Ο Pablo Ruiz y Picasso μέσα από τα μάτια του Ελύτη
Ο Picasso ήταν σχεδόν ένας αρχαίος Έλληνας κοντά μου. Μισόγυμνος, γεροδεμένος, μαυρισμένος από τον ήλιο, κατοικούσε, στο πείσμα των εκατομμυρίων του, σ’ ένα μικρό ταπεινό σπιτάκι του Vallauris, απ’ αυτά που θυμίζουν τα δικά μας τα νησιώτικα. Κυκλοφορούσε μ’ ένα βρακί, ζωγράφιζε, κατέβαινε στο Golf-Juan μπάνιο, έτρωγε τον περίδρομο, κι έπεφτε με τα τέσσερα, για να κάνει το αλογάκι στην Paloma, το μικρό του τότε κοριτσάκι.
Την αίσθηση που οι Έλληνες είχανε απαρνηθεί – του ήλιου και του έρωτα στην πρώτη, στην αρχική τους σημασία -, την ασκούσε σαν παλιός μυθικός βασιλιάς που το μεγαλείο του δεν βρίσκεται στην ισχύ και στην εξουσία, αλλά στις απλές κι άνετες χειρονομίες του. […]
Σε μια μεγάλη ξύλινη παράγκα, λίγα μέτρα πιο κάτω, που τη χρησιμοποιούσε για εργαστήριο γλυπτικής, έβρισκες έναν άλλο θησαυρό βγαλμένον από τα ίδια μυθικά μεσογειακά βάθη, αρχέτυπα της κουκουβάγιας, σ’ όλα τα πιθανά μεγέθη και σχήματα, της κατσίκας, που κατάφερνε να ενσωματώσει μπουκάλες και τενεκέδες και τρύπια πανέρια, όλα τα τυχαία ευρήματα μιας έρημης ακρογιαλιάς, που ακόμη διατηρούσανε, θα ‘λεγες, επάνω τους τη φρέσκια κάψα του μεσημεριού και τη γεύση της άρμης, τέλος, άλλα μικρά ζώα και πετούμενα, ψαράκια, κοκόρια περιστέρια.
«Όταν είναι νύχτα να ονειρεύεσαι, αλλά όταν ξημερώνει ν’ ανοίγεις το παράθυρο διάπλατα», έλεγε. «Όλα τα πράγματα του κόσμου έχουν δικαίωμα στο φως».
Και μια μέρα που του κλαιγόμουνα για την κατάσταση στην Ελλάδα με κοίταξε με τα μεγάλα μαύρα μάτια του αυστηρά:
«Να τα βλέπεις κι από την άλλη τους όψη τα πράγματα», μου είπε. «Αν δεν ήτανε συντηρητικά τα καθεστώτα πώς θα μπορούσαμε του λόγου μας να ‘μαστε επαναστάτες;», και ξέσπασε σε δυνατά γέλια, για να μην καταλάβω αν μιλάει σοβαρά ή αστειεύεται…
Μιαν άλλη φορά, ένα μεσημέρι, με πήρε απ’ το μπράτσο και κάναμε όλη τη διαδρομή της αμμουδιάς. «Κοιτάξτε, κοιτάξτε», μου έκανε κάθε τόσο κι έδειχνε με το δάχτυλο μπροστά τις καταμέλαψες ξανθές που κυκλοφορούσανε με πελώριους φελλούς στα πόδια και πελώριες ψάθες στο κεφάλι και σχεδόν τίποτε άλλο….
«Έτσι είναι και σε σας στην Ελλάδα; Τις άτιμες… έχουν το διάολο μέσα τους…». Φαινότανε περισσότερο ένας μάγκας στα δεκαεφτά του χρόνια παρά ένας ένδοξος στα εβδομήντα του. Και μόνον η φυσική μου δειλία μ’ εμπόδιζε να του φωνάξω πόσο τον παραδέχομαι τέτοιον που είναι, τι τεράστιο μάθημα δίνει με το παράδειγμά του στους σοβαροφανείς (τους δικούς μας προπάντων), τι συνέπεια ανάμεσα στα καθημερινά του «χούγια» και στα «χούγια» της τέχνης του…».
Ο. Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά-(Κείμενο: Equivalences chez Picasso), ΙΚΑΡΟΣ
Ο. Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά-(Κείμενο: Equivalences chez Picasso), ΙΚΑΡΟΣ
Ο Πικάσο ζωγράφισε τη Γκερνίκα το 1937, όταν έγινε γνωστός ο εξοντωτικός βομβαρδισμός της ομώνυμης πόλης των Βάσκων από τους Γερμανούς, συμμάχους του Φράνκο. Τρία χρόνια αργότερα, όταν μπήκαν οι Γερμανοί στο Παρίσι, ένας αξιωματικός της Βέρμαχτ επισκέφθηκε τον Πικάσο στο σπίτι του. Βλέποντας την Γκερνίκα, τον ρώτησε όλο θαυμασμό: «Εσείς το κάνατε;» Ο Πικάσο τού απάντησε: «Όχι, εσείς!»
το΄να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν΄αρπαχτεί απ΄το
μέλλον, τ΄άλλο απ΄την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι.
Σα να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια
ενός ξεκοιλιασμένου αλόγου,σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας.
Οδ. Ελύτης, Ο Ύπνος των Γενναίων
«Όλα τα παιδιά είναι καλλιτέχνες. Το ζήτημα είναι πώς παραμένει κανείς καλλιτέχνης μεγαλώνοντας».
Στις 8 Απριλίου 1973, έφυγε από τη ζωή ο Pablo Ruiz y Picasso.
Scholeio.com