Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΠΟΡΕΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΠΟΡΕΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ντάντε, Μία από τρεις κορώνες




Ο Πατέρας της Ιταλικής Γλώσσας 

Ντουράντε ντέλι Αλιτζέρι, ή  απλά  Ντάντε 

Στην Ιταλία αναφέρονται σ' αυτόν με το "il Sommo Poeta" («ο Ανώτατος Ποιητής") και il Poeta. Εκείνος, ο Πετράρχης, και ο Boccaccio καλούνται επίσης "οι τρεις βρύσες" και "οι τρεις κορώνες». Dante είναι επίσης ονομάζεται "ο πατέρας της ιταλικής γλώσσας».

Ένας μεγάλος Ιταλός ποιητής του Μεσαίωνα ο Durante degli Alighieri, ή απλά ο Dante, 1265-1321. Όταν έγραψε τη "Θεία Κωμωδία" του, στην αρχή την είπαν μόνο "Κωμωδία" (Comedia) και αργότερα ο Βοκάκιος την έδωσε τον όνομα "Θεία"  (Divina).  
Του δώσανε τον τίτλο του μεγαλύτερου λογοτεχνικού έργου που έχει γραφτεί ποτέ, συγκριτικά.  Η Δαντική κωμωδία είναι γραμμένη στην ιταλική γλώσσα και θεωρείται ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Γκερνίκα, ο Πικάσο έκανε μια καταστροφή έργο τέχνης




Στη Γκουέρνικα, ζούσαν 5.000 άνθρωποι, αλλά και χιλιάδες Δημοκρατικοί πρόσφυγες. ήταν σημαντική πόλη για τους Βάσκους, γιατί κάτω από μια βελανιδιά στο κέντρο της πόλης συνήθιζε να συνεδριάζει η Βουλή τους.
Έτσι το απόγευμα της 26ης Απριλίου 1937 κι έμεινε στην ιστορία κυρίως χάρις στον πίνακα του μεγάλου ισπανού ζωγράφου Πάμπλο Πικάσο, που αποτύπωσε μοναδικά τη φρίκη του πολέμου.
Ο Φράνκο, έχοντας υπό τον έλεγχό του το μεγαλύτερο μέρος της Ισπανίας, θέλησε να διασφαλίσει την κυριαρχία του και στο βορά, με την κατάληψη του Μπιλμπάο, της μεγαλύτερης πόλης των ανυπότακτων Βάσκων, που συνεργάζονταν με τη δημοκρατική κυβέρνηση της Μαδρίτης. Το μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν δυστυχώς η Γκουέρνικα (Γκερνίκα η σωστή της προφορά στα ισπανικά) βρισκόταν σε στρατηγικό σημείο στο δρόμο για το Μπιλμπάο.
Η εντολή για την πολύνεκρη αεροπορική επίθεση δόθηκε από τον στρατηγό Φράνκο κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου Πολέμου (1936-1939), στον αντισμήναρχο Βόλφραμ Φράιχερ φον Ριχτχόφεν, που ήταν επικεφαλής των γερμανών εθελοντών, οι οποίοι είχαν συγκροτήσει τη «Λεγεώνα Κόνδωρ». 
Πήραν μέρος 20 γερμανικά μαχητικά και 3 ιταλικά, τα οποία αποτελούσαν τμήμα του ιταλικού εθελοντικού σώματος, που είχε στείλει ο Μουσολίνι για την υποστήριξη του ομοϊδεάτη του Φράνκο.
Τα αεροπλάνα θα επιχειρούσαν πέντε κύματα επιθέσεων, πρώτα στα περίχωρα και στη συνέχεια μέσα στη Γκουέρνικα, με βόμβες των 250 και 50 κιλών και εμπρηστικές του ενός κιλού.


Η Γκουέρνικα του Πικάσο

Το έργο του Πικάσο είναι μία τεράστια ελαιογραφία (3,49 x 7,77 μ.), που περιγράφει την απανθρωπιά, τη βιαιότητα και την απόγνωση του πολέμου. Δείχνει ένα σκηνικό θανάτου, με διαμελισμένα ζώα και ανθρώπους, γυναίκες να κλαίνε, κρατώντας νεκρά μωρά και κατεστραμμένα κτίρια. Αρχικά, ο Πικάσο πειραματίστηκε με χρώμα, αλλά τελικά κατέληξε στο άσπρο, το μαύρο και το γκρι, καθώς θεώρησε ότι έτσι δίνει μεγαλύτερη ένταση στο θέμα.

Ο πίνακας εκτέθηκε τον Ιούλιο του 1937 στη Διεθνή Έκθεση των Παρισίων και συγκέντρωσε το γενικό ενδιαφέρον. Στη συνέχεια, περιόδευσε σε μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου, προκειμένου να συγκεντρωθούν χρήματα για την προάσπιση της Δημοκρατίας στην Ισπανία. Μετά την επικράτηση του Φράνκο, το 1939, η Γκουέρνικα βρήκε προσωρινό καταφύγιο στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜΟΜΑ).






Το 1968 ο Φράνκο εξέφρασε την επιθυμία να εκτεθεί ο πίνακας στην Ισπανία. Ο Πικάσο αρνήθηκε και εξουσιοδότησε το ΜΟΜΑ να επιστρέψει τον πίνακα στην Ισπανία, μόλις αποκατασταθεί η Δημοκρατία. Αυτό έγινε το 1975, όταν πέθανε ο Φράνκο κι ενώ ο Πικάσο είχε φύγει από τη ζωή, δύο χρόνια νωρίτερα. Το 1981 η «Γκουέρνικα» επέστρεψε στα πάτρια εδάφη και αποτέλεσε ένα από τα σπουδαιότερα εκθέματα του Μουσείου «Πράδο» της Μαδρίτης. Από το 1992 κοσμεί το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Βασίλισσα Σοφία της Μαδρίτης.
____________________________________________________________


* Πικάσο,  Ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και δραματουργός ήταν ιδιαίτερα πολύπλευρος. Η εφευρετικότητα και η ευχέρειά του για πειραματισμούς δυσχεραίνουν την κατάταξή του σε μια συγκεκριμένη καλλιτεχνική κατηγορία. Αν και οι συνεχείς μεταλλαγές του παρεξηγήθηκαν ως έλλειψη συνέπειας, ο Πικάσο θεωρείται ο πρόδρομος κι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της ζωγραφικής του 20ου αιώνα.

Ως παρακαταθήκη άφησε περίπου 20.000 αυτοτελή έργα του, κάθε μορφής. Κορυφαία στιγμή της καλλιτεχνικής του δημιουργίας αποτελεί η «Γκουέρνικα», ένας πίνακας καταγγελίας για τα εγκλήματα κατά του λαού του στον ισπανικό εμφύλιο.

Ο Πάμπλο Πικάσο πέθανε στις 8 Απριλίου του 1973.
______________________________________

Πως περιγράφει ο Ελύτης τον Πικάσο εδώ


  Scholeio.com  

Όταν ο Χάρι Ίζραελ έγινε Χάρι Χάρλοου


Ο Χάρι μέχρι το τέλος της ζωής του, έψαχνε για την αγάπη ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Η ιστορία είναι απολύτως αληθινή. Είναι η ιστορία του Χάρι Ίζραελ, ψυχολόγου, που προσπάθησε να ζυγίσει, να μετρήσει την αγάπη. 
Η μητέρα του Χάρι, μια  ψυχρή κι απόμακρη γυναίκα δεν του έδωσε ποτέ σημασία. Aπογοητευμένη,  καρφωμένη λες σ' ένα παράθυρο, κοίταζε με τις ώρες την επίπεδη γη της Αϊόβα.  Μάταια ο μικρός προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή αυτού του καταθλιπτικού ατόμου
Ο πατέρας του ήταν ένας αποτυχημένος εφευρέτης. Ίσως απ” αυτόν πήρε το ταλέντο στην κατασκευή μηχανών... ακόμα και  βασανιστηρίου. 

Ελάτε μαζί μας να ξετυλίξουμε τη ''σκληρή'' ιστορία ενός αδίστακτου και διψασμένου για έρευνα επιστήμονα. Ο Χάρι Ίζραελ γεννήθηκε το 1905, σε μια μικρή πόλη, στις ΗΠΑ. 

Μαρίνα Αμπράμοβιτς, Γεννήθηκα καλλιτέχνις


  

- «Γεννήθηκα καλλιτέχνις και ποτέ δεν πήγα εναντίον αυτής της συνείδησης, δεν το κοντράρησα, θα ήταν ανώφελο. Την πρώτη μου έκθεση την έκανα όταν ήμουν 12 χρονών. 

- »Η οικονομική κρίση και η γενικότερη κρίση της κοινωνίας ωφελεί την Τέχνη. Την κάνει πιο σεμνή, πιο συνεσταλμένη και έτσι επιστρέφει η Τέχνη πίσω, στην πραγματική της ουσία.



»Το να είσαι μεγάλος καλλιτέχνης δεν σημαίνει να είσαι διάσημος και να βγάζεις πολλά χρήματα. Αυτό είναι μια παρενέργεια αυτού που κάνουμε, μια παρενέργεια στον χώρο της Τέχνης. 
Κανείς δεν ασχολείται με την Τέχνη για να γίνει διάσημος και πλούσιος. Ασχολείται με την Τέχνη για πολύ πιο σημαντικούς λόγους. 

»Την κατανόηση της ύπαρξής σου δεν μπορείς να την αγοράσεις με χρήματα, ούτε με φήμη.»

       Η καλλιτέχνης είναι εδώ






Το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ εστιάζει στην έκθεση της εκκεντρικής καλλιτέχνιδας το Μάιο του 2010 στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Νέας Υόρκης. Κεντρικός άξονας της έκθεσης ήταν η ίδια η Αμπράμοβιτς, η οποία επί επτάμισι ώρες καθόταν ακίνητη σε μια καρέκλα κοιτάζοντας τους επισκέπτες, χωρίς να έχει το δικαίωμα να πιει, να φάει ή να πάει στην τουαλέτα. Για έναν ολόκληρο μήνα 750 χιλιάδες άνθρωποι στάθηκαν μπροστά της και χάθηκαν στο βλέμμα της.

Το ντοκιμαντέρ δημιουργήθηκε με σκοπό να εξάψει τη φαντασία του κοινού και να πυροδοτήσει το ενδιαφέρον γύρω από το διάλογο για το τι τελικά συνιστά τέχνη.
Ο δημιουργός της ταινίας εργάζεται ως διευθυντής φωτογραφίας και παραγωγός ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικών σειρών τα τελευταία 12 χρόνια. Το Μαρίνα Αμπράμοβιτς: Η Καλλιτέχνις Είναι Εδώ είναι το πρώτο φιλμ μεγάλου μήκους που σκηνοθετεί, το οποίο μας συστήνει την πολύπλευρη προσωπικότητα και το έργο της ταλαντούχας κυρίας Αμπράμοβιτς.





       Μόμα 2010




       Ουλάϊ & Αμπράμοβιτς




       Μονόλογος




Αουρομπίντο, Ξεχασμένος από την ιστορία


Σρι Αουρομπίντο

    Φιλόσοφος, ασκητής, προφήτης, ένας μεγάλος ποιητής.   Ο αυθεντικότερος οραματιστής μιας ανεξάρτητης Ινδίας, ο άνθρωπος ο οποίος  μόχθησε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον για την απελευθέρωσή της, ξεχάστηκε από την ιστορία, αυτός είναι ο Σρι Αουρομπίντο (ή Αουρομπίντο Γκόσε). Ο μεγάλος ξεχασμένος της ιστορίας.

Λάτρης της ινδικής πολιτισμικής παράδοσης, είχε προσπαθήσει, να ανιχνεύσει τις ελληνικές επιδράσεις στον ινδικό πολιτισμό. Το 1976 (26 χρόνια μετά τον θάνατό του), κυκλοφόρησε στη Γαλλία, από τον οίκο Albin Michel, το έργο του «Η Ελλάδα στην Ινδία» «=De la Grece a l’ Inde»).
Ο ερμηνευτής των Ουπανισάντς δίδασκε: «Συνειδητοποιώντας τον Εαυτό» (atmaman viddhi) και ο Σωκράτης έλεγε: «Γνώθι σαυτόν».

Μπετόβεν, Η δύσκολη ζωή μιας Μεγάλη μορφής


         
Ludwig van Beethoven

Από τις κεντρικότερες μορφές της κλασικής μουσικής και ανάμεσα στους ευρύτερα αποδεκτούς συνθέτες όλων 
των μουσικών περιόδων και τους 
πλέον γνωστούς όλων των εποχών. 

Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν,  Ludwig van Beethoven, (προφορά στα γερμανικά: Λούντβιχ φαν Μπέχοφεν), βαπτίστηκε στη Βόννη στις 17 Δεκεμβρίου 1770. 
Ο Γερμανός συνθέτης και πιανίστας Μπετόβεν αν και ανήκει περισσότερο στην κλασική περίοδο, συνδέθηκε με το κίνημα του ρομαντισμού που ακολούθησε και τα τελευταία του έργα διακρίνονται από έντονα ρομαντικά στοιχεία. Οι συμφωνίες και τα κοντσέρτα για πιάνο που συνέθεσε αποτελούν τα πιο δημοφιλή έργα του. Από πολλούς αναγνωρίζεται ως μια από τις μουσικές ιδιοφυΐες, παράδειγμα και μέτρο σύγκρισης για όλους τους μεταγενέστερους συνθέτες.

Λιοτάρ, Προσπάθησε να καταλάβεις χωρίς όμως να Ερμηνεύσεις.. Προσπάθησε να Αισθανθείς




Απάντηση στο ερώτημα τι είναι μεταμοντέρνο ?

«Βρισκόμαστε σε μια περίοδο ύπνωσης και μιλώ για τάσεις του καιρού μας. Πιεζόμαστε απ' όλες τις πλευρές να σταματήσουμε να ασχολούμαστε με τον πειραματισμό με τις καλές τέχνες κι αλλαχού. Διάβασα κάποιον ιστορικό τέχνης να πλέκει το εγκώμιο ρεαλισμών και να υποστηρίζει μια καινούργια υποκειμενικότητα.
Διάβασα έναν κριτικό τέχνης, ο οποίος θέτει σε κυκλοφορία κι εμπορεύεται το λόγο περί μετά-πρωτοπορείας. 
Διάβασα, ότι στο όνομα του μεταμοντερνισμού αρχιτέκτονες απαρνούνται το πρόταγμα του Μπάουχαους κι έτσι κοντά στα λειτουργιστικά ξερά καίγονται και χλωρά, τα πειράματα.

Γκρας, Η ηθική συνείδηση της Γερμανίας τα τελευταία 50 χρόνια


δεν είναι πια μαζί μας

Είμαστε στο 1959 και τo μυθιστόρημα "Τενεκεδένιο ταμπούρλο", γίνεται παγκόσμια επιτυχία. Μεταφέρεται στον κινηματογράφο από τον Φόλκερ Σλέντορφ, αποσπώντας το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. 

 Ο Γκρας, ο μανιώδης καπνιστής πίπας με το παχύ μουστάκι, δεν σταμάτησε ποτέ να φέρνει τη χώρα του σε αντιπαράθεση με το ναζιστικό παρελθόν της.

"Με ένα και μόνο βιβλίο γέννησε τη μεταπολεμική γερμανική λογοτεχνία", είχε γράψει το γερμανικό περιοδικό Ντερ Σπίγκελ. Χωρίς τις αδιάκοπες παρεμβάσεις του Γκρας "η Γερμανία θα ήταν μια άλλη Γερμανία" μολονότι ο στοχαστής αυτός "κάποιες φορές μας χτυπούσε στα νεύρα", πρόσθεσε το περιοδικό.

Όργουελ, Ένα μικρό πορτραίτο για τον Έρικ


Τζωρτζ Όργουελ ή Eric Arthur Blair

Ο Έρικ δεν γεννήθηκε κάτω από το γκρίζο βρετανικό ουρανό αλλά στο Μοτιάρι της Ινδίας, Βρετανοκρατούμενης βέβαια,  το 1903. 

Ο πατέρας του, Ρίτσαρντ Γουόλμσλεϊ Μπλαιρ, εργάζεται σαν κατώτερος διοικητικός υπάλληλος στην Ινδική Δημόσια Υπηρεσία, στο Τμήμα Οπίου. 
Η μητέρα του, Άιντα Μέιμπλ Μπλαιρ, μεγάλωσε στο Μουλμέϊν της Βιρμανίας, όπου ο Γάλλος πατέρας της είχε αναμιχθεί σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες. 
Η οικογένεια Μπλαιρ συμπληρώθηκε με δύο ακόμα κορίτσια, την Μάρτζορι, 5 ετών μεγαλύτερή του και την Αβρίλ, 5 ετών μικρότερή του.  
Την  πρώτη φορά που είδε την Αγγλία ο Έρικ ήταν ενός έτους, όταν ταξίδεψε με τη μητέρα του και τη μεγαλύτερη αδερφή του. Το 1911 έξη χρόνια μετά επιστρέφει και η υπόλοιπη οικογένειά στην πατρίδα.

Ο προπάππους του, Τσαρλς Μπλαιρ, ήταν ένας εύπορος κύριος από το Ντορσέτ, που νυμφεύθηκε τη Λαίδη Μαίρη Φέην, θυγατέρα του Τόμας Φέην, 8ου Κόμη του Γουέσμορλαντ και ήταν εισοδηματίας, καθότι γαιοκτήμονας φυτειών στην Τζαμάικα. 
Ο παππούς του, Τόμας Ρίτσαρντ Άρθουρ Μπλαιρ, ήταν κληρικός. Αν και οι τίτλοι ευγενείας κληροδοτήθηκαν στις επόμενες γενεές, δε συνέβη το ίδιο και με την οικονομική ευμάρεια. Ο ίδιος ο Έρικ Μπλαιρ, περιέγραφε την οικογένειά του, ως «κατώτερο μέρος της ανώτερης και μεσαίας τάξης».

Το 1904 η Άιντα Μπλαιρ εγκαταθίσταται  με τα παιδιά της στο Χένλεϊ-ον-Τεμζ στο Όξφορντσαϊρ. Ο Έρικ μεγάλωσε στη συντροφιά της μητέρας του και των αδερφών του και πέρα από μία σύντομη επίσκεψη το καλοκαίρι του 1907, δεν ξαναείδε τον πατέρα του Ρίτσαρντ Μπλαιρ μέχρι το 1912. Το ημερολόγιο που διατηρούσε η μητέρα του από το 1905, διηγείται μία ανατροφή με έντονη κοινωνική δραστηριότητα και καλλιτεχνικές ανησυχίες.

Ο Έρικ πιάνει φιλίες με την κόρη των Μπάντικομ, την Υακίνθη,  όταν η οικογένεια μετακομίζει στο Σίπλεϊκ πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.  Όταν πρωτοσυναντήθηκαν, Έρικ στεκόταν ανάποδα με το κεφάλι του σε ένα χωράφι. Εκείνη απορεί και τον ρωτάει γιατί... «σε προσέχουν πιο εύκολα αν στέκεσαι κατακόρυφα στο κεφάλι σου, παρά κανονικά».
Διάβαζαν και έγραφαν ποίηση η Υακίνθη και ο Έρικ και ονειρεύονται να γίνουν διάσημοι συγγραφείς. Είπε ότι μπορεί να έγραφε ένα βιβλίο στο ύφος της Σύγχρονης Ουτοπίας του Χ.Τζ.Γουέλς. Σε αυτή τη χρονική περίοδο, διασκέδαζε ψαρεύοντας, κυνηγώντας και παρατηρώντας πουλιά με τα αδέρφια της Υακίνθης. 

Στην ηλικία των  πέντε, ο Έρικ στέλνεται  μαθητής στο σχολείο της γυναικείας μονής του Χένλι-ον-Τεμζ, όπου φοιτούσε και η αδερφή του Μάρτζορι. Μία Ρωμαιοκαθολική μονή που λειτουργούν Γαλλίδες Ουρσουλίνες μοναχές, που είχαν εξοριστεί από τη Γαλλία, αφότου είχε απαγορευτεί η θρησκευτική εκπαίδευση το 1903.  
Η μητέρα του ήθελε να λάβει μόρφωση σε ιδιωτικό σχολείο, αλλά δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα δίδακτρα και χρειαζόταν να κερδίσει υποτροφία. Ο αδερφός της Άιντα Μπλαιρ, Κάρολος Λιμουζίν, που ήταν επαγγελματίας παίκτης του γκολφ, γνώριζε  τόσο το σχολείο του Αγίου Κυπριανού όσο και το διευθυντή του, μέσω της Βασιλικής Λέσχης Γκολφ του Ήστμπορν και συστήνει το σχολείο, στο Ήστμπορν, στο Ανατολικό Σάσσεξ.   Μάλιστα εκεί είχε κερδίσει αρκετές διοργανώσεις, το 1903 και το 1904. 
O διευθυντής ανάλαβε να βοηθήσει τον Μπλαιρ να κερδίσει την υποτροφία και σύναψε μία ιδιωτική οικονομική συμφωνία με τους γονείς του για να πληρώσουν μόνο τα μισά δίδακτρα. Το Σεπτέμβριο του 1911 ο Έρικ εγγράφηκε στο σχολείο του Αγίου Κυπριανού, όπου παρακολουθούσε μαθήματα για τα επόμενα πέντε χρόνια, επιστρέφοντας στο σπίτι μόνο κατά τις διακοπές. Δε του ανέφεραν ποτέ για τα μειωμένα δίδακτρα. Εκείνος βέβαια έχει αντιληφθεί από καιρό  ότι η οικογένειά του είναι μάλλον μια  φτωχή οικογένεια. 
Ο Μπλαιρ μισούσε το σχολείο  και πολλά χρόνια αργότερα έγραψε το δοκίμιο "Such, Such Were the Joys", που εκδόθηκε μετά θάνατον, με θέμα τα χρόνια του εκεί. 
Εκεί γνώρισε και τον Κύριλο Κόννολλυ, που αργότερα έγινε αξιοσημείωτος συγγραφέας και ως εκδότης του Ορίζοντα, δημοσίευσε πολλά από τα δοκίμια του Όργουελ.

Έρχεται δεύτερος πίσω από τον Κόννολλυ στη διεκδίκηση του Βραβείου Ιστορίας Χάρροου,
με  δύο ποιήματα που γράφει και  δημοσιεύονται στην εφημερίδα Χένλεϊ εντ Σάουθ Όξφορντσαϊρ Στάνταρ, ως μέρος σχολικών εργασιών.  Δέχθηκε εύφημο μνεία για την εργασία του από τον εξωτερικό σχολικό αξιολογητή και τελικά κέρδισε υποτροφίες για τα κολλέγια του Ουέλλινγκτον και του Ήτον.

Τον Ιανουάριο του 1917 στο Ουέλλινγκτον, τον περιμένει μία θέση  για το εαρινό εξάμηνο. Το Μάιο του 1917 διατέθηκε ακαδημαϊκή θέση για υπότροφους στο Ήτον που σπουδάζει ως το Δεκέμβριο του 1921, οπότε και φεύγει σε ηλικία 18,5 ετών. 

Στην παιδική του φίλη, Υακίνθη Μπάντικομ, ο Μπλαίρ ομολογεί ότι το Ουέλλινγτον ήταν «άθλιο», αλλά ότι στο Ήτον ένιωθε «ευτυχισμένος και σε πνευματική εγρήγορση».   
Ο Α.Σ.Φ. Γκόου, ακαδημαϊκός επισκέπτης από το Κολλέγιο Αγ. Τριάδος (Τρίνιτυ), του Κέμπριτζ, είναι βασικός καθηγητής του και  του δίνει και επαγγελματικές συμβουλές.  Γαλλικά  ο Έρικ  διδάσκεται από τον Άλντους Χάξλεϊ. 
Ο Στήβεν Ράνσιμαν, που ήταν μαζί με τον Μπλαιρ στο Ήτον, μας λέιε ότι ο Όργουελ και οι σύγχρονοί του εκτίμησαν ιδιαίτερα το λογοτεχνικό ταλέντο του Χάξλεϊ.
Ο Κόννολλυ ακολούθησε τον Μπλαιρ στο Ήτον, αλλά επειδή σπούδαζαν σε διαφορετικά έτη, δεν είχαν μεγάλη επαφή.

Οι ακαδημαϊκές επιδόσεις του Μπλαιρ υποδηλώνουν ότι αμελούσε τις σπουδές του. Οι γονείς του δεν είχαν τους οικονομικούς πόρους να τον στείλουν στο πανεπιστήμιο, χωρίς άλλη υποτροφία, συμπεραίνοντας από τις φτωχές του επιδόσεις, ότι δε θα μπορούσε να κερδίσει μία ακόμη. Ο Ράνσιμαν επεσήμανε τη ρομαντική αντίληψη που έτρεφε για την Ανατολή  και η οικογένειά του αποφάσισε ότι ο Μπλαιρ θα έπρεπε να καταταγεί στην Αυτοκρατορική Αστυνομία, πρόδρομο της Ινδικής Αστυνομίας. Για αυτό έπρεπε να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις. Εκείνη την περίοδο ο πατέρας του είχε αποσυρθεί στο Σάουθγουολντ του Σάφολκ. Ο Μπλαιρ γράφτηκε σε προπαρασκευαστικό σχολείο στο Κρέγκχερστ και «ξεσκόνισε» τους κλασσικούς, τα Αγγλικά και την Ιστορία. Ο Μπλαιρ πέρασε στις εξετάσεις, ερχόμενος 7ος ανάμεσα σε 29 επιτυχόντες.

Το 1922, επιβαίνοντας στο S.S. Herefordshire, έπλευσε μέσω της Διώρυγας του Σουέζ και της Κεϋλάνης προς την Μπούρμα για να ενταχθεί στην Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία.
Η γιαγιά του Μπλαιρ, από τη μεριά της μητέρας του ζούσε στο Μοτ Μαλέμ, οπότε ο ίδιος επέλεξε να τοποθετηθεί στη Μπούρμα. Διορίζεται αξιωματούχος στην αστυνομία της Βιρμανίας, απ' όπου παραιτείται έξι χρόνια μετά, αμφισβητώντας το ρόλο του στην αποικιακή διοίκηση, την οποία οι ντόπιοι δεν αποδέχτηκαν ποτέ. '

Ενα μήνα αργότερα, έφτασε στο Ραγκούν και ταξίδεψε στην Αστυνομική σχολή στο Μάνταλεϊ. Μετά από μία σύντομη θητεία στο Μαίμιο, έναν βασικό σταθμό στους λόφους της Βιρμανίας, τοποθετήθηκε στο μεθοριακό φυλάκιο της Myaungmya στο δέλτα του ποταμού Irrawaddy στις αρχές του 1924.
Δουλεύοντας ως αυτοκρατορικός αστυνομικός έγινε ιδιαίτερα υπεύθυνος, ενώ οι περισσότεροι από τους συνομήλικούς του ήταν ακόμα στο πανεπιστήμιο στην Αγγλία. Όταν τοποθετήθηκε ανατολικότερα στο Δέλτα του Τουάντε ως υπο-περιφερειακός αξιωματικός, ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια περίπου 200.000 ανθρώπων. 

Στο τέλος του 1924, παίρνει προαγωγή ως βοηθός επιθεωρητή περιφέρειας και τοποθετείται στο Syriam κοντά στο Ρανγκούν. Στο Syriam βρισκόταν το διυλιστήριο της εταιρίας Πετρελαίου της Μπούρμα. Όμως η πόλη ήταν κοντά στο Ρανγκούν, ένα κοσμοπολίτικο λιμάνι και ο Μπλαιρ πήγαινε στην πόλη όσο πιο συχνά μπορούσε, "για να ξεφυλλίσει βιβλία στο βιβλιοπωλείο, να φάει καλομαγειρεμένο φαγητό και να ξεφύγει απο την βαρετή ρουτίνα της αστυνομικής ζώης".

Τον Σεπτέμβριο του 1925 πήγε στο Insein, την έδρα της φυλακής του Insein και τη δεύτερη μεγαλύτερη φυλακή της Βιρμανίας. Εκεί, έκανε μεγάλες συζητήσεις για κάθε πιθανό θέμα με την Elisa Maria Langford-Rae (που αργότερα παντρεύτηκε τον Kazi Lhendup Dorjee). 
Η  Elisa Maria, λοιπόν, εντοπίζει  στον Μπλαιρ, αυτή την "αίσθηση της απόλυτης εντιμότητας στις παραμικρές λεπτομέρειες".

Τον Απρίλιο του 1926 μετακομίζει στο Μουλμέιν, όπου ζούσε η γιαγιά του (από την πλευρά της μητέρας του). Στο τέλος του ίδιου έτους, τοποθετήθηκε στην Κάθα, στην Άνω Βιρμανία, όπου προσβλήθηκε από δάγκειο πυρετό το 1927. Του επιτρέπεται να λάβει αναρρωτική άδεια στην Αγγλία εκείνη την χρονιά, όπου και έμεινε τον Ιούλιο λόγω της ασθένειάς του. Σε αυτό το διάστημα τον Σεπτέμβριο του 1927 ενώ έκανε διακοπές μαζί με την οικογένεια του στην Κορνουάλη, επανεκτιμά τη ζωή του. 

Έχει πάρει μια απόφαση και είναι πολύ σίγουρος για αυτήν. Αποφασίζει να μην επιστρέψει στη Βιρμανία, να παραιτηθεί από την Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία και να γίνει συγγραφέας. Άντλησε από τις εμπειρίες του ως αστυνομικός στη Βιρμανία για το μυθιστόρημα Μέρες της Μπούρμα (1934) και για τα δοκίμια "Η Κρεμάλα" (1931) και "Πυροβολώντας έναν ελέφαντα" (1936).

Στην Μπούρμα, ο Μπλαιρ απέκτησε τη φήμη του παρία. Περνούσε πολύ χρόνο μονάχος του, διαβάζοντας ή αναζητώντας δραστηριότητες, όπως εκκλησίασμα στην εθνοτική κοινότητα των Κάρεν. Ένας συνάδελφός του, ο Ρότζερ Μπήντον, θυμόταν (σε εκπομπή του BBC το 1969), ότι «ο Μπλαιρ μάθαινε γρήγορα την τοπική γλώσσα και πριν φύγει από τη Βιρμανία, μπορούσε να μιλήσει με Βιρμανούς ιερείς σε άπταιστα Βιρμανικά».

Έκτοτε έζησε για καιρό φτωχική ζωή στο Παρίσι και το Λονδίνο, αλλάζοντας περιστασιακά επαγγέλματα συναναστρεφόμενος με περιθωριακούς. Επρόκειτο για μια συνειδητή από μέρους του απόρριψη του αστικού τρόπου ζωής, που συνοδεύτηκε από την πολιτική του ωρίμανση. 
Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του αναρχικό.

Στην Αγγλία εγκαταστάθηκε στο σπίτι της οικογένειας στο Σάουθγουολντ. Εκεί συνάντησε και τους παλιούς τους φίλους. Επίσης επισκέφτηκε τον παλιό του δάσκαλο, Gow, στο Κέμπριτζ, ώστε να του ζητήσει συμβουλές για το πώς να γίνει συγγραφέας.

Αρχές φθινοπώρου, του 1927, μετακομίζει στο Λονδίνο. Ένας οικογενειακός φίλος, ο Ρουθ Πίτερ θα τον βοηθήσει να τακτοποιηθεί.  Μέχρι το τέλος του 1927 εγκαταστάθηκε στην οδό Πορτομπέλλο.  
Σε αυτό το μέρος σήμερα βρίσκεται μια πινακίδα όπου τιμά την παρουσία του εκεί. Η συμμετοχή του Πίτερ στο κίνημα θα τον βοηθούσε να ανέβει στην εκτίμηση της κυρίας Μπλαιρ. Ο Πίτερ συμπαθούσε το γράψιμο του Μπλαιρ, εντόπιζε αδυναμίες στην ποίησή του και τον συμβούλευε να γράψει για όσα ήξερε. 

Τα βιβλία του Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου (1933), Μέρες της Μπούρμα (1934), 
Η κόρη του παπά (1935) και Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν (1937), δίνουν το χρονικό της περιόδου αυτής και καταγράφουν την εξέλιξη των ιδεών του.

Από τις κορυφαίες στιγμές της ζωής του ήταν η συμμετοχή του στον ισπανικό Εμφύλιο. Στρατευμένος αρχικά στη δημοκρατική πολιτοφυλακή, πολέμησε και τραυματίστηκε, για να συγκρουστεί αργότερα και με τους κομμουνιστές. Στο βιβλίο του Πεθαίνοντας στην Καταλωνία (1938) αποτύπωσε μοναδικά τις εμπειρίες και τη δράση του.

Με την έκρηξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου τοποθετήθηκε διευθυντής της Ινδικής Υπηρεσίας του BBC, απ' όπου αποχώρησε το 1943. Ως λογοτεχνικός συντάκτης, εν συνεχεία, στην εφημερίδα Tribune, διαμόρφωσε πολιτικές θέσεις με σοσιαλιστική κατεύθυνση, διαφοροποιημένος ωστόσο από την επίσημη γραμμή των Εργατικών. Στην περίοδο αυτή ανήκουν μερικά από τα καλύτερα δοκίμιά του.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έγραψε τα δύο βιβλία που του χάρισαν τη μεγάλη του φήμη. 
Το 1944 ολοκλήρωσε τη Φάρμα των Ζώων, πολιτική αλληγορία εμπνευσμένη από τη Ρωσική Επανάσταση και τη σταλινική περίοδο της ΕΣΣΔ. Το βιβλίο τον έκανε πλούσιο και διάσημο. 

Το 1949 κυκλοφόρησε το τελευταίο του έργο, το περίφημο 1984, κορυφαία ίσως στιγμή του συγγραφέα και πολιτικού στοχαστή. Με τη δράση τοποθετημένη στο μελλοντικό τότε έτος 1984, σκιαγραφεί αριστουργηματικά όσο και εφιαλτικά το ολοκληρωτικό αστυνομικό κράτος, όπου τα πάντα εξελίσσονται υπό την παρακολούθηση του Μεγάλου Αδελφού.

Ο αντικομμουνισμός του το φτάνει σε τέτοιο σημείο ώστε το 1949 παραδίδει 38 ονόματα συμπαθούντων την Αριστερά στην Βρετανική κυβέρνηση, ανάμεσα  ο Τσάρλι Τσάπλιν και πολλοί άλλοι.

Δεν ήθελε κανείς να γράψει για τη ζωή του.To 1950, λίγο πριν τον θάνατό του, μακριά από το αγαπημένο του νησί Τζούρα, ο Βρετανός λογοτέχνης απαγόρευσε ρητά τη συγγραφή της βιογραφίας του, κάτι που τελικά δεν τηρήθηκε από τους πολυάριθμους βιογράφους του.
Ο Τζωρτζ Όργουελ πέθανε τον Ιανουάριο του 1950 σε νοσοκομείο του Λονδίνου, σε ηλικία των 47 ετών.

Το έργο του χαρακτηρίζεται από ξεκάθαρο πεζό λόγο, συνειδητότητα των κοινωνικών ανισοτήτων, αντίθεση στα ολοκληρωτικά καθεστώτα και αφοσίωση στο δημοκρατικό σοσιαλισμό.
___________________________

*  O Έρικ Άρθουρ Μπλαιρ (Eric Arthur Blair, 25 Ιουνίου 1903 – 21 Ιανουαρίου 1950), γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Τζωρτζ Όργουελ, ήταν Βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος. 
Συχνά ταξινομείται ως ένας από Άγγλους συγγραφείς του 20ου αιώνα με τη μεγαλύτερη επιρροή και ως ένας από τους πιο σημαντικούς χρονικογράφους της Αγγλικής κουλτούρας της γενιάς του.  Έγραψε κριτικές λογοτεχνίας, ποίηση, μυθιστορήματα και πολεμικές ανταποκρίσεις, 
πολυάριθμα δοκίμιά  πάνω σε θέματα πολιτικής, λογοτεχνίας, γλώσσας και πολιτιστικά. 
Το 2008, οι Times, τον κατατάσσουν  σε μία  λίστα με τους "50 κορυφαίους Βρετανούς  συγγραφείς από το 1945",  δεύτερο.

Το έργο του Όργουελ συνεχίζει να επηρεάζει τη μαζική και πολιτική κουλτούρα και ο όρος Οργουελικός, περιγραφικός ολοκληρωτικών και απολυταρχικών πρακτικών, εντάχθηκε στο λεξιλόγιο μαζί με αρκετούς από τους νεολογισμούς του, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων: ψυχρός πόλεμος, Μεγάλος Αδελφός, Αστυνομία Σκέψης, Δωμάτιο 101, διπλή σκέψη και έγκλημα σκέψης.


Scholeio.com

Από τη Νάπολη σ' έναν πύργο στην πλ. Αμερικής

Φωτό: Αλέξανδρος Ακρίβος/ LIFO

Τι δουλειά έχει ένας πύργος μέσα στη θάλασσα του μπετόν; 

Ποιος τον δημιούργησε, με τι σκεπτικό και πού είναι οι ιδιοκτήτες του; 

Ο πύργος στέκει εγκαταλελειμμένος εδώ και χρόνια. Σκοτεινός, με κλειστά παράθυρα και άγρια φύση να τον περιβάλει, δίνει αφορμή για χίλιες δυο εικασίες στους κατοίκους της περιοχής.

Τον Πύργο τον έφτιαξε ο Τζώρτζης Αλφονσάτος Τυπάλδος, εισαγωγέας φαρμάκων με καταγωγή από το Ληξούρι της Κεφαλονιάς, το 1914. 


Το κτήριο αντανακλά αφενός το ενδιαφέρον του για τον Εραλδισμό* και αφετέρου την μεγάλη ιστορία της οικογένειας. 

Οι Τυπάλδοι έχουν ρίζες της στη Νάπολη της Ιταλίας, απ΄όπου φαίνεται ότι μετανάστευσαν στην Κεφαλονιά τον 15ο αιώνα.

Όπως μας είπε η κυρία Καλλιμάνη, ο Τζώρτζης είχε ερευνήσει ακόμα περισσότερο την ιστορία της οικογένειας και φαίνεται να ανακάλυψε ότι υπήρξαν απόγονοι Ιπποτών... Το σπίτι κατοικούνταν ως το 1993 από τους θείους της κυρίας Καλλιμάνη Άγγελο και Ρόζα Τυπάλδου Ξυδιά, δύο βαθύτατα καλλιεργημένους ανθρώπους. Μια ληστεία στο εσωτερικό του σπιτιού τους οδήγησε να εγκαταλείψουν την περιοχή και στη συνέχεια ο πύργος αφέθηκε στην τύχη του.

Νίτσε, Από τότε που κάποιος άνεμος μού εναντιώθηκε, ταξιδεύω με όλους τους ανέμους.



Νίτσε

. Οι σκέψεις είναι πάντα σκιές των συναισθημάτων μας -πάντα σκοτεινότερες, κενότερες και απλούστερες απ᾽αυτά.

Κάθε αληθινή πίστη είναι αδιάψευστη, εκπληρώνει αυτό που ο πιστός ελπίζει να 
βρει σ' αυτήν, δεν προσφέρει όμως ούτε το ελάχιστο έρεισμα για τη θεμελίωση μιας αντικειμενικής αλήθειας. 

Θέλεις να επιδιώξεις ψυχική ηρεμία και ευτυχία, τότε πίστευε, θέλεις να είσαι ένας απόστολος της αλήθειας, τότε αναζήτησέ την.

Η ευτυχία μου: Από τότε που κουράστηκα να γυρεύω, έμαθα να βρίσκω. Από τότε που κάποιος άνεμος μού εναντιώθηκε, ταξιδεύω με όλους τους ανέμους.
Θεωρώ απαραίτητο να πλύνω τα χέρια μου, αφότου έρθω σε επαφή με θρήσκους ανθρώπους.


Μάρκες, Υπάρχει στις Καρδιές... Πέρασε ένας χρόνος..


Ένας χρόνος. Πέρασε ένας χρόνος. 
Ο αγαπημένος μας Γκάμπο, ο κολομβιανός συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.  
εισήχθει σε νοσοκομείο με πνευμονία.

Ο Μάρκες, που μέσα από τα μυθιστορήματα 
και τις νουβέλες του, όπως τα Εκατό Χρόνια Μοναξιά, την Κακιά Ώρα και το Φθινόπωρο του Πατριάρχη καθόρισε το είδος του μαγικού ρεαλισμού.


«Tην Κυριακή 6 Μαρτίου 1927, στις εννέα 
το πρωί, κατά τη διάρκεια μιας απρόσμενης νεροποντής, γεννήθηκε ένα αγοράκι, ο Γκαμπριέλ Χοσέ Γκαρσία Μάρκες. 
Η Λουίσα μού είπε ότι ο πατέρας της είχε φύγει από νωρίς για την εκκλησία, όταν τα πράγματα πήγαιναν «πολύ άσχημα», αλλά μόλις γύρισε στο σπίτι τα πάντα είχαν τελειώσει. 
Το παιδί γεννήθηκε με τον ομφάλιο λώρο τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό του –αργότερα θα απέδιδε την κλειστοφοβία του σε αυτή την πρώιμη ατυχία– και ζύγιζε, έτσι ειπώθηκε, δυόμισι κιλά»

Έτσι ξεκινά η βιογραφία του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ενός από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς του 20ου αιώνα. Ο συγγραφέας Τζέραλντ Μάρτιν αφηγείται την συναρπαστική του πορεία, δημιουργώντας μια βιογραφία τολμηρή και αποκαλυπτική όπως η δημοσιογραφία του Μάρκες, πολυεπίπεδη και γεμάτη πάθος όπως η γραφή του. 

Κ. Καστοριάδης, ''Η ευτυχία δεν μοιράζεται με το δελτίο..


Έχω την επιθυμία, και αισθάνομαι την ανάγκη, 
να ζήσω σε μιας άλλη 
κοινωνία από αυτή που 
με περιβάλλει''.

          Όπως η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, μπορώ να ζήσω μέσα σ’αυτήν και να τα βγάζω πέρα – εν πάση περιπτώσει ζω ήδη μέσα σ’αυτή την κοινωνία. 

Όσο κριτικά κι αν προσπαθώ να κοιτάξω τον εαυτό μου, ούτε η ικανότητα προσαρμογής μου, ούτε η αφομοίωση της πραγματικότητας από μέρους μου δεν μου φαίνονται κατώτερες από τον κοινωνιολογικό μέσο όρο.

   Δεν ζητώ την αθανασία, την πανταχού παρουσία, την παντογνωσία. Δεν ζητώ η κοινωνία να «μου δώσει την ευτυχία»,  ξέρω ότι η ευτυχία δεν είναι μια μερίδα που μοιράζεται με το δελτίο στη Δημαρχία ή στο εργατικό Συμβούλιο της γειτονιάς,
και ξέρω πως, αν αυτό το πράγμα υπάρχει, μόνο εγώ μπορώ να το πραγματοποιήσω
για τον εαυτό μου, στα μέτρα μου, όπως μου συνέβη και όπως, κατά πάσα πιθανότητα,
θα μου συμβεί και πάλι. 


   Ο διανοητής Κορνήλιος Καστοριάδης στην εκπομπή "Παρασκήνιο" σε μια έρευνα της Τέτας Παπαδοπούλου. Τα κείμενα διαβάζει η Λίνα Νικολακοπούλου.




***Αποποίηση ευθύνης: Δεν είμαι ο ιδιοκτήτης οποιουδήποτε κομματιού του βίντεο ή της μουσικής που ακούγεται σε αυτό. Ακούγεται τμήμα του "Vangelis-Apocalypse Des Animaux - Generique", sound recording administered by:  UMG


          Αλλά μέσα στη ζωή, έτσι όπως είναι φτιαγμένη για μένα και τους άλλους, σκοντάφτω πάνω σ’ένα πλήθος από απαράδεκτα πράγματα, λέω πως δεν είναι μοιραία και πως εξαρτώνται από την οργάνωση της κοινωνίας. 

   Επιθυμώ πρώτα και ζητώ, η δουλειά μου να έχει νόημα, να μπορώ να εγκρίνω αυτό για
το οποίο χρησιμεύει και τον τρόπο με τον οποίο γίνεται, να μου επιτρέπει να ξοδεύομαι πραγματικά και να χρησιμοποιώ τις δυνατότητές μου και ταυτόχρονα να εμπλουτίζομαι
και ν’αναπτύσσομαι.
   Και λέω ότι αυτό το πράγμα είναι δυνατό, με μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας, για μένα
και για τους άλλους.

   Λέω ότι ήδη θα ήταν μια βασική αλλαγή σ’αυτή την κατεύθυνση, αν μ’άφηναν ν’αποφασίζω, μαζί με όλους τους άλλους, τι έχω να κάνω, και με τους
συντρόφους μου στη δουλειά, πώς να το κάνω.


   Επιθυμώ να μπορώ, μαζί με όλους τους άλλους, να μαθαίνω τι γίνεται μέσα στην κοινωνία, να ελέγχω την έκταση και την ποιότητα της πληροφόρησης που μου δίνεται.

   Ζητώ να μπορώ να συμμετέχω άμεσα σε όλες τις κοινωνικές αποφάσεις που μπορεί να επηρεάζουν την ύπαρξή μου ή τη γενική πορεία του κόσμου όπου ζω.

   Δεν δέχομαι η τύχη μου ν’αποφασίζεται μέρα με τη μέρα από ανθρώπους που τα σχέδιά
τους μου είναι εχθρικά ή και απλώς άγνωστα και για τους οποίους δεν είμαστε, εγώ και
όλοι οι άλλοι, παρά νούμερα σ’ένα σχέδιο ή πιόνια σε μια σκακιέρα, και τελικά η ζωή μου
και ο θάνατός μου να βρίσκονται στα χέρια ανθρώπων που ξέρω πως είναι αναγκαστικά τυφλοί.


   Ξέρω πάρα πολύ καλά πως η πραγματοποίηση μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης, και
η ζωή της, δεν θα είναι καθόλου απλές, πως σε κάθε βήμα τους θα συναντούν δύσκολα προβλήματα.
   Αλλά προτιμώ να καταπιάνομαι με πραγματικά προβλήματα, παρά με τις συνέπειες του παραληρήματος του Ντε Γκωλ, τις κομπίνες του Τζόνσον ή τις μηχανορραφίες του Κρούτσεφ.

Κι αν έστω, εγώ κι οι άλλοι, συναντούσαμε την αποτυχία σ’αυτό τον δρόμο, προτιμώ την αποτυχία σε μια προσπάθεια που έχει νόημα, παρά μια κατάσταση που μένει πριν ακόμα
κι απ’την αποτυχία ή τη μη αποτυχία, που μένει γελοία.


   Επιθυμώ να μπορώ να συναντώ τον άλλον σαν ένα ον όμοιο με μένα και απόλυτα διαφορετικό, όχι σαν ένα νούμερο, ούτε σαν ένα βάτραχο σκαρφαλωμένο σ’ένα άλλο σκαλοπάτι (αδιάφορο αν κατώτερο ή ανώτερο) της ιεραρχίας των εισοδημάτων και των εξουσιών.


   Επιθυμώ να μπορώ να τον βλέπω, και να μπορεί να με δει, σαν ένα άλλο ανθρώπινο ον,
οι σχέσεις μας να μην αποτελούν πεδίο που να εκφράζεται η επιθετικότητα,
ο συναγωνισμός μας να παραμένει μέσα στα όρια του παιχνιδιού, οι συγκρούσεις μας
στο μέτρο που δεν μπορούν να λυθούν ή να ξεπεραστούν, ν’αφορούν πραγματικά προβλήματα και εκβάσεις, να σέρνουν μαζί τους όσο το δυνατό λιγότερο ασυνείδητο,
να είναι φορτισμένες όσο το δυνατό λιγότερο από φανταστικά στοιχεία.


   Επιθυμώ ο άλλος να είναι ελεύθερος, γιατί η ελευθερία μου αρχίζει εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου και γιατί, μόνος μου, δεν μπορώ να είμαι, στην καλύτερη περίπτωση, παρά «ενάρετος εν δυστυχία».


   Δεν υπολογίζω ότι οι άνθρωποι θα μεταμορφωθούν σε αγγέλους, ούτε πως οι ψυχές τους
θα γίνουν καθάριες σαν τις βουνίσιες λίμνες – που άλλωστε ανέκαθεν μου προξενούσαν βαθιά πλήξη.

   Ξέρω όμως πόσο η σημερινή κουλτούρα βαθαίνει και οξύνει τη δυσκολία τους να
υπάρχουν, και να συνυπάρχουν με τους άλλους, και βλέπω πως πολλαπλασιάζει στο
άπειρο τα εμπόδια στην ελευθερία τους.


   Ξέρω, βέβαια, πως αυτός ο πόθος μου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σήμερα∙ κι ούτε
θα πραγματοποιηθεί ολοκληρωτικά ενόσω ζω, ακόμη κι αν η επανάσταση γινόταν αύριο.
Ξέρω ότι θα ζήσουν μια μέρα άνθρωποι που γι’αυτούς ούτε η ανάμνηση των προβλημάτων που μπορεί σήμερα να μας προξενούν το μεγαλύτερο άγχος δεν θα υπάρχει.
Αυτή είναι η μοίρα μου που πρέπει να επωμισθώ, και που επωμίζομαι.


Αλλ’αυτό δεν πρέπει να με οδηγήσει ούτε στην απελπισία ούτε στον κατατονικό
μηρυκασμό.

   Έχοντας αυτό τον πόθο, που είναι δικός μου, δεν μπορεί παρά να εργάζομαι για την πραγματοποίησή του. Και ήδη με την εκλογή που κάνω του κύριου ενδιαφέροντος της
ζωή μου, μέσα στη δουλειά που του αφιερώνω, για μένα γεμάτη νόημα (ακόμα κι αν συναντώ, και αποδέχομαι, τη μερική αποτυχία, τις αναβολές, τις παρακαμπτήριες, τα καθήκοντα που δεν έχουν νόημα από μόνα τους), με τη συμμετοχή σε μια κοινότητα επαναστατών που επιχειρεί να ξεπεράσει τις αντικειμενοποιημένες και ξενωμένες σχέσεις της κοινωνίας όπου ζούμε – είμαι σε θέση να πραγματοποιώ μερικά αυτό τον πόθο.


Αν είχα γεννηθεί σε μια κομμουνιστική κοινωνία, ίσως η ευτυχία να μου ήταν πιο εύκολη
- δεν το ξέρω κι ούτε μπορώ να κάνω τίποτα σχετικά μ’αυτό.
Δεν θα καθίσω μ’αυτό το πρόσχημα να περνώ τον ελεύθερο χρόνο μου παρακολουθώντας τηλεόραση ή διαβάζοντας αστυνομικά μυθιστορήματα…
…Κυνηγώ τάχα τη χίμαιρα να θέλω να εξαλείψω την τραγική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης;


   Μου φαίνεται μάλλον πως θέλω να εξαλείψω απ’αυτήν το μελόδραμα, την ψεύτικη
τραγωδία – αυτήν όπου η καταστροφή επέρχεται χωρίς αναγκαιότητα, όπου όλα θα συνέβαιναν διαφορετικά, αν μονάχα τα πρόσωπα ήξεραν ή έκαναν αυτό ή εκείνο.


   Το να πεθαίνουν της πείνας οι άνθρωποι στις Ινδίες, ενώ στην Αμερική και στην Ευρώπη
οι κυβερνήσεις βάζουν πρόστιμα στους γεωργούς που παράγουν «υπερβολικά» – είναι μια μακάβρια φάρσα, είναι ένα γκραν γκινιόλ όπου τα πτώματα και ο πόνος είναι πραγματικά.

Δεν είναι τραγωδία, δεν υπάρχει σ’αυτό τίποτα το αναπόφευκτο. Και αν η ανθρωπότητα εξαφανισθεί μια μέρα κάτω από τις υδρογονοβόμβες, αρνούμαι να το ονομάσω αυτό τραγωδία, το ονομάζω μαλακία.
   Θέλω την κατάργηση του Παλιάτσου και της μεταμόρφωσης των ανθρώπων σε νευρόσπαστα από άλλα νευρόσπαστα που τους «κυβερνούν».

   Όταν ένας νευρωτικός επαναλαμβάνει για την εικοστή φορά την ίδια συμπεριφορά αποτυχίας, αναπαράγοντας για τον εαυτό του και για τους δικούς του τον ίδιο τύπο δυστυχίας, το να τον βοηθήσεις να το ξεπεράσει αυτό, σημαίνει να εξαλείψεις από τη ζωή του τη χονδροειδή φάρσα, όχι την τραγωδία:

σημαίνει να του επιτρέψεις ν’αντικρίσει επί τέλους τα πραγματικά προβλήματα της  ζωής  του και ό,τι τραγικό μπορεί να περιέχουν, που η νεύρωσή του είχε για λειτουργία  εν μέρει να εκφράζει αλλά κυρίως να καλύπτει.


Κορνήλιος καστοριάδης
Έλληνας φιλόσοφος, οικονομολόγος
και ψυχαναλυτής

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης (Κωνσταντινούπολη11 Μαρτίου 1922Παρίσι26 Δεκεμβρίου 1997) ήταν Έλληνας φιλόσοφος, οικονομολόγος και ψυχαναλυτής. Συγγραφέας του έργου Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, διευθυντής σπουδών στην Σχολή Ανωτέρων Σπουδών Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού από το 1979, και φιλόσοφος της αυτονομίας, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ου αιώνα.



Scholeio.com

Τσαρούχης, περιγράφει ο Ελύτης






Γιάννης Τσαρούχης

Στην τέχνη, το πιο πρωτότυπο πράγμα είναι ο εαυτός μας, δυστυχώς, και το πιο δυσκολοπλησίαστο. Χρειάζεται λιγότερο θάρρος να παριστάνεις το θηρίο και να τρομάζεις τους γύρω σου παρά να κοιτάζεσαι ήρεμα στον καθρέφτη και ν' αρθρώνεις κείνα που αντιλαμβάνεσαι, κάτι περισσότερο: να τα παραδίδεις για πάντα στους άλλους.


Υπάρχει, μακριά πολύ, μες στα κατάβαθα της ψυχής μας, ένα ελάχιστο μέρος που θα μπορούσαμε να τ' ονομάσουμε "Άμοιαστο", και που αποτελεί το δακτυλικό μας αποτύπωμα στην έκφραση, μια ιδιωτική έκδοση της αλήθειας, που ο Χρόνος αναγνωρίζει μονάχα το πρώτο της αντίτυπο. 
Δεχόμενοι το δικαίωμα των ανταποκρίσεων που μας δίνει ο Baudelaire, θα έλεγα ότι αν, από μια άποψη, η ζωγραφική είχε μυρωδιά, η ζωγραφική του Τσαρούχη έχει τη μυρωδιά των ασβεστωμένων τοίχων που κουβαλά μέσα μας η μνήμη του Γένους.

Δεν είναι αστείο αυτό που λέω, είναι συγκινητικό. Κάθε φορά που μπαίνω σε μια από τις μισογκρεμισμένες και μισοζωγραφισμένες εκείνες μικρές εκκλησίες που απόμειναν ενσωματωμένες, ίδια βράχια, μέσα στο ελληνικό ύπαιθρο, και με χτυπήσει η μυρωδιά της υγρασίας των τοίχων, μου φαίνεται ότι έρχομαι σε άμεση, σε δερματική σχεδόν επαφή με το σόι μου, λες κι έχω αποδείξεις ότι αυτό κρατάει όλόισα από το Βυζάντιο.




Ο τοίχος του Τσαρούχη ανήκει σ' ένα από τα ψηλοτάβανα εκείνα δωμάτια των νεοκλασικών σπιτιών όπου, λίγο ως πολύ, μεγαλώσαμε όλοι μας. Τα παράθυρα μένουν ανοιχτά όλη μέρα και η πρώτη ύλη τ' ουρανού ανακατεμένη σαν το λουλάκι με το λευκό...

Όλη η προσπάθεια του  αληθινού καλλιτέχνη είναι να πλησιάσει το δοσμένο μέσα του, και κατά κάποιο μυστηριώδη τρόπο, Αρχέτυπο.
Ποτέ στην ελεημοσύνη των γεγονότων. Υλοποιεί κάτι που προϋπάρχει μέσα του και επιστρέφει στη ζωή όσα για μια στιγμή της δανείστηκε, μεταλλαγμένα κατά τις επιταγές του πνεύματος του. Πολλές φορές με ελάχιστα μέσα, μερικές λέξεις ή τρία-τέσσερα χρώματα, όσα είναι αρκετά, παρ' όλ' αυτά, να οδηγήσουν στα μεγάλα αποτελέσματα.

Όπως το γύρισμα των φακών στις διόπτρες, αφού μας περάσει από διαδοχικά στάδια, λιγότερο θολά, μας παρουσιάζει ξαφνικά το εικονιζόμενο είδωλο στην απόλυτη καθαρότητά του, έτσι σε μια ορισμένη στιγμή και η ζωγραφική του Τσαρούχη έστρεψε τα όργανα της όρασης μας από την πραγματικότητα των Φιλελλήνων, που μας είχε ως τότε επιβληθεί, στην πραγματικότητα των Ελλήνων που υπήρχε λανθάνουσα μέσα μας.


Ήταν κάτι γνώριμο και ταπεινό, που το 'χαμε πολύ λαχταρήσει. Σα ν' ακούστηκε πάλι στο πλάι μας ο γλυκός, ο αυθεντικός ήχος μιάς βρύσης που τρέχει καθαρό νερό. Και ο ήλιος, χωρίζοντας τα πράγματα με τη σαφήνεια της γραμμής που έχουν οι λόφοι στο βοριαδάκι του πρωινού, μίλησε τη γλώσσα της ώχρας και της οπτής γης.


Αναστήθηκε το ανθρώπινο σώμα σε μια χώρα που ο πολιτισμός της στάθηκε ανέκαθεν ανδροκεντρικός. Θεοί και Άγιοι, που είχανε καταντήσει αγνώριστοι από τη στέρηση του ήλιου και τη νωθρή σάρκα, είδαμε να επαναπατρίζονται: οι Ερμήδες και οι Νάρκισσοι, οι Άι -γιώργηδες και

οι Άι -Δημήτρηδες, που άρχισαν πάλι να κυκλοφορούν ανάμεσά μας, όμως και λίγο πιο ψηλά, στους δρόμους της κάθε εποχής, και του κάθε πολιτισμού.




Κοντά σ' αυτούς είδαμε να αποκαλύπτονται και τα άλλα στοιχεία, που σιγά-σιγά σχηματίζουν τη μικρή μυθολογία του; το παλιό Αθηναϊκό κτίσμα, που ήξερε τόσο καλά ν' αρμόζεται στον ουρανό μ' ελαφρά τ' ανθέμια προς τα πάνω, οι πλατείες του Πειραιά, οι ναύτες και οι στρατιώτες της Κυριακής,
τα καφενεία, οι σημαιούλες, τα χάρτινα λουλούδια, ο ποδηλάτης, ο ποδοσφαιριστής, η χωρική της Αταλάντης, τα λιμάνια.
Που βέβαια δεν είχαν σημασία εάν δεν τα είχε περιβρέξει ο γνήσιος συναισθηματισμός του ζωγράφου και, προ πάντων, δεν τα είχε καθηλώσει μιά για πάντα η οπτική του που, επειδή στάθηκε θαρραλέα, συναντήθηκε με την οπτική των συναδέλφων του της Δύσης, τη στιγμή ακριβώς που οι τελευταίοι επαναστατούσανε και απορρίπτανε τις ανεξέλεγκτα κληροδοτημένες αξίες της Ιταλικής Αναγέννησης.

Ήταν ο μόνος τρόπος να ξαναγίνομε, οι Έλληνες, Ευρωπαίοι. Με το να συνεισφέρουμε και όχι να δανειζόμαστε. Με το να επαναφέρουμε την τάξη και όχι να την ανακαλούμε στη μνήμη πληρώνοντας απλώς ένα φόρο στη νοσταλγία της. Με σεβασμό προς τις κατακτήσεις των άλλων αλλά και με τη συνείδηση του πλούτου που ένας κρυφός αγωγός αιώνων εκχύνει αδιάκοπα μέσα μας.


Είναι άκρα η προσοχή που δίνει ο Τσαρούχης ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα σήματα που εκπέμπει ο πλούτος αυτός. Στα σπίτια των συνοικισμών, στα χωριάτικα υφαντά, στις λαϊκές φυλλάδες, στον Καραγκιόζη, παραμέρισε τη φτήνια για ν' ανασύρει την ειλικρίνεια και να τη χτυπήσει χάμω σαν αργυρό νόμισμα, ώσπου να ευφρανθεί από τον ολοκάθαρο ήχο της. Συγκινητικές είναι οι εξομολογήσεις που μας έδωσε για την πρώτη γνωριμία του με τον Καραγκιοζοπαίκτη Σπαθάρη.


Μιλά θα έλεγες ένας αρχαίος Έλληνας που δεν έμαθε ακόμη να ξεχωρίζει την τεχνική από την τέχνη και την τέχνη από το ήθος. Με την ίδια ευλάβεια στ΄κεται απέναντι στον τρόπο που ετοίμαζε ο απλός εκείνος άνθρωπος την ψαρόκολλα για να φτιάξει τα χρώματα του και στον τρόπο που, μες απ' την άκρα φτώχεια του, κατάφερνε να διασώζει την ανθρωπειά του.

Ένα υψηλό μάθημα, που θα το θυμηθεί αργότερα. Για την ώρα βρίσκεται στη στιγμή ακριβώς που αρχίζει να διαγάφεται μέσα στην εφηβική ψυχή του εκείνο που θ' αποτελέσει, ύστερα από χρόνια, τον καταστατικό χάρτη της ζωγραφικής του, αν όχι και κάτι άλλο ακόμη: ένα σταθμό στην εξέλιξη ολόκληρης της νεοελληνικής τέχνης.

Ο νέος ελληνισμός για πρώτη φορά, ύστερα από συνεχή οδυνηρά πλήγματα, εξεναγκάζεται ν' απορρίψει ένα μεγάλο μέρος από το φορτίο της μεγαλομανίας του.

Δεν ακούγεται πια τόσο καθαρά ο υποβολέας των γερμανικών πανεπιστημίων και πίσω από τις Φραγκοπαναγιές, που κουβαλούνε στις αποσκευές τους οι φαντασμένοι ταξιδιώτες της Φλωρεντίας, προβάλλει το αυστηρό Βυζάντιο.
Ένα μέρος της Ανατολής που είχε δικαιώματα μέσα μας, αν είδαμε τότε να χάνεται σα χώρος, είδαμε να διεκδικεί τη θέση του σαν τρόπος μέσα στην έκφραση μας. Ο Φώτης Κόντογλου είναι εκεί για να μας το θυμίζει, με το πείσμα και τη φλόγα του θεόπνευστου.

Ο Τσαρούχης αφού μαθητέψει κοντά του και κοντά στα κείμενα, στους Ύμνους της Εκκλησίας, στον Ερωτόκριτο, στον Παπαδιαμάντη, δεν έχει πια να φοβηθεί τίποτε από το τραγούδι των Σειρήνων της εποχής του.

Θα τους δοθεί, για να μπορέσει να πάρει. Τι; ίσως τίποτε, εξόν κι αν είναι το μυστικό μιας νέας αλήθειας που η εποχή εγκυμονεί και που όλοι, με υψωμένη γροθιά, είναι έτοιμοι να το καταπολεμήσουν.

Ο Τσαρούχης δεν είχε μόνο να παλέψει με την τερατώδη ακαδημαϊκή νοοτροπία των γύρω του καλλιτεχνών αλλά και με την ακόμη τερατωδέστερη του αστικού του περιβάλλοντος.
Επέτυχε να ζήσει χωρίς να σκύψει το κεφάλι, μια Αρετή το ίδιο δύσκολη με την Αρετή της μεγάλης Τέχνης. Και επέτυχε να επιβάλει την προσωπική του άποψη για την Τέχνη, τον εαυτό του, τις αισθήσεις του, επάνω στα δόγματα και τις ηθικές επιταγές....

Βέβαια αυτό είναι μια δύναμη.  Και λοιπόν, θα ρωτούσε κανένας, πρέπει τώρα να θαυμάζουμε τη δύναμη ;   Όχι, καθόλου, αλλά τα άπειρα τρυφερά πράγματα που, μονάχα για να υπάρχει εκείνη και να τα αιχμαλωτίζει, ζουν και πάλλονται γύρω μας.

Το τραχύ γόνατο ενός ναύτη που είναι συνάμα το πιο γλυκό κεραμιδί χρώμα.... Η ρίγα μιας αθλητικής φανέλας που συνεχίζει κάπου αλλού τη γραμμή της νεότητας μας.... Εκείνο το μαλλί που προσέξαμε κάποτε μες στο καλοκαίρι και που κρατάει ακόμη κάτι από την πύρα του μεσημεριού στο αντιφέγγισμά του.

Έλληνας σημαίνει να αισθάνεσαι και να αντιδράς κατά έναν ορισμένο τρόπο, τίποτε άλλο. Είναι μια λειτουργία που έχει άμεση σχέση με το δράμα του Σκότους και του Φωτός που παίζουμε όλοι μας εδώ, σ' αυτή τη γωνιά της υδρογείου. Αν είναι κανείς μικρός ή μεγάλος, γεννημένος εδώ ή εκεί, με σημασία εθνική ή παναθρώπινη, αυτό είναι ένα άλλο εντελώς ζήτημα.




Τον Ήλιο δε γίνεται να τον παραστήσεις ποτέ αλλά μόνο να τον αποκαταστήσεις μέσα στη φύση των πραγμάτων.   Οι Εμπρεσιονιστές τον έπιασαν μια στιγμή στον αέρα, γρήγορα όμως οι έρευνες του Cezanne ήρθανε να μετατοπίσουν και τελικά ν' ανατρέψουν τη σημασία του κατορθώματος.
Με τον Κυβισμό το φως, από φευγαλέα εντύπωση έγινε στοιχείο δομής.
Και οι Φωβ, από αφορμή το έκαναν αποτέλεσμα.

Σ' αυτό το αποτέλεσμα έφτασε ο Τσαρούχης από άλλα μονοπάτια, πιο γνώριμα στο περπάτημα του Έλληνα και αφού πρώτα του χρειάστηκε να τα ξεχορταριάσει από τους σκοτεινούς αιώνες.

Δεν είναι τυχαίο λοτι όλοι οι αγώνες του αρχίζουν από την τρίτη διάσταση και το κιάρο-σκούρο. Ένας αγγειογράφος της καλής εποχής είναι το δαιμόνιο που του υπαγορεύει σιγά-σιγά ν' απλοποιεί τις μορφές και να τους δίνει μια γαιώδη υπόσταση.

Έτσι παραμορφώνει το σχέδιο, όπως λέει ο ίδιος, για να φτάσει στην ουσία του χρώματος. Και το χρώμα το εντείνει κατά τόπους, αποκλείοντας τις διαβαθμίσεις. Από τη προοπτική απαλλάσεται όσο του χρειάζεται, ενώ συνάμα φροντίζει να στερεώνει τοπία, μορφές, αντικείμενα, μέσα σ' ένα καθαρό περίγραμμα, έξω εντελώς από τη λεγόμενη ατμοσφαιρικότητα.

Τέλος, δε μορφάζει, όπως δεν εμόρφασαν ποτέ οι αρχαίοι του πρόγονοι. Με τα Πολυγνώτεια χρώματα στο χέρι ξεκινά για ν' αναπαράγάγει μια ορισμένη αίσθηση, και συναντά ένα ατελεύτητο φωτεινό καλοκαίρι, με σώματα γυμνά και ηλιοκαμένα από ακρογιάλι, μεγάλες καθαρές επιφάνειες και μικρά τιποτένια πράγματα -λουλούδια, κανάτια, χαρταετούς- που ακτινοβολούν στο φως αιώνια, θεία.



*  Γιάννης Τσαρούχης   (1910-1989)   Εκτός από ζωγράφος, υπήρξε σκηνοθέτης, σκηνογράφος, ενδυματολόγος, συγγραφέας και μεταφραστής αρχαίων τραγωδιών.

Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε το 1910 στον Πειραιά. Μαθήτευσε στο Φώτη Κόντογλου, όπου μυήθηκε στη βυζαντινή αγιογραφία (1930-1934), ενώ την ίδια περίοδο διαμόρφωσε μια ποικιλία ενδιαφερόντων.

Γνωρίστηκε με την Αγγελική Χατζημιχάλη και μελέτησε με πάθος τη λαϊκή φορεσιά, έμαθε από την Εύα Σικελιανού να υφαίνει στον αργαλειό και μελέτησε δείγματα κοπτικής υφαντικής, ίδρυσε μαζί με τον Κάρολο Κουν τη Λαϊκή Σκηνή και ξεκίνησε τη συγγραφή σουρεαλιστικών ποιημάτων.

Για το δάσκαλό του, Κωστή Παρθένη, ο Τσαρούχης αναφέρει: «Πολλά οφείλω στον Κωστή Παρθένη, που η αυστηρή -σαν σουηδική γυμναστική- διδασκαλία του μου επέτρεψε να πλησιάσω με άνεση τη λεγόμενη κλασική τέχνη.»





Καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, όμως, παράλληλα με τη ζωγραφική, εργάζεται στο θέατρο ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος και συνεργάζεται με τους σημαντικότερους ηθοποιούς και σκηνοθέτες της εποχής (Κάρολος Κουν, Αλέξης Μινωτής, Μαρίκα Κοτοπούλη, Αιμίλιος Βεάκης, Κατερίνα Ανδρεάδη, Κατίνα Παξινού, Μελίνα Μερκούρη, Έλλη Λαμπέτη, Μαρία Κάλλας κ.ά.).

Ο ίδιος γράφει για το έργο του: «Δύο είναι οι βασικές αναζητήσεις μου, παρ' όλες τις χίλιες διαφορές που παρουσιάζουν τα έργα μου μεταξύ τους. Η μία αναζήτηση είναι ούτως ειπείν νεοκλασική και προσπαθεί να αφομοιώσει το αρχαίο κλασικό ιδεώδες, όπως το εξέφρασαν για όλο τον κόσμο στα νεότερα χρόνια η Αναγέννηση και το Μπαρόκ.



Η άλλη μου τάση είναι να εκφράσω όλες τις αντιρρήσεις μου για το ίδιο το ιδανικό μου, βοηθούμενος από μεγάλους αντιρρησίες της εποχής μας, αλλά και από πρότυπα παλιά ελληνικά, που είναι συχνά μαρτυρίες και στηρίγματα των αντιρρήσεων.

Scholeio.com