Eπίκουρος, Η επιστήμη τον επιβεβαιώνει




Eπίκουρος
          Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτές οι απόψεις, τις οποίες είχε προσεγγίσει διαισθητικά ο Επίκουρος,  δεν απέχουν σημαντικά από τα επιστημονικά ευρήματα και τη σημερινή γνώση μας για τα  ουράνια σώματα και τη φύση γενικότερα. 
Δεν είχε, λοιπόν, άδικο ο Νίτσε που διαπίστωνε  στα τέλη του 19ου αιώνα ότι: 


«Η επιστήμη έχει βαλθεί να επιβεβαιώσει 
τον Επίκουρο!»

   Είναι πασιφανές, πόσο αρνητική ήταν για την πρόοδο της ανθρωπότητας η αποσιώπηση αυτού  του μεγάλου διανοητή κατά την ύστερη Αρχαιότητα και το Μεσαίωνα. 

Μπορούμε δε εύκολα  να σκεφτούμε, πόσο θα είχαν προωθηθεί η επιστήμη, η τεχνολογία και γενικότερα ο (ελληνικός) πολιτισμός, αν είχε εξελιχθεί ομαλά η επιστήμη των ελληνορωμαϊκών και ελληνιστικών χρόνων  και δεν είχε παρεμβληθεί ο οπισθοδρομικός Μεσαίωνας με την υποστήριξη της εισροής στις πολιτισμένες κοινωνίες βαρβάρων από Βορρά και Ανατολή και της άνωθεν επιβολής σκοτεινών δεσποτικών και θεόπληκτων αντιλήψεων.

   Από τα προηγούμενα είναι επίσης κατανοητό, γιατί οι πλατωνιστές και αριστοτελιστές
απεχθάνονταν αυτόν τον μεγάλο φιλόσοφο, τους μαθητές του και τη φιλοσοφία τους και
γιατί συνεχίζεται αυτή η εχθρότητα μέχρι των ημερών μας από όλους τους ελιτίστικους
μηχανισμούς.

   Περίπου 300 χρόνια μετά την εποχή του Επίκουρου, γράφει ο Πλούταρχος (~50 – 125 μ.Χ.)   ότι ο ιδρυτής της Σχολής του «Κήπου» προσπάθησε να ανατρέψει τους «θεσμούς 
της πόλης»  και ότι θεωρούσε τον εαυτό του «σοφότερο από τον Πλάτωνα» – έγκλημα καθοσιώσεως για   τους ολιγαρχικούς. 
   Γι’ αυτές λοιπόν τις αντιλήψεις έπρεπε, σύμφωνα με τον Πλούταρχο που  είχε ο ίδιος ολιγαρχικές προτιμήσεις, να μαστιγωθούν όλοι οι επικούρειοι, όχι με το απλό
μαστίγιο αλλά με το αστραγωτό!   Αυτή η εκδήλωση αντιπάθειας και εκδικητικότητας δείχνει,   πόση επιρροή πρέπει να είχαν ακόμα κατά το 2ο μ.Χ. αιώνα στην κοινωνία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οι επικούρειοι φιλόσοφοι.

   Ο Επίκουρος δεν έτυχε μέχρι σήμερα, λόγω των δημοκρατικών και φυσιοκρατικών του
αντιλήψεων, οποιασδήποτε προβολής μέσα από τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα, 
τα   οποία κατά κύριο λόγο στηρίζουν ακόμα ολιγαρχικές και θεοκρατικές αντιλήψεις.

   Μόλις τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται στα ελληνικά σχολικά βιβλία δειλά η βιογραφία  του Επίκουρου και αναπτύσσεται η φιλοσοφία του. Μερικοί σύγχρονοι δυσφημιστές εξηγούν  δε, κάνοντας μεταφραστικά άλματα, ότι το λάθε βιώσας (= να ζεις απαρατήρητος) του   σπουδαίου αυτού φιλοσόφου σημαίνει πως κάποιος ζει λαθραία, σε βάρος των άλλων – ένα   ακόμα δείγμα της διαχρονικής οπισθοδρομικής αθλιότητας που υποστηρίζεται κατά κανόνα   από μηχανισμούς προπαγάνδας, θεσμοποιημένους και άτυπους.
                                                     
Επίκουρος: Επιστολή προς Μενοικέα

   "Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατός για μας είναι ένα τίποτα. Κάθε καλό 
και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση μας όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της 
αίσθησης. 
   Γι' αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά 
να χαρούμε τη θνητότητα του βίου: όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά 
γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας... Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα 
το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που 'χει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν 
υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις.

   Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο,  όχι γιατί θα τον κάνει 

να υποφέρει όταν έρθει,  αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου.
Γιατί ότι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν,  δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί 

όταν το προσδοκείς
   Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται 

αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς.
   Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους 

πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν 
πια.
   Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν' αποφύγουν το θάνατο σαν να 'ναι η πιο 

μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για ν' αναπαυθούν από τα δεινά 
της ζωής.
   Απεναντίας ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται.
Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει.
   Κι όπως με το φαγητό δεν προτιμά σε κάθε περίπτωση το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, 

έτσι και με τη ζωή: δεν απολαμβάνει τη διαρκέστερη μα την ευτυχέστερη.
   Κι εί­ναι αφελής όποιος προτρέπει τον νέο να ζει καλά και τον γέ­ρο να δώσει ωραίο 

τέλος στη ζωή του όχι μόνο γιατί η ζωή είναι ευπρόσδεκτη αλλά γιατί το να ζεις καλά 
και να πεθαίνεις καλά είναι μία και η αυτή άσκηση.

   Όμως πολύ χειρότε­ρος είναι εκείνος που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς «αλλά 

μιας και γεννήθηκες, βιάσου να διαβείς τις πύλες του Άδη» Αν το λέει επειδή το 
πιστεύει, γιατί δεν αποσύρεται από τη ζωή
   Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν το 'χει σκεφτεί σοβαρά.
Αν πάλι το λέει στ' αστεία, είναι ελαφρόμυαλος σε πράγματα που δεν σηκώνουν 

αστεία."

Επίκουρος:  ο φιλόσοφος της ηδονής.

   Όποιες κι αν είναι οι θρησκευτικές ή οι φιλοσοφικές μας πεποιθήσεις περί των αιωνίων  υπαρξιακών ερωτημάτων, καλό είναι να γνωρίζουμε τις απόψεις του φιλοσόφου για τον οποίο ο Νίτσε είπε:  
"Η επιστήμη έχει βαλθεί να επιβεβαιώσει τον Επίκουρο"

   Ο Επίκουρος, που έζησε κι έδρασε στο δεύ­τερο ήμισυ του τετάρτου αιώνος και τις πρώτες δεκαετίες του τρίτου αιώνος προ Χριστού, γεννήθηκε στην Σάμο. όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια.

Ο φιλόσοφος  γεννήθηκε στη Σάμο, γιος του Αθηναίου Νεοκλή, ήταν ιδρυτής της Σχολής των Επικουρείων στην Αθήνα. 
Σε ηλικία 14 ετών άκουσε μαθήματα από τον πλατωνιστή Πάμφιλο.

   Για τη φιλοσοφική του εξέλιξη έπαιξε ρόλο η σπουδή του (327-324) με δάσκαλο τον  Ναυσιφάνη, ο οποίος του δίδαξε την Ατομιστική του Δημόκριτου και τη θεωρία της ηδονής  της Κυρηναϊκής Σχολής.  Αργότερα ο ίδιος έλεγε ότι όλα όσα ήξερε τα έμαθε μόνος του, γιατί οι δάσκαλοι δεν μπορούσαν να του εξηγήσουν, τί υπήρχε πριν από το χάος, από το οποίο  προέκυψε η ζωή.

   Στα έτη 323-321 ο Επίκουρος ήταν στρατιώτης στην Αθήνα. Το 323 πέθανε ο Μεγαλέξανδρος στη Βαβυλώνα, με αποτέλεσμα το 322 να ξεσηκωθούν οι Αθηναίοι ενάντια  στους Μακεδόνες. Ταυτόχρονα ο Αριστοτέλης, φοβούμενος λιντσάρισμα, εγκατέλειψε το «Λύκειο», τη Σχολή  που είχε στην Αθήνα και διέφυγε στη Χαλκίδα όπου, μετά από λίγο καιρό, πέθανε.

   Η προσπάθεια των Αθηναίων για απεξάρτηση από τους Μακεδόνες κατέληξε σε ήττα, οπότε  ο πατέρας του Επίκουρου εξεδιώχθη με άλλους Αθηναίους από τη Σάμο και κατέφυγε στον  ιωνικό Κολοφώνα. Εκεί εγκαταστάθηκε και ο Επίκουρος, όπου εμβάθυνε σε φιλοσοφικά   προβλήματα, στη συνέχεια δίδαξε δε στη Μυτιλήνη και στη Λάμψακο (Ελλήσποντος).

   Αρκετοί φίλοι και μαθητές από τη Μυτιλήνη και τη Λάμψακο ακολούθησαν τον Επίκουρο στην Αθήνα, όταν αυτός ίδρυσε τη σχολή του «Κήπου», κάπου στο σημερινό Βοτανικό, μεταξύ Διπύλου και Ακαδημίας. Περίπου την ίδια εποχή ίδρυσε σχολή στην «Ποικίλη Στοά» και ο Ζήνων ο Κιτιεύς.

   Η επικούρεια Σχολή του «Κήπου» καλλιεργούσε φιλοσοφικό ανταγωνισμό με τους
ακαδημαϊκούς (πλατωνικούς) και τους περιπατητικούς (αριστοτελικούς). 

   Στον «Κήπο» δίδαξε ο Επίκουρος περίπου 40 χρόνια.

   Η σχολή του Επίκουρου είχε τον χαρακτήρα του κοινοβίου, στο οποίο περιλαμβάνονταν
δούλοι και εταίρες, μετά των οποίων ο ιδρυτής της είχε αναπτύξει μεγάλη οικειότητα και
φιλία.   Γενικώς, τα μέλη της σχολής δεν ησχολούντο μόνο με την σπουδή της φιλοσοφίας,
αλλά προσπαθούσαν, επίσης, να δημιουργήσουν μεταξύ τους μιαν ατμόσφαιρα φιλίας,
ψυχαγωγίας  και τέρψης.  

   Το γεγονός αυτό στάθηκε η αφορμή, ώστε να κυκλοφορηθεί η φήμη ότι στον   κήπο του Επίκουρου γινόντουσαν όργια  - πράγμα ανακριβές, όμως.

   Οι επικούρειοι είχαν φυσιοκρατικές αντιλήψεις και μίλαγαν ενάντια στις δεισιδαιμονίες,
τη μαντική, τα θρησκευτικά ιερατεία και τους δημοκόπους πολιτευτές, προκαλώντας έτσι
την αντιπάθεια των κατεστημένων ολιγαρχικών κύκλων. 
Τα κυριότερα έργα του ίδιου του  Επίκουρου γέμιζαν περί τους 300 παπύρους, έχουν όμως διασωθεί ελάχιστα, γιατί τα  περισσότερα καταστράφηκαν κατά τις συστηματικές πυρπολήσεις βιβλιοθηκών από τον  4ο αιώνα μ.Χ. και μετά.

   Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι η επιδίωξη της ηδονής και της τέρψης αποτε­λούσε τον βασικό   άξονα της διδασκαλίας του Επίκουρου, για τον οποίον η φιλοσοφία είχε κατά κύριον λόγο  πρακτικό χαρακτήρα. 

   Η φιλοσοφία, όπως την όριζε ο Επίκουρος, είναι μια ενέργεια,  μια διαδικασία, που, «μέσα από σκέψεις και συζητήσεις, μας οδηγεί σε μια ζωή ευδαίμονα».
Βασικό συστα­τικό για την εξασφάλιση της ευτυχίας από τον άνθρωπο είναι η κάρπωση
ηδονών.
«Η ηδονή», έλεγε χαρακτηριστικά ο Επίκουρος, «είναι η αρχή και το τέλος της ευδαίμονος
ζωής», ενώ σε άλλη ευκαιρία διετείνετο:

«δεν ξέρω πώς μπορώ να εννοήσω το αγαθό, αν αφαιρέσω τις ηδονές της γεύσης και τις
ηδονές της σάρκας, τις ηδονές της ακοής και της ωραίας μορφής».

   Ωστόσο, κατ' αντίθεσιν προς την ακραία μορφή ηδονισμού. που εισηγήθηκε ο ιδρυτής της Κυρηναϊκής Σχολής, ο Αρίστιππος, ο Επίκουρος προέβαλε μια μετριοπαθέστερη αντίληψη
για την αναζήτηση των ηδονών.

   Όταν λέμε ότι σκοπός είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές του ασώτου και αυτές που
βρίσκονται μέσα στις απολαύσεις, όπως νομίζουν μερικοί που το αγνοούν και δεν το
παραδέχονται ή είναι κακώς πληροφορημένοι. 
Αλλά εννοούμε να μην πονάει το σώμα  και να μην ταράσσεται η ψυχή.»

   Οι ιδανικές καταστάσεις για τον άνθρωπο είναι, αρνητικά μεν η αταραξία, η αφοβία και η απονία και θετικά, η ευθυμία, η χαρά, η ευφροσύνη και η απαλλαγή από το φόβο του
θανάτου.   Κύρια προσπάθεια του ανθρώπου πρέπει να είναι η απολύτρωση από τον πόνο,
η οποία  εξασφαλίζει μία παθητική ηδονή. 
Η φιλοσοφία του Επίκουρου για τον τρόπο  διαβίωσης  των ανθρώπων συμπυκνώνεται στο 
«λάθε βιώσας» (= να ζεις απαρατήρητος, να μην  επιδιώκεις την προβολή).

   Η ηδονή, για τον Επίκουρο, όπως και κατά τον Αρίστιππο, συνιστά, βέβαια, το ύψιστο αγαθό  της ζωής του ανθρώπου. Τίποτε, όμως. κατά τον Επίκουρο, δεν εμποδίζει, ώστε να μπορεί   ν' αφήνει κανείς μιαν ηδονή, που επιφυλάσσει δυσάρεστες γι' αυτόν καταστάσεις, και να   προτιμήσει κάποιαν άλλη. (πιο) ανώδυνη ηδονή.

   Η σωματική ηδονή, που παρέχει σε κάποιον ένα νόστιμο μεν, πλην όμως βλαβερό στην
υγεία φαγητό, θα πρέπει να παραληφθεί, προκειμένου να εξασφαλίσει αυτός την ευεξία του.


Δεν πρέπει, έλεγε ο Επίκουρος, να  «επιδιώκομε κάθε ηδονή, αλλά ενίοτε οφείλαμε να παρακάμπταμε πολλές ηδονές, όταν τα δυσάρεστα αποτελέσματα, που προκύπτουν από αυτές, είναι περισσότερα.    Πολλούς πόνους δε να τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, όταν από αυτούς  προκύπτει σε μας, τελικώς, μεγαλύτερη ηδονή. Κάθε ηδονή, βέβαια, επειδή είναι κάτι το  οποίον είναι οικείο στην φύση είναι αγαθόν, αλλά δεν πρέπει να κυνηγάμε οποιαδήποτε  ηδονή.   Όπως ακριβώς και κάθε πόνος είναι μεν κάτι κακό, πλην όμως δεν πρέπει ν' αποφεύγαμε   οιονδήποτε ανεξαιρέτως πόνο. Μέσα από την συγκριτική μέτρηση, λοιπόν, και επισκόπηση των συμφερόντων και των μη συμφερόντων πρέπει να τα κρίνομε όλα αυτά».

   Στην επικούρεια διδασκαλία διαιρείται η φιλοσοφία, η οποία θεωρείται «φάρμακο της ψυχής»,  σε τρεις τομείς, τη φυσική, τη λογική και την ηθική.

-  Υπέρτατο αγαθό κατά τον Επίκουρο είναι η ευχαρίστηση στη ζωή, για την απόλαυση της οποίας πρέπει να επιστρατεύονται όλες οι προσπάθειες του ανθρώπου. 
Η επικούρεια ευχαρίστηση (ηδονή) αφορούσε όλες τις ψυχικές απολαύσεις, την καλλιέργεια του πνεύματος  και την άσκηση της αρετής, χωρίς έπαρση και αυτοπροβολή.

Η Επικούρεια Τετραφάρμακος

Άφοβον ο Θεός                                  Ο Θεός δεν εμπνέει φόβο
Ανύποπτον ο θάνατος                     Ο θάνατος δεν φέρνει ταραχή
και τάγαθόν μεν εύκτητον             το αγαθό αποκτιέται εύκολα
το δε δεινόν ευεκκαρτέρητον         και το κακό υποφέρεται εύκολα

Φιλόφημος, Προς τους [ ], 4.10-14
-  Υπέρτατος σκοπός του ανθρώπου, σύμφωνα με το αξίωμα της εποχής του Επίκουρου,
πρέπει να είναι η ηρεμία, η αταραξία της ψυχής του. 

   Και τούτο μπορεί να το επιτύχει κανείς,  εάν απέχει από τις σαρκικές απολαύσεις, που συνεπάγονται δυσάρεστες καταστάσεις, και  αν απαλλάξει την ψυχή του από τις λύπες, την αγωνία και κάθε άλλο οχληρό συναίσθημα.
Μια ηδονή είναι ηθικώς θεμιτή και πρέπει να θηρεύεται, εφόσον αποτελεί μέσον
διασφάλι­σης  της ψυχικής ηρεμίας του ανθρώπου.

   Το κριτήριο επιλογής μεταξύ των διαφόρων ηδονών, κατά τον Επίκουρο, δεν είναι, όπως
ισχυρίστηκε ο Αρίστιππος, ποσοτικό, η ένταση τους. αλλά ποιο­τικό· οι ηδονές ιεραρχούνται  από την φύση τους σε καλύτερες και σε χειρό­τερες και πρέπει, αναλόγως, να προτιμώνται ή  ν' απορρίπτονται.

   Έτσι. ο Επίκουρος διακρίνει τις «καταστηματικές» από τις «κατά κίνησιν» ηδονές, θεωρώντας  τις πρώτες ανώτερες από τις δεύτερες. 

   Οι «κατά κίνησιν» ηδο­νές είναι ενεργές, δυναμικές  ηδονές, υπό την έννοια ότι. με την κάρπωση κάθε μιας από τις ηδονές αυτές, ο άνθρωπος  πληρεί μιαν επιθυμία του, που, 
όσο δεν ικανοποιείτο, αυτός ένιωθε δυσφορία και πόνο· η ικανοποίηση της πείνας, παραδείγματος χάριν, όσο χρονικό διάστημα συντελείται, είναι μια  «κατά κίνησιν» ηδονή».
Η κατάσταση της ηρεμίας, όμως. που απολαμβάνει ο άνθρωπος μετά, εφόσον ικανοποιηθεί
πλήρως η πείνα του, αποτελεί άλλου είδους ηδονή· πρόκειται για μια στατική, παθητική
μορφή ηδονής.

   Αυτές τις στατικές ή παθητικές ηδονές, που παρέχουν στον άνθρωπο μιαν ισορροπία, τις χαρακτηρίζει ο Επίκουρος με τον όρο «καταστηματικές ηδονές». 
Ο Επίκουρος θεώρησε τις καταστηματικές ανώτερες από τις «κατά κίνησιν» ηδονές, επειδή οι καταστηματικές ηδονές  μόνο μπορούν να εξασφαλίσουν στον άνθρωπο την γαλήνη, την ηρεμία, την αταραξία,  την απονία.

   Αν, θέλο­ντας να χορτάσει κανείς την πείνα του. φάει με ασυγκράτητη βουλιμία, μπο­ρεί
μεν, όσο διαρκεί η «κατά κίνησιν» ηδονή, ήγουν η ικανοποίηση της πεί­νας του, να νιώθει ευτυχισμένος, αλλά είναι πολύ πιθανόν αργότερα να προ­κληθεί τέτοια βλάβη στην υγεία του,   ώστε να νιώσει, στο τέλος, δυσφορία και πόνο. 

    Όταν, όμως ο πεινασμένος άνθρωπος, όσο τρώει, έχει σαν στόχο την καταστηματική ηδονή, τουτέστιν να νιώσει, όταν θα ικανοποιήσει  την πείνα του, την κατάσταση της ηρεμίας και της ισορροπίας, θ' αποφύγει κάθε υπερβολή  που υπαγορεύει η αδηφαγία, η οποία μπορεί να τον κάνει διστυ­χισμένο.

Έτσι για τον Επίκουρο, επιδίωξη του συνετού ανθρώπου, για να γίνει 
ευτυ­χισμένος, δεν  είναι το κυνήγι των ηδονών, αλλά η αποφυγή του πόνου 
και του άλγους. 

   Στο συμπέρασμα  αυτό φαίνεται να κατέληξε όχι μόνο γιατί, με τον τρόπο αυτό ικανοποιείτο το αίτημα της  εποχής του που συνίστατο στην αταραξία, την γαλήνη ή την ηρεμία της ψυχής, αλλά και  διότι θα πρέπει να επηρεάστηκε από την ίδια την ζωή του.

   Ο Επίκουρος ήταν φιλάσθενος και υπέφερε στον βίο του από τις ταλαιπωρίες με τις οποίες
τον τροφοδοτούσε η κακή κατάσταση της υγείας του.
Παρ' όλα αυτά, διατήρησε ακλόνητη την αισιοδοξία του πιστεύοντας ότι ακόμη και στον
τροχό του βασανισμού του  - όχι μόνο αυτός, αλλά και ο κάθε συνετός άνθρωπος - θα
μπορούσε να γίνει ευτυχισμένος.

   Αρκεί ν' αποβάλει από την ζωή του την ιδέα της ριψο­κίνδυνης ευτυχίας, που υπόσχεται η παράφορη φύση των «κατά κίνησιν» ηδονών, και να περιοριστεί στην σιγουριά που
συνεπάγεται ο μετρημένος χαρακτήρας των καταστηματικών ηδονών.

   «Να τρως λίγο από τον φόβο της δυσπεψίας», εισηγείτο στον συνάνθρωπο του μ' έναν
τρόπο που θύμιζε την περί μεσότητος θεωρία του Αριστοτέλη, «να πίνεις λίγο για να μην κακοξυπνήσεις, ν' αποφεύγεις την πολιτική και τον έρωτα και όλες τις βίαιες πρά­ξεις, να
μην προσφέρεις ομήρους στην μοίρα αποκτώντας γυναίκα και παι­διά ...  
Και προ πάντων,  να ζεις έτσι ώστε ν' αποφεύγεις τον φόβο».

   Θα ξεπεράσει κανείς τον φόβο, όμως εφόσον μελετήσει την φύση και κατα­λάβει ότι ο
θάνατος και άλλα φαινόμενα που τον φοβίζουν, δεν είναι προϊ­όντα υπερφυσικών δυνάμεων,  που καθορίζουν την μοίρα του. Η μελέτη της φύσης είναι αναγκαία, μόνον καθόσον μπορεί  ν' απαλλάξει την ψυχή μας από ανόητους, κενούς, αδικαιολόγητους φόβους.
«Εάν», λέει ο Επίκουρος, «δεν μας ενοχλούσαν οι φόβοι, που αναφέρονται σε ό,τι
συμβαίνει στον ουρανό, και ο φόβος του θανάτου, ... δεν θα μας χρειαζόταν η ενασχόληση με τα φυσικά φαινόμενα».

   Για τον Επίκουρο, η φιλοσοφία και η έρευνα του φυσικού κόσμου δεν πηγάζουν, όπως
ισχυρίστηκε ο Αριστοτέλης, από τον θαυμασμό και την απορία, αλλά εκπορεύονται από την ανησυχία και τον φόβο, που τυραννούν την ψυχή του ανθρώπου. 

    Φιλοσοφούμε όχι για να ικα­νοποιήσουμε την περιέργεια μας για τα πράγματα, όπως υποστήριζε ο Αριστοτέλης, αλλά για να βοηθήσαμε τον εαυτό μας να ξεπεράσει τους φόβους, τις αγωνίες και τ' άλλα δυσάρεστα συναισθήματα μας.

   Ο Επίκουρος επιχείρησε να διατυπώσει μια φυσική θεωρία για τον κόσμο, που θα μπο­ρούσε ν' αναπαύσει και ν' ανακουφίσει την ψυχή του φοβισμένου και ανή­συχου ανθρώπου.  Και αναζήτησε την φυσική αυτή θεωρία στις επισημάνσεις του Δημόκριτου για τον φυσικό  κόσμο.

   Ο Επίκουρος στην νεότητα του υπήρξε μαθητής κάποιου δασκάλου ονόματι Νυσιφάντη,
οπαδού του Δημόκριτου. Όσο κι αν αργότερα μιλούσε επιτιμη­τικά για τον δάσκαλο του
εκείνον, εντούτοις εμπνεύστηκε από τις ιδέες του Δημόκριτου.
    Πίστευε κι αυτός ότι ο φυσικός κόσμος αποτελείται από τ' άτομα, τις αδι­αίρετες ελάχιστες
οντότητες της ύλης, που κινούνται μέσα στο κενό. Η κίνη­ση των ατόμων, εξαιτίας του βάρους των είναι κάθετη, από πάνω προς τα κάτω.

   Περαιτέρω, ο Επίκουρος απέδιδε στ' άτομα ένα είδος ελεύθερης βού­λησης, η οποία έκανε
ορισμένα από αυτά να παρεκκλίνουν από την κάθετη πτώση τους.  Η παρέκκλιση των ατόμων αυτών είχε ως αποτέλεσμα την σύγκρουση τους με άλλα άτομα, από την οποία δημιουργήθηκαν  οι διάφο­ροι συνδυασμοί και οι διάφορες μορφές όντων, που συγκροτούν τον φυσικό κόσμο.

   Η ίδια η ζωή γεννήθηκε συμπτωματικά, ύστερα από αλλεπάλληλες συγκρούσεις και συνεχείς συνδυασμούς, που προκλήθηκαν από την παρέκ­κλιση των ατόμων. 
Δεν υπάρχει τίποτε το μυστηριώδες, καμιά υπερφυσική δύναμη πίσω από την δημιουργία της ζωής και του σύμπαντος ολόκληρου. Ακόμη και η ψυχή, που θεωρείται σαν κάτι αιθέριο, είναι, τελικώς, ένα άθροισμα σωματιδίων.

«Η ψυχή», έλεγε ο Επίκουρος, «είναι σώμα που απαρτίζεται από λεπτότατης υφής μέρη».

Αυτό, όταν το καταλάβαμε, μας λυτρώνει από τον φόβο και την αγωνία για το τι θα γίνει η ψυχή μας, όταν θα πεθάνομε. Μετά τον θάνατο μας, η ψυχή μας, έχοντας υλική σύσταση, διαλύεται,  όπως κάθε άλλο σώμα.  

   Κι όταν δια­λυθεί η ψυχή, θα χαθεί μαζί της, επίσης, κάθε αίσθηση που υπάρχει, όσο υπάρχει η ψυχή. Και όταν, βέβαια, δεν θα έχομε καμιάν αίσθηση και δεν θα  μπορούμε να νιώσουμε τίποτε ύστερα από τον θάνατο μας  - ούτε λύπη ούτε πίκρα ούτε τίποτε άλλο απολύτως -, είναι καθαρή ανοησία τώρα να 
φοβό­μαστε και ν' αγωνιούμε για το τι θα συμβεί, και πώς θα νιώθομε για ό,τι  - ανύπαρκτο, τελικώς - θα συμβεί, όταν θα πεθάναμε.

«Ουδέν προς ημάς ο θάνατος»  - ο θάνατος δεν έχει καμιά σχέση μαζί μας, για να νοιαζόμα­στε γι' αυτόν και να τον φοβόμαστε.

   Αν, όμως, ο Επίκουρος τοποθέτησε ύστερα από τον θάνατο του ανθρώπου αυτήν την κατάσταση της απάθειας, της έλλειψης βίωσης εκ μέρους του ανθρώπου κάθε μορφής συναισθήματος, όπως είναι η λύπη. η αγωνία ή ο φόβος, άλλοι φιλόσοφοι, που πρωτοεμφανίστηκαν την ίδια με αυτόν εποχή, προέβαλαν την απάθεια σαν ένα αίτημα που οφείλει να το ικανοποιήσει κανείς  όσο ζει. 
Πρόκειται, συγκεκριμένα, για τους στωικούς φιλοσόφους, οι οποίοι υπέδειξαν στους ανθρώπους ένα διαφορετικό δρόμο από εκείνον που εισηγήθηκε ο Επίκουρος, για να φτάσουν στην ευτυχία, που αποτελεί τον τελικό στόχο της ζωής των.

   Ενώ ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης θεωρούσαν τα ουράνια σώματα θεϊκές μονάδες με αυτοτελή βούληση, τα οποία παρακολουθούσαν τους ανθρώπους, ο Επίκουρος γράφει ότι αυτά τα σώματα πήραν από την αρχή, μαζί με το σφαιρικό τους σχήμα, την αναγκαιότητα και περιοδικότητα των κινήσεών τους και δεν πρόκειται για μακάριες και άφθαρτες οντότητες.

   Η αξία της γνώσης, υποστηρίζει ο Επίκουρος, αντίθετα με τον Αριστοτέλη, μετριέται με τη χρησιμότητά της. Η γνώση πρέπει να βοηθάει για να εκλείψουν οι δεισιδαιμονίες και οι πλάνες και για να κατακτήσει ο άνθρωπος το ανώτερο αγαθό που είναι η ψυχική γαλήνη.
Δεν υπάρχει και δεν χρειαζόμαστε γνώση που δεν έχει σχέση με τη ζωή, που δεν μεγαλώνει την ευτυχία μας, που δεν μειώνει τον πόνο μας – επικούρειες αντιλήψεις που επικράτησαν οριστικά από την Αναγέννηση και εντεύθεν.

   Επίσης αντίθετα με τον Αριστοτέλη, ο Επίκουρος θεωρεί τις γυναίκες ισότιμες στην κοινωνική
ζωή με τους άνδρες και τις δέχεται ως μαθήτριες στη Σχολή. Εξ ίσου ισότιμη ανθρώπινη αντιμετώπιση αξίζουν οι δούλοι, οι οποίοι μπορούσαν να παρακολουθούν μαθήματα στον
Κήπο και να αναδειχθούν σε φιλοσόφους. Το όνομα ενός εξ αυτών, Μυς, διασώθηκε σε μας
από τον ιστορικό Λαέρτιο. Για τις γυναίκες έγραψε ο Επίκουρος:

«Η γυναίκα σου να σε σέβεται πρέπει και όχι να σε φοβάται, διότι δεν την πήρες για υπηρέτρια,  αλλά για σύντροφο στη ζωή.»

   Μια σύγκριση αυτών των αντιλήψεων με αντίστοιχες μεταγενέστερες που επικράτησαν στον ελληνόφωνο χώρο, δείχνει ποια ανατολίτικη οπισθοδρομικότητα επεβλήθη στον Ελληνισμό  με τις μεσανατολικές δοξασίες.

   Μέσα σε ένα περιβάλλον πολεμικών και πολιτικών ανακατατάξεων των ελληνιστικών κρατών, όπου τίθενται ερωτήματα για ανεξαρτησία (από τους Μακεδόνες) και αυτονομία των πόλεων, οι Επικούρειοι έχουν σαφή άποψη για το θέμα των πατρίδων, όχι με την ιδιοκτησιακή έννοια που δημιουργούν στους ανθρώπους, μέχρι των ημερών μας, οι κυβερνήτες για λόγους διατήρησης της εξουσίας και διακίνησης εξοπλισμών, αλλά με την έννοια του ενιαίου περιβάλλοντος,  της κοινής πατρίδας και της αδελφοσύνης επί Γης.

Έγραφε ο επικούρειος Διογένης Οινοανδέας (2ος αιώνα π.Χ.):

«Με το κάθε κομμάτιασμα της γης βέβαια άλλη είναι η πατρίδα για τον καθένα. 
Αλλά εάν δούμε όλη την επιφάνεια αυτού του κόσμου, τότε μία είναι η πατρίδα 
όλων μας, όλη η Γη, και μία η κατοικία μας, όλος ο κόσμος.»

   Αντιλήψεις, οι οποίες επανέρχονται τον 21ο αιώνα ως νέες σοφίες, μπροστά στα πολλαπλά προβλήματα που προέκυψαν, είτε από τις φυσικές αλλαγές, είτε από τις δραστηριότητες του ανθρώπου, π.χ. επιβάρυνση περιβάλλοντος, πυρηνικά όπλα, διατροφικά προβλήματα, ενεργειακή ανεπάρκεια, αμάθεια και οπισθοδρομικότητα κ.ά.

   Οι θεοί, κατά την επικούρεια αντίληψη, δεν ανακατεύονται στα ανθρώπινα, δεν κάνουν χάρες και δεν δέχονται δώρα. Αν έκαναν δε πράγματι οι θεοί όσα τους ζητούσαν οι άνθρωποι, θα εξαφανιζόταν η ανθρωπότητα, γιατί όλοι επιζητούν και εύχονται το κακό των άλλων…
   Για κάθε στιγμή και κάθε δυσκολία της ανθρώπινης ζωής, οι επικούρειοι φιλόσοφοι είχαν
διατυπώσει ως πνευματικό βοήθημα την τετραφάρμακον, τέσσερις φράσεις για συνεχή χρήση:

«Δεν μας φοβίζει ο θεός, δεν μας ανησυχεί ο θάνατος  εύκολα αποκτιέται 
το Καλό, εύκολα υποφέρεται το Κακό.»

   Αυτό δηλώνει ότι, πέρα από τις φυσικές δυνάμεις και τους νόμους του σύμπαντος,  δεν
υπάρχουν θεοί τιμωροί και μπαμπούλες, όπως επαναλαμβάνουν καταπιεστικά   οι θρησκείες,
οπότε και δεν χρειάζεται κάποιος να ζει με το φόβο τους   δεν μας ανησυχεί ο θάνατος που
δεν μας αφορά, εφόσον εμείς δεν υπάρχουμε πια  το καλό που χρειάζεται για να ζήσει
κάποιος, σύμφωνα με τις πνευματικές, ψυχικές και σωματικές ανάγκες του, αποκτάται για
έναν ολιγαρκή άνθρωπο εύκολα  και τέλος,  με την επικούρεια αταραξία αντιμετωπίζεται
κάθε κακό, κάθε δυσάρεστη κατάσταση  και κάθε φόβος.

   Ένας σημαντικός τομέας που απασχόλησε εντατικά τον Επίκουρο, από τον οποίο έχουμε
όμως λίγες πληροφορίες, είναι η φυσική του φιλοσοφία. Η επιρροή του ατομισμού του
Λεύκιππου  και του Δημόκριτου είναι παραπάνω από εμφανής στο έργο του Επίκουρου.
Ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος έγραψε, μεταξύ άλλων, και ένα τεράστιο συναφές σύγγραμμα,  «Περί Φύσεως», το οποίο είχε έκταση 37 τόμων. 

   Τα λίγα αποσπάσματα που έχουν διασωθεί  από αυτό το έργο, είναι κυρίως κείμενα του Λουκρήτιου και του Διογένη Οινοανδέα, αλλά  και λίγα του ίδιου του Επίκουρου.

http://www.visaltis.net/
http://sciencearchives.wordpress.com/

Scholeio.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: