Η άγνοια και η πλάνη του χρυσού αιώνα.
"Το σημείο της άγνοιας και της πλάνης στη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών είναι η λάθος εικόνα που έστησαν μέσα μας οι δάσκαλοι ότι η ψηλότερη τάχα κορυφή της κλασικής Ελλάδας είναι ο Περικλής και ο «χρυσός αιώνας» του.
Η εκδοχή αυτή στην αξιολόγηση γενικά της ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας έχει γίνει κύρια θέση. Και βέβαια ανταποκρίνεται σε μία μορφή της αλήθειας.
Δεν είναι όμως η ουσιαστική της μορφή, που πηγάζει από τη μονιμότητα και χύνεται στη διάρκεια των πραγμάτων και των δράσεων. Δεν είναι δηλαδή η αλήθεια, που προορίζεται να δείχνει το «εσαεί» όπως θα ‘λεγε ο Θουκυδίδης.
Η θέση ότι ο αιώνας του Περικλή, 460-430 π.Χ. είναι η κορυφή της κλασικής Ελλάδας εκφράζει την προφάνεια και την επιπολή. Και η αλήθεια της δεν ημπορεί παρά να είναι η προφανής και η επιπόλαιη.
Γιατί η αλήθεια που φαίνεται δεν είναι κατά κανόνα και η αλήθεια που είναι. Κι εδώ μιλάμε για την πρώτη. Μιλάμε για την αλήθεια που την υπαγορεύουν τα θεατά και τα δρώμενα. Η αίσθηση του κατευθείαν και η αντίληψη του άμεσου.
Θα μπορούσε κανείς στη γλώσσα της φυσικής να το ειπεί ως εξής: η εκδοχή ότι η εποχή του Περικλή συμπίπτει με την ύπατη στιγμή της ελληνικής ώρας είναι η στατική θέση του τρισδιάστατου, όπου το χώρο τον ορίζουν τα σημεία.
Δεν είναι η δυναμική θέση του τετραδιάστατου, όπου το χώρο τον ορίζουν τα γεγονότα.
Αυτό σημαίνει πως η αλήθεια για το χρυσό αιώνα του Περικλή έρχεται από τη νευτώνεια παράσταση της φυσικής, που δεν ακυρώνεται βέβαια ποτές, αλλά κάπου όμως ξεπερνιέται. Σε αντίθεση με τη σχετικιστική παράσταση της φυσικής, που μέσα στην περατότητά της είναι άπειρη.
Ακόμη πιο απλά, που θα ειπεί πιο σίγουρα: η θέση ότι η εποχή του Περικλή είναι ο κόρυμβος της κλασικής Ελλάδας αφήνει έξω την παράμετρο του χρόνου, που είναι η ανάποδη όψη του χώρου.
Η θέση αυτή, δηλαδή, δεν αντικρύζει το ιστορικό προτσές μέσα στην ενιαία διάσταση του χωροχρόνου, αλλά ξεχωρίζει το χώρο από το χρόνο.
Η νευτώνεια θέση βλέπει τον Περικλή στατικά. Τον θεωρεί, για παράδειγμα, την ώρα που χτίζει την Ακρόπολη, και εκεί τον απομονώνει. Δεν τον βλέπει δυναμικά. Δεν τον βλέπει σε συνάρτηση, για παράδειγμα, με ό,τι προηγήθηκε και με ό,τι ακολούθησε.
Γιατί τότε θά ’βλεπε έναν Περικλή που κληρονόμησε από τους προγόνους τη δόξα και τη λάμψη των Μηδικών, και κληροδότησε στους απογόνους το όνειδος και τη συφορά του πελοποννησιακού πολέμου.
Σε πρώτη λοιπόν φάση και σε πρώτη οπτική αποδέχεται κανείς την κατανόηση ότι στην εποχή του Περικλή η ιστορία της Ελλάδας άγγιξε το θριαμβικό της άκρο.
Γιατί εκείνη την ώρα τις πράξεις των ελλήνων τις μαστιγώνει το οργιαστικό ρίγος της δύναμης και της δημιουργίας. Και τα έργα τους τα λούζει η ωκεάνεια αίσθηση της κυριαρχίας και της κατάφασης. Μία γενετήσια σύμπληξη άπειρης μάζας και άπειρης ενέργειας λύνει ολόκληρο το παρελθόν, αλλά δεν ημπορεί να δέσει το μέλλον του ανθρώπου.
Και πράγματι, στην εποχή του Περικλή έχουμε χτίστες και τεχνίτες πολλούς. Και θα δώσουν κρότους και ήχους που δεν ξανακούστηκαν.
Στο στοχασμό έχουμε τον πρώιμο Σωκράτη. Ενώ βαδίζει, μπροστά του βυθίζουνται αγαλινά προς το λυκόφως οι τελευταίοι μεγάλοι προσωκρατικοί. Ο Ηράκλειτος, ο Παρμενίδης, ο Εμπεδοκλής, ο Λεύκιππος, ο Αναξαγόρας, ο Πίνδαρος.
Στην τραγωδία έχουμε το μέγα μεσημέρι του Σοφοκλή. Ο τραγικός των Οιδιπόδων κατευοδώνει τον πρεσβύτη Αισχύλο, την ώρα που καλωσορίζει το θαλασσοπλήγα Ευριπίδη.
Στην ιατρική έχουμε την τιμημένη ανάρρηση του Ιπποκράτη, που έζεψε τη θεραπευτική με τη φιλοσοφία στο έκκεντρο σημείο της σωματικής και της πνευματικής δίαιτας.
Τι σημαίνει φιλοσοφική ιατρική το καταλαβαίνουμε για καλά σήμερα, καθώς βλέπουμε καθαρά ότι η αιτία που προκαλεί στους ανθρώπους τον καρκίνο είναι ο τρόπος που ζούμε.
Το αφύσικο της κατοικίας δηλαδή, το αφύσικο της εργασίας, το αφύσικο της αναπνοής, το αφύσικο της κίνησης, το αφύσικο της αγωγής, το αφύσικο της ψυχαγωγίας.
Ο Ιπποκράτης με τη φιλοσοφική ιατρική του σήμερα είναι περισσότερο επίκαιρος από το Λεύκιππο με την ατομική φυσική του.
Στη γλυπτική έχουμε τα μαστοράτα του Πολύκλειτου, του Μύρωνα, του Φειδία. Τα λιθουργεία αυτών των μαστόρων είναι επί γης τα τελεστήρια του ρυθμού και της αρμονίας, που τις συστοιχίες τους στον ουρανό θα τις έβλεπε κανείς στους εύστολους αστερισμούς του Ωρίωνα του Ηνίοχου, του Μεγάλου Κύνα.
Στην αρχιτεκτονική έχουμε την Ολυμπία της Ήλιδας και την Ακρόπολη της Αττικής. Δύο ιερά της φύσης.
Στην πολιτική έχουμε τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών. Ωστόσο, είναι μια πολιτική επιστήμη που θέλει να αντικρύζει τον άνθρωπο σαν ευφροσύνη του σήμερα, και σαν αγνόηση του αύριο. Γιατί λίγο ακόμη και η πολιτική του Περικλή θα ξεδιπλώσει τους πανάθλιους Κλέωνες, τους αρριβίστες Αλκιβιάδες, τους αναξιόπαθους Νικίες.
Μ' ένα λόγο η εποχή του Περικλή είναι μεγάλη, γιατί ’ναι η ώρα που ανθίζει το ρόδο. Ο ήλιος στυλώνεται στο μεσούρανο, και η μέρα γίνεται έκρηξη. Τώρα ο άντρας, στα σαράντα πέντε του χρόνια, τοιμάζεται να φορέσει το στέμμα του βασιλιά.
Από την άποψη αυτή η εποχή του Περικλή είναι ο χρυσός αιώνας της Ελλάδας. Και θά ’χε όλο το δίκαιο η παιδεία μας να τον προβάλλει στους νέους παράδειγμα της πρέπουσας αγωγής. Εάν δεν είχε λησμονήσει το ουσιώδες.
Λησμόνησε, δηλαδή, ότι το ρόδο που άνοιξε θα μαραθεί, και ο καρπός που έγινε θα πέσει. Ότι σαν έφθασε να μεσουρανήσει ο ήλιος, γρήγορα θα πάρει την κατρακύλα κατά τη σπηλιά της νύχτας. Και τον Ιούλιο Καίσαρα την ώρα που ήταν να του φορέσουν το στέμμα στο κεφάλι, τον σφάξανε είκοσι τρεις μαχαιροφόροι.
Όλα αυτά για την αγωγή σημαίνουν ένα. Ότι προτείνοντας πρότυπο στους μαθητές τον αιώνα του Περικλή, ανατρέφουμε τους νέους μας με το φύραμα της γεροντικής.
Για να μορφώσουμε τη ζωή που ξεκινά, λαβαίνουμε κανόνα τη ζωή που φεύγει. Στην απειλή του μαρασμού εμπιστευόμαστε το λίκνο του σφρίγους.
Τώρα μπορεί να δείξει κανείς από μέσα, γιατί η εποχή του Περικλή δεν είναι ο αιώνας του χρυσού ή του αργύρου, σύμφωνα με τη γνωστή κλίμακα εκφυλισμού των γενεών, αλλά είναι ο αιώνας του χαλκού και του σιδήρου.
Είναι, δηλαδή, η εποχή της σοβούσας παρακμής και της προχωρημένης αποσύνθεσης.
Αμέσως μετά τη νίκη στις Πλαταιές η ψυχολογία του πολίτη της Αθήνας, και της άλλης Ελλάδας, άλλαξε.
Ένα βαρομετρικό υψηλής αγερωχίας που ανεβαίνει στον κομπασμό, και ένας άνεμος οίησης που ξαμολιέται μ’ όλους τους συριγμούς του θράσους, πήραν τη θέση του σεμνού και του μετρημένου, του ακοίμητου, και του ελαφρά μελαγχολικού έλληνα της εποχής των Μηδικών. Μ' ένα λόγο έγινε αυτό που πάντα γίνεται, όταν η επιτυχία σπάζει τα φρένα του νου. Οι έλληνες, και κυρία οι αθηναίοι, «καβάλησαν καλάμι».
Στον καιρό τους το «καβάλησαν καλάμι» ο Αισχύλος το δίδασκε πρωΐ και απόγευμα στα θέατρα με τη δική τους γλώσσα: προσέχετε την ύβρη, τους έλεγε. Δεν υπάρχει χολερότερη χολέρα στον άνθρωπο. Κι όταν η ύβρη ανθίσει, τότε θα θρέψει το στάχυ της τύφλας. Και ύστερα θα θερίσετε τις θημωνιές του μεγάλου θρήνου.
Ο πικρός Αισχύλος ειδοποιεί τους συμπολίτες του, σα να βλέπει ολοκάθαρη μπροστά του τη συφορά της αθηναϊκής στρατιάς στη Σικελία ύστερα από εξήντα χρόνια.
Ο γκρεμισμός των αθηναίων στην ύβρη φαίνεται χαρακτηριστικά από τρία πατήματά τους σε σάπιο σανίδι.
Το ένα είναι η ιμπεριαλιστική τους τροπή που αρχίζει πολύ ενωρίς. Την επαύριο κιόλας των Μηδικών ο Θεμιστοκλής θα εξαπατήσει τους δωριείς, και θα χτίσει κρυφά τα Μακρά Τείχη.
Ανόητοι, λέει στους αθηναίους του Θεμιστοκλή ήδη και του Κίμωνα ο Πλάτων. Χωρίς μυαλό και χωρίς δίκαιο γιομίσατε την πόλη με κάστρα και με πολεμικά λιμάνια. Με τειχιά και πλοία, και φόρους και εισφορές για τον πόλεμο. Και με πολλή άλλη τέτοια ασυλλογισιά.
Το άλλο είναι η ανεπαίσθητη κατολίσθηση του αθηναίου πολίτη από την τάξη του σύμμαχου στην ατιμία του καταχτητή των ελλήνων. Είναι εκείνο που η ιστορία το λέει μεταβολή της αθηναϊκής Συμμαχίας σε αθηναϊκή Ηγεμονία.
Από τη στιγμή που οι αθηναίοι βλέπουν στους έλληνες των νησιών και των παραλίων ό,τι έβλεπε ο πέρσης βασιλιάς στους έλληνες της Ιωνίας, το έγκλημα πια έχει συντελεστεί.
Η λαμπρή δημοκρατία του Κλεισθένη και του Σόλωνα είναι νεκρή. Και η πόλη του Περικλή έχει σημαδευτεί με το σημάδι του Κάιν.
Το τρίτο και πικρότερο είναι η συμπεριφορά των αθηναίων στους μηλίους, όπως την εκθέτει ο Θουκυδίδης στο πέμπτο βιβλίο της ιστορίας του.
Είτε σας αρέσει είτε όχι, λένε οι αθηναίοι πρέσβεις στους κατοίκους της Μήλου, και στον πόλεμο θα κατέβετε και στο πλευρό μας θα σταθείτε. Εμείς σας προστάζουμε. Γιατί ’μαστε οι δυνατοί και σεις οι αδύνατοι. Και στέκεται υπέρτατος νόμος που ορίζει οι δυνατοί να κάνουν και οι αδύνατοι να παθαίνουν. Θα σκύψετε, λοιπόν, το κεφάλι, θα πάθετε ό,τι δε θέλετε, και στο τέλος θα πείτε και «σπολλάτη».
«Οἱ προύχοντες πράσσουσι και οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν». Αυτή είναι η δίκοπη φράση του Θουκυδίδη, που μετριέται στις πέντε δέκα σκληρότερες προτάσεις που άρθρωσε η γλώσσα των ανθρώπων. Σκληρή και από την άποψη της αδικίας, και από την άποψη της πραγματικότητας.
Βέβαια γνωρίζουμε ότι οι μήλιοι δεν έστερξαν να υποταχθούν στη βούληση των αθηναίων. Στον άδικο πόλεμο εζήτησαν τη δίκαιη ουδετερότητα. Οι αθηναίοι πολιόρκησαν το νησί, κυρίεψαν την πόλη, σφάξανε τους άντρες, σκλάβωσαν τις γυναίκες, και τη γη τους την παίξανε στο ζάρι.
Η σφαγή της Μήλου, κατά την προσωπική μου εκτίμηση είναι η αποκορύφωση της κατάπτωσης της περίκλειας δημοκρατίας. Ο Περικλής βέβαια τώρα, 429π, έχει πεθάνει. Όλα όμως όσα γίνουνται είναι παιδιά του.
Από την άποψη της υπέρβασης και της ύβρης ο αδικημός των μηλίων από τους αθηναίους είναι όμοιος με τον αδικημό του Ξέρξη να μαστιγώσει τον Ελλήσποντο, και να ρίξει τις χειροπέδες στα νερά.
Και όπως ο Ξέρξης τιμωρήθηκε σε κάποια άλλα νερά, στη Σαλαμίνα, έτσι που τα ουαί του να φτάσουν ως τη μακρινή Ασία, όμοια και οι αθηναίοι τιμωρήθηκαν σε κάποιο άλλο νησί, στη Σικελία. Τρεις μέρες έκαμαν, και τ’ αυτιά τους δεν ήθελαν να πιστέψουν τη συφορά που τους βρήκε.
Κρατώ τη θέση, και όσο με τα χρόνια τη βασανίζω τόσο πιο στέρεη γίνεται, ότι δεν υπάρχει πιο συγκλονιστική στιγμή σε ολόκληρη την ελληνική ιστορία, από την άποψη του φιλοσοφικού βάθους και της παιδαγωγικής πυκνότητας, όσο η καταστροφή της αθηναϊκής στρατιάς στις Συρακούσες.
Ο μονοήμερος χαμός στη στεριά και στη θάλασσα, η σφαγή των στρατιωτών στα ποτάμια Κακύπαρι και Ασσίναρο, ο κλεισμός των αιχμαλώτων στα φοβερά λατομεία.
Εκείνες οι «λιθοτομίες» θα μένουν το αρχέτυπο για όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για όλα τα αρχιπέλαγα Γκουλάκ, για όλες τις Γιεζοφτσίνες. Και τα Γεντι-Κουλέ, και τα Επταπύργια.
Εάν λοιπόν η εποχή του Περικλή θεωρηθεί από τούτη την αθέατη όψη της νοσούσας δημοκρατίας και της μιλιταριστικής τροπής, τότε θα φανερωθεί ότι το πολιτικό ήθος και ο πολιτικός λόγος του ανθρώπου της δεν προσφέρεται παράδειγμα να το προτείνουμε στα παιδιά μας.
Αντίθετα, είναι το παράδειγμα να τα αποτρέπει από το κακό και το λάθος.
Παράδειγμα να το δείχνουμε στα παιδιά μας είναι η δημοκρατία του Σόλωνα.
Τώρα, που θα μιλήσω για τη δημοκρατία του Σόλωνα, περιγράφω το πώς είδαν την παρουσία τους μέσα στη φύση και τη ζωή τους μέσα στην κοινότητα οι πολίτες της Αθήνας από το θάνατο του Σόλωνα, 560π, ως την επαύριο της νίκης των Πλαταιών, 479π.
Αυτές οι δυόμισυ γενεές ανθρώπων, στην ιστορία της Αθήνας στην ιστορία της Ελλάδας στην ιστορία της Ευρώπης και στην ιστορία του ανθρώπου καθόλου, είναι ο χρόνος που στη διάρκειά του ο πολιτικός άνθρωπος, ο homo politicus, σήκωσε το κεφάλι του μετάρσιο και έπληξε τα άστρα".
(τέλος α' μέρους)
Δημήτρης Λιαντίνης – "Τα Ελληνικά".
Scholeio.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου