάκαιρο πικραμένο κόσμο.

               ___ *** ___


       Σε μια γυναίκα

   Θυμᾶσαι τὶς νύχτες; 

   Γιὰ νὰ σὲ κάνω νὰ γελάσεις 
   περπατοῦσα πάνω
   ……στὸ γυαλὶ τῆς λάμπας.
   «Πῶς γίνεται αὐτό;» ρώταγες. 
   Μὰ ἦταν τόσο ἁπλὸ
   ἀφοῦ μ᾿ ἀγαποῦσες


      Κανείς δεν είναι μόνος


   «Ἦρθα», ἔλεγες πάντα 

   μπαίνοντας στὸ δωμάτιο, 
   παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν
   ……σὲ περίμενε κανείς.
   Ὅμως ἀκριβῶς αὐτό 
   σου ἔδινε μιὰ βαθύτερη ἀπάντηση.

    ἀπὸ "Ἀνακάλυψη"



      Που είσαι


Ἔβρεχε ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ἔβρεχε

ἀνέβηκα τὰ σκαλιὰ κανεὶς στὴν κάμαρα
Ἔβρεχε; ἔτρεμε στ᾿ ἀνοιχτὸ παράθυρο ἡ κουρτίνα
Ἔβρεχε…

«Φεύγω μὴ ζητήσεις νὰ μὲ βρεῖς. 

Ἀγαπῶ ἄλλον!», ἔγραφε
Ἀγαπῶ ἄλλον;
Ποῦ εἶσαι; Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Ποῦ εἶσαι; Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Οἱ δρόμοι λασπωμένοι, 
κίτρινα φῶτα, ἔβρεχε

Ζευγάρια ἀγκαλιασμένα 

κάτω ἀπ᾿ τὶς ὀμπρέλες τους
σὲ λίγο θὰ ἀνάβουνε τὸ φῶς
Θὰ κοιτάζονται στὰ μάτια 
καὶ θὰ πετᾶν ἀπὸ πάνω τους 
ὅλη τὴ μοναξιὰ
Οἱ φωτεινὲς ρεκλάμες 
ἀνοιγοκλείνουνε τὰ μάτια τους
Ὅλα στὴν ἐποχὴ μᾶς διαφημίζονται 
γιατί ὄχι καὶ αὐτὸ …

Ἔβρεχε


«Ἀγαπῶ ἄλλον!»

Μὲ κόκκινα πελώρια γράμματα 
θὰ ᾿τᾶν ὑπέροχη διαφήμιση
γιατί ὄχι καὶ αὐτό: «Ἀγαπῶ ἄλλον!»

«Θὰ ἀγαπῶ ἄλλον»;

Ποῦ εἶσαι;
Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει κρυώνω
Ποῦ εἶσαι;


      Συχώρα με, αγάπη μου,
     που ζούσα πριν να σε γνωρίσω..


   Ήξερες να δίνεσαι αγάπη μου..
   Δινόσουνα ολάκερη
   και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
   παρά μόνο την έγνοια
   αν ολάκερη έχεις δοθεί..

   Όλα μπορούσανε να γίνουνε
   στον κόσμο αγάπη μου
   τότε που μου χαμογελούσες..

   Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωη μου
   είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρα μου
   αγαπημένη μου..
   Μα και τι να πει κανείς..
   Όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός

   και τα μάτια σου τόσο μεγάλα..

   Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου
   έζησα όλη τη ζωή..
   Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα
   και τότε όλα τα βράδια
   κι όλα τα τραγούδια θάναι δικά μας..


   Θάθελα να φωνάξω τ’ονομά σου,αγάπη,
   μ’ όλη μου τη δύναμη..
   Να το φωνάξω τόσο δυνατά

   που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο,
   καμιά ελπίδα να μη πεθάνει..

   Θε μου πόσο ήταν όμορφη
   σαν ένα φωτισμένο δέντρο
   μια παλιά νύχτα των Χριστουγέννων

   Συχώρα με, αγάπη μου,
   που ζούσα πριν να σε γνωρίσω..

   Μισώ τα μάτια μου,
   που πια δεν καθρεφτίζουν το χαμόγελό σου.

   Θα σ’ ακούω σαν τον τυφλό που κλαίει,
   ακούγοντας μακριά τη βουή μιας μεγάλης γιορτής
   σ’ αναζητάω σαν τον τυφλό,
   που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας
   σ’ενα σπίτι που’ πιασε φωτιά,
   α, για να γεννηθείς εσύ
   κι εγώ για να σε συναντήσω
   γι αυτό έγινε ο κόσμος..

   Κι εσύ, αγαπημένη, όταν με διώχνεις,
   κλείνεις έξω απ’ την πόρτα σου
   έναν ολάκερο πικραμένο κόσμο..

   Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον,
   είμαστε κιόλας νεκροί..

   Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό
   έξω απ’ την πόρτα σου,
   εσύ θα ξέρεις,
   πως πέθανε σφαγμένος
   απ’ τα μαχαίρια του φιλιού,
   που ονειρευότανε για σένα..

   Ποδοπάτησε με,
   να έχω τουλάχιστον την ευτυχία
   να μ’αγγίζεις..



      




    Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας

                                 V
Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, 
μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ 
ν᾿ ανασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά ῾ρχεται πιὸ γρήγορα
νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται 
τὸ σκοτάδι,
νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, 
τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου 
καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ ὅλες τὶς καμπάνες τους
νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.

Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ

ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.
Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.


                                                               IV

Ναὶ ἀγαπημένη μου,
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε

Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας

πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.

Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.

Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.


     ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Κι ἂν ἔφτασα τόσο μακριά, ἦταν γιὰ νὰ μὴν ἀκούσω ποὺ δὲ μοῦ ἀποκρίθηκαν

κι ἄχ, πλανήθηκα πολὺ σὲ δρόμους, ἀκολουθώντας τοῦτο ἡ ἐκεῖνο, κληρονόμος μιᾶς ἀνεξήγητης ὥρας: τότε ποὺ ὅλα θὰ ἐξηγηθοῦν,
……χωρὶς λόγια ἢ καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχουμε καν — ὅταν, τέλος, ξαναγύρισα ἡ πόλη εἶχε λεηλατηθεῖ, τὰ βαγόνια ἀναποδογυρισμένα,
……ἡ ἐξέγερση ἦταν πιὰ παρελθὸν κι ὅσοι ἀπόμεναν ὄρθιοι πυροβολοῦσαν ἀκόμα
γιὰ ἕνα φτωχὸ ἔπαθλο στὰ ὑπαίθρια σκοπευτήρια
……καὶ τὸ βράδυ «τί ὥρα εἶναι;» ρωτᾷς, «ὀχτώ» σου ἀπαντᾶνε, μὲ τέτοιες ἄθλιες βεβαιότητες ζοῦμε
καὶ κανεὶς δὲν εἶδε τὸ ἔγκλημα — ἀφοῦ τὸ τέλειο ἔγκλημα ἔγινε
……ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ συμβεῖ. Ὅμως ἐγὼ ὑπῆρξα ἀνυπόμονος
σὰν κάποιον ποὺ ἀνοίγει τὴν ὀμπρέλα του σὲ καιροὺς ξηρασίας (ἴσως γιατί δὲ θέλει νὰ ξεχάσει),
……ἢ κάποιον ποὺ ντύνεται γυναῖκα γιὰ νὰ πεῖ ἕνα ψέμα ἀκόμα παιδικὸ —
μὴ μ᾿ ἀδικεῖτε, λοιπόν, ἂν ἔκλεισα τὰ μάτια, ἦταν γιὰ νὰ ὑπερασπίσω τὸν κόσμο
……ἢ θυμόμουν τὰ χέρια τῆς μητέρας καθὼς ἔβαζαν τὴ σκοῦπα πίσω ἀπ᾿ τὴ χαλαρωμένη πόρτα
……— στερεώνοντας ἴσως κάτι πιὸ μακρινό,
……ἐνῷ τὸ κοιμητῆρι, ἀντίκρυ, θρόιζε ἁπαλά, σὰν τὸ σύντομο ἐπίλογο ἑνὸς μυστηρίου.

από "Ανακάλυψη"


  


            ΦΥΣΑΕΙ

ταν ἕνας νέος ὠχρός. Καθόταν στὸ πεζοδρόμιο.

Χειμῶνας, κρύωνε.
Τί περιμένεις; τοῦ λέω.
Τὸν ἄλλον αἰῶνα, μοῦ λέει.

Ποῦ νὰ πάω


Ὅσο γιὰ μένα, ἔμεινα πάντα ἕνας πλανόδιος πωλητὴς ἀλλοτινῶν πραγμάτων,

ἀλλά… ἀλλὰ ποιὸς σήμερα ν᾿ ἀγοράσει ὀμπρέλες ἀπὸ ἀρχαίους κατακλυσμούς.

Χρωματίζω πουλιὰ καὶ περιμένω νὰ κελαηδήσουν


Ἀλλὰ μιὰ μέρα δὲν ἄντεξα.

Ἐμένα μὲ γνωρίζετε, τοὺς λέω.
Ὄχι, μοῦ λένε.
Ἔτσι πῆρα τὴν ἐκδίκησή μου καὶ δὲ στερήθηκα ποτὲ τοὺς μακρινοὺς ἤχους.

Τραγουδάω, ὅπως τραγουδάει τὸ ποτάμι


Κι ὕστερα στὸ νοσοκομεῖο ποὺ μὲ πῆγαν βιαστικά…
Τί ἔχετε, μοῦ λένε.
Ἐγώ; Ἐγὼ τίποτα, τοὺς λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μᾶς μεταχειρίστηκαν,
μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο.

Τὸ βράδυ ἔχω βρεῖ ἕναν ὡραῖο τρόπο νὰ κοιμᾶμαι.

Τοὺς συγχωρῶ ἕναν-ἕναν ὅλους.
Ἄλλοτε πάλι θέλω νὰ σώσω τὴν ἀνθρωπότητα,
ἀλλὰ ἐκείνη ἀρνεῖται.

Ὅμως ἀπόψε, βιάζομαι ἀπόψε,

νὰ παραμερίσω ὅλη τὴ λησμονιὰ
καὶ στὴ θέση τῆς ν᾿ ἀκουμπήσω,
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη.

Κύριε, ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, ὀνειρεύτηκα πολὺ

μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη. Ἔτσι ξέχασα νὰ ζήσω.
Μόνο καμιὰ φορᾷ μ᾿ ἕνα μυστικὸ ποὺ τὸ ᾿χὰ μάθει ἀπὸ παιδί,
ξαναγύριζα στὸν ἀληθινὸ κόσμο, ἀλλὰ ἐκεῖ κανεὶς δὲ μὲ γνώριζε.
Σὰν τοὺς θαυματοποιοὺς ποὺ ὅλη τὴ μέρα χάρισαν τ᾿ ὄνειρα στὰ παιδιὰ
καὶ τὸ βράδυ γυρίζουν στὶς σοφίτες τοὺς πιὸ φτωχοὶ κι ἀπ᾿ τοὺς ἀγγέλους.

Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ.

Καὶ μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε γιὰ λίγο
κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον εἴμαστε κιόλας νεκροί.

Sos, sos, sos, sos

Φυσάει ἀπόψε φυσάει,
τρέχουν οἱ δρόμοι λαχανιασμένοι φυσάει,
κάτω ἀπὸ τὶς γέφυρες φυσάει,
μὲς στὶς κιθάρες φυσάει.

Φυσάει ἀπόψε φυσάει,

μὲς στὶς κιθάρες φυσάει.

Δώσ᾿ μου τὸ χέρι σου φυσάει,

δώσ᾿ μου τὸ χέρι σου

 από "Νυχτερινός Επισκέπτης"



*  Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης,  Αυτό είναι το μικρό ταξίδι ενός τόσο σημαντικού Έλληνα ποιητή που γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα, έχοντας καταγωγή από την Κοντοβάζαινα Αρκαδίας.

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 20 Απριλίου του 1922, μεγάλωσε στο Μεταξουργείο και από το Γυμνάσιο κιόλας είναι και δηλώνει ποιητής. Η Κατοχή τον βρίσκει στη Νομική Σχολή, που δεν καταφέρνει να τελειώσει. Παλεύει μέσα από τις γραμμές της ΕΑΜικής Αντίστασης. 

Το 1940 γνωρίζεται με το Ρίτσο και παραμένει ο πιο αγαπημένος του φίλος μέχρι το θάνατό του. Πρωτοεμφανίζεται στα Γράμματα μέσα από το περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» του Δημήτρη Φωτιάδη. Μεταπολεμικά, συνεργάστηκε και με τη «Νέα Εστία», ενώ υπήρξε ιδρυτικό μέλος του βραχυχρόνιου περιοδικού «Θεμέλιο».

Το 1946 παντρεύεται την ''αγαπημένη'' και φύλακα - άγγελο της ζωής του Μαρία Στούπα, ενώ το 1947 εξορίζεται στη Μακρόνησο. Ακολουθούν η Λήμνος και ο Αϊ-Στράτης, μέχρι το 1952, χρονιά που εξέδωσε τα πρώτα του βιβλία «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας».

Το 1953 δημοσιεύει το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», για το οποίο τού απονέμεται το πρώτο βραβείο Ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία, ενώ το 1955 δικάστηκε στο Πενταμελές Εφετείο για το έργο αυτό.

Το 1961 γράφει το σενάριο της ταινίας «Συνοικία το 'Ονειρο», όπου ακούγονται τα τραγούδια «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» και «Σαββατόβραδο» όλα σε δικούς του στίχους, τα οποία μαζί με άλλα του τραγούδια θα συμπεριλάβει αργότερα ο Θεοδωράκης στο δίσκο του «Πολιτεία».

Το 1965, εκδίδονται σε τόμο με τίτλο «Ποίηση 1952-65» όλες οι μέχρι τότε ποιητικές του συλλογές.

Βυθίζεται στη μεγάλη του σιώπή από το 1967 έως το 1972. Μένει άνεργος και για λόγους επιβίωσης διασκευάζει ή μεταφράζει, με το ψευδώνυμο Ρόκκος, έργα λογοτεχνικά για περιοδικά ποικίλης ύλης. 

Το 1972, εκδίδει το βιβλίο «Νυχτερινός επισκέπτης». Το 1976 και το 1979, του απονέμεται το Β' και Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τα βιβλία του «Βιολί για μονόχειρα» και «Εγχειρίδιο ευθανασίας», αντίστοιχα.

Το 1982 νοσηλεύεται με έμφραγμα, ενώ το 1987 εκδίδεται ο δεύτερος τόμος με τα μέχρι τότε έργα του με τον τίτλο «Ποίηση Β».


Ο Τάσος Λειβαδίτης «φεύγει» στις 30 Οκτώβρη 1988, το μήνα «με τα μαραμένα φύλλα και τις εξεγέρσεις», όπως έγραψε ο ίδιος. Το 1990 ολοκληρώθηκε και ο τρίτος τόμος των Απάντων του με τίτλο «Ποίηση Γ».


Scholeio.com